Η Δήμητρα Πιάγκου θυμάται ακριβώς την ημέρα του 2011 που «έσπασε». Σκαρφάλωσε στον τελευταίο όροφο του κτιρίου της και έβαλε το πόδι της πάνω από το στηθαίο. «Ήμουν έτοιμη να πηδήξω», λέει.
Η επιχείρησή της με πλυντήριο στην Αθήνα είχε χρεοκοπήσει και είχε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ σε χρέη. Εκείνη την ημέρα η τράπεζα έβγαζε σε πλειστηριασμό το σπίτι της.
Η Ελλάδα είχε βυθιστεί στην πιο σοβαρή ύφεση από οποιαδήποτε ανεπτυγμένη οικονομία σε καιρό ειρήνης. Η Πιάγκου δεν είχε τίποτα άλλο εκτός από τα σκυλιά της.
Καθώς ετοιμαζόταν να πηδήξει, ο αγαπημένος της γερμανικός ποιμενικός την τράβηξε από πίσω και έκανε ένα σωτήριο βήμα πίσω. Η Πιάγκου πέρασε τους επόμενους μήνες ζώντας σε ένα παγκάκι πάρκου. Τώρα σε ηλικία 74 ετών, δεν έχει σύνταξη λόγω των φορολογικών της οφειλών και βγάζει τα προς το ζην πουλώντας μια εφημερίδα δρόμου.
«Μαθαίνεις να επιβιώνεις χωρίς τίποτα», λέει.
Η προσωπική τραγωδία της Πιάγκου είναι μία από τις πολλές που εκτυλίχθηκαν κατά τη διάρκεια ετών τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών που προκλήθηκαν από την καταστροφική κρίση δημόσιου χρέους της Ελλάδας.
Αυτός ο μήνας σηματοδοτεί μια δεκαετία από το σημείο καμπής στο δράμα, το οποίο κατέκλυσε τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές για χρόνια και απειλούσε να διαλύσει την οικονομική και νομισματική ένωση που αποτελεί το εξαιρετικό επίτευγμα της ΕΕ.
«Αν η Ελλάδα είχε βγει από το ευρώ, αυτό θα ήταν το τέλος του ευρώ», λέει ο Πιερ Μοσκοβισί, οεΕυρωπαίος επίτροπος οικονομικής πολιτικής από το 2014 έως το 2019. «Επειδή αυτό αποδεικνύει ότι το ενιαίο νόμισμά μας δεν είναι για πάντα. Γίνεται απλώς μια ζώνη σταθερού επιτοκίου».
Τον Ιούλιο του 2015, οι Έλληνες ψήφισαν σε δημοψήφισμα για να απορρίψουν το διεθνές πακέτο διάσωσης της χώρας, κατόπιν παρότρυνσης της ακροαριστερής λαϊκιστικής κυβέρνησής τους. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος ανήλθε στην εξουσία με ένα κύμα λαϊκής αποστροφής προς τα κυρίαρχα κόμματα τον Ιανουάριο του 2015, και ο διχαστικός υπουργός Οικονομικών του, Γιάνης Βαρουφάκης, ήθελαν να αποσπάσουν καλύτερους όρους από τους Ευρωπαίους πιστωτές της Ελλάδας και το ΔΝΤ.
Η πολιτική τους στα άκρα άφησε τη χώρα στα πρόθυρα της εξόδου από το ευρώ, της οικονομικής κατάρρευσης και της οικονομικής καταστροφής. Ωστόσο, μέσα σε λίγες μόνο ημέρες, ο Τσίπρας υπαναχώρησε και ο Βαρουφάκης έφυγε.
Η «τούμπα» του Τσίπρα, ή αλλιώς κολοτούμπα όπως την αποκάλεσαν οι Έλληνες, ήταν ένα δαπανηρό τέχνασμα που ανέτρεψε την οικονομική ανάκαμψη και κατέστρεψε την αξιοπιστία της κυβέρνησης απέναντι στους Ευρωπαίους εταίρους της. Αλλά σηματοδότησε επίσης την αρχή μιας νέας εποχής συμμόρφωσης της Ελλάδας με τις απαιτήσεις διάσωσης και έθεσε τα θεμέλια της ανάκαμψης.
Στα 10 χρόνια που ακολούθησαν, η Ελλάδα έχει σημειώσει μια αξιοσημείωτη ανάκαμψη, βγαίνοντας από το πρόγραμμα διάσωσης, διατηρώντας τη δημοσιονομική πειθαρχία και ξεπερνώντας τις πλουσιότερες οικονομίες.
«Ουσιαστικά χάσαμε το 25% του ΑΕΠ μας και φτάσαμε πολύ κοντά στο να διαχειριστούμε μια πλήρη κοινωνική κατάρρευση αν είχαμε αναγκαστεί να εγκαταλείψουμε την Ευρωζώνη», λέει ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος ανέλαβε τη θέση του Τσίπρα μετά τη νίκη του κεντροδεξιού κόμματός του, της Νέας Δημοκρατίας, στις εκλογές του 2019. «Αλλά νομίζω ότι αυτό αποτελεί επίσης απόδειξη της ανθεκτικότητας της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος που έχουμε καταφέρει να επαναφέρουμε».