Τι δολάριο θέλει τελικά ο Ντόναλντ Τράμπ; Και ποιο θα είναι το πλεονέκτημα για «μια μεγάλη Αμερική» αν τελικά καταστρέψει το νόμισμά της, που συμβαίνει να είναι και παγκόσμιο;
Ο πρόεδρος Τραμπ, παρά το ύφος του «ξερόλα», δεν μας το λέει; Γιατί όμως; Τον ενοχλεί η αμερικανική νομισματική ισχύς; Μεγαλώνει το χρέος λέει ο Τράμπ. Φέρνει όμως και σημαντικές εισφορές κεφαλαίων που καλά χρησιμοποιούμενα οδηγούν σε ανάπτυξη και θέσεις εργασίας.
Η αξιοσημείωτη ισχύς της οικονομίας των ΗΠΑ σε σχέση με άλλες μεγάλες οικονομίες συνέβαλε στην αύξηση της αξίας του δολαρίου κατά σχεδόν δέκα τοις εκατό το φθινόπωρο του 2024. Η οικονομία και η αγορά εργασίας συνέχισαν να αποδίδουν καλά πριν και μετά την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ. Και ο πληθωρισμός σταδιακά υποχωρούσε προς τον στόχο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, ο οποίος ανέρχεται σε περίπου δύο τοις εκατό.
Όμως, από τον Ιανουάριο 2025 που ο Ντόναλντ Τράμπ ανέλαβε οα καθήκοντά του, η κατάσταση για το δολάριο μόνο αβεβαιότητα εμπνέει. Και αυτό το γεγονός κάθε άλλο παρά «μεγαλώνει» την Αμερική. Παρ’ όλο που ο Λευκός Οίκος έχει αναστείλει ή ακυρώσει κάποια δασμολογικά μέτρα που με περισσό στόμφο ανακοίνωνε ο Τράμπ, η ζημιά έχει γίνει. Η αβεβαιότητα που τα ήξεις αφίξεις με τοπ δασμούς προκαλούν στο διεθνές εμπόριο έχει βλάψει τις προοπτικές ανάπτυξης παγκοσμίως και για το υπόλοιπο του 2025.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή οι δασμοί επηρεάζουν σχεδόν όλο το εμπόριο των ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, έχει γίνει πιο πιθανό η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να αναγκαστεί να μειώσει τα επιτόκια για να στηρίξει την οικονομία. Αυτό, με τη σειρά του, έχει προκαλέσει την πτώση της αξίας του δολαρίου περίπου στο επίπεδο του Σεπτεμβρίου 2024.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν εγείρει ακόμη και ερωτήματα σχετικά με τον ιστορικό ρόλο του δολαρίου ως καταφύγιο για τις διεθνείς επενδύσεις. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κάθε περίπτωση οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αναταραχής οδήγησε σε μια τρελή φυγή επενδυτών σε όλο τον κόσμο για ασφαλή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία για να τοποθετήσουν τα χρήματά τους όταν η καταιγίδα ξέσπασε.
Όπως έγραψε στην Επιθεώρηση «Φορέϊν Αφαίρς» ο καθηγητής εμπορικής πολιτικής Eswar Prasad στο Dyson School Εφαρμοσμένων Οικονομικών και Μάνατζμεντ, αυτές οι περιπτώσεις χαρακτηρίζονταν πάντα από αυξανόμενη ζήτηση για τίτλους του αμερικανικού δημοσίου, οι οποίοι θεωρούνταν από καιρό ως τα ασφαλέστερα περιουσιακά στοιχεία λόγω της σταθερότητας της αμερικανικής οικονομίας και επειδή αυτοί οι τίτλοι είναι διαθέσιμοι σε μεγάλες ποσότητες και εύκολα διαπραγματεύσιμοι. Αυτή η υψηλότερη ζήτηση συνήθως ωθεί προς τα πάνω την τιμή των τίτλων του δημοσίου και μειώνει τα επιτόκια τους, διευκολύνοντας τόσο την κυβέρνηση των ΗΠΑ όσο και τα αμερικανικά νοικοκυριά να δανείζονται φθηνά. Η εισροή χρημάτων σε περιουσιακά στοιχεία σε δολάρια στηρίζει επίσης το ίδιο το δολάριο.
Μετά την ανακοίνωση των δασμών από τον Τραμπ, η αντίδραση ήταν διαφορετική. Οι πανικόβλητοι επενδυτές φάνηκαν να προτιμούν όχι τα αμερικανικά ομόλογα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που εκφράζονται σε δολάρια αλλά εναλλακτικές λύσεις όπως τα ιαπωνικά κρατικά ομόλογα και τον χρυσό. Σε αντίθεση με άλλα πρόσφατα επεισόδια αναταραχής, τα μακροπρόθεσμα επιτόκια των ΗΠΑ αυξήθηκαν, ειδικά η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου, το οποίο χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς για δάνεια αυτοκινήτου, στεγαστικών δανείων και επιχειρηματικά δάνεια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Επιπλέον, η αξία του δολαρίου έναντι άλλων νομισμάτων – η οποία ήταν σταθερή κατά τη διάρκεια προηγούμενων αναταραχών στις χρηματοπιστωτικές αγορές των ΗΠΑ – μειώθηκε.
Με τις οικονομικές του πολιτικές, την επίθεσή του στην ανεξαρτησία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (Federal Reserve) και τη ζημιά που έχει προκαλέσει στο κράτος δικαίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τραμπ έχει θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την ισχύ του δολαρίου στις αγορές συναλλάγματος, αλλά και το θεσμικό πλαίσιο που στηρίζει τη μακροπρόθεσμη κυριαρχία του νομίσματος. Τέτοιες συνθήκες υποδηλώνουν ότι ο Αμερικανός πρόεδρος έχει άσχημες προθέσεις για το δολάριο. Το γεγονός ότι ο Τραμπ έχει διατυπώσει την ιδέα της αναζήτησης συνεργασίας άλλων χωρών για την αποδυνάμωση του δολαρίου – σε μια ευσεβή προσπάθεια να ενισχύσει τις αμερικανικές εξαγωγές – υπογραμμίζει μόνο τον κίνδυνο.
Κι όμως, η εκθρόνιση του δολαρίου, μια προοπτική που εδώ και καιρό ενθουσιάζει τόσο τους συμμάχους όσο και τους αντιπάλους των ΗΠΑ, είναι απίθανη αν άλλες χώρες δεν αδράξουν την ευκαιρία να το αντικαταστήσουν. Φαίνεται ότι δεν είναι προετοιμασμένες να το κάνουν. Παρά την αποδυνάμωση της οικονομικής θέσης των Ηνωμένων Πολιτειών από τον Τραμπ, τα επενδυτικά περιουσιακά στοιχεία σε άλλες μεγάλες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, της Ιαπωνίας και της ευρωζώνης, παραμένουν λιγότερο ελκυστικά σε σχέση με εκείνα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ασθενέστερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης αυτών των χωρών έχουν καταστήσει τα περιουσιακά τους στοιχεία λιγότερο ελκυστικά. Στα μάτια των επενδυτών, η Κίνα παρεμποδίζεται επίσης τόσο από την περιορισμένη κινητικότητα κεφαλαίων προς και από τη χώρα όσο και από την έλλειψη ανεξαρτησίας της κινεζικής κεντρικής τράπεζας. Η ίδια η πολιτική αναταραχή στην Ευρώπη, εν τω μεταξύ, εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη σταθερότητα και το μέλλον της ευρωζώνης.
Η θέση του αμερικανικού δολαρίου στην κορυφή του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος δεν ήταν ποτέ πιο εύθραυστη. Ευτυχώς για τις Ηνωμένες Πολιτείες – και δυστυχώς για τους επικριτές του δολαρίου – δεν φαίνεται να υπάρχει ανταγωνιστής αρκετά ισχυρός για να το εκτοπίσει από το βάθρο του.
Ωστόσο, αυτό το προβάδισμα συρρικνώνεται. Η ιστορία δείχνει ότι οι δυνάμεις που μπορούν να επισπεύσουν μια απότομη μετατόπιση στη σχετική οικονομική και νομισματική ισχύ μιας χώρας μπορούν να συσσωρευτούν με την πάροδο του χρόνου, με την τελική αλλαγή να συμβαίνει γρήγορα. Σκεφτείτε τη ζημιά που προκαλεί ο Τραμπ στο θεσμικό πλαίσιο των ΗΠΑ, το οποίο είναι ένα από τα κρίσιμα προπύργια που στηρίζουν τόσο την κυριαρχία του δολαρίου όσο και την εμπιστοσύνη των εγχώριων και ξένων επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που βασίζεται στο δολάριο. Η υποβάθμιση του κράτους δικαίου από τον Τραμπ και η ασταθής χάραξη πολιτικής του θα πρέπει να ωθήσουν τις ξένες κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν την εξάρτησή τους από το δολάριο ως διεθνές νόμισμα πληρωμών και αποθεματικού, όπως και οι επιθέσεις του Τραμπ στην ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας των Ηνωμένων Πολιτειών.
Είναι πρόωρο, ωστόσο, να γράψουμε νεκρολογία για την κυριαρχία του δολαρίου, λαμβάνοντας υπόψη την ευθραυστότητα άλλων αποθεματικών νομισμάτων και την τεράστια ζήτηση για ασφαλή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία σε μια περίοδο οικονομικής και χρηματοπιστωτικής αναταραχής. Η αγορά κρατικών ομολόγων της Ιαπωνίας είναι σίγουρα βαθιά και θεωρείται ευρέως ασφαλής, όπως και οι αγορές ομολόγων σε ορισμένες από τις βασικές οικονομίες της ευρωζώνης, όπως η Αυστρία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ολλανδία. Αλλά καθεμία από αυτές τις εναλλακτικές λύσεις αντιμετωπίζει ασθενείς προοπτικές ανάπτυξης ή ταραγμένη εσωτερική πολιτική. Τέτοιες εξελίξεις, μαζί με τα αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα σε αυτές τις οικονομίες, δύσκολα εμπνέουν εμπιστοσύνη στους επενδυτές για ισχυρή, σταθερή ανάπτυξη.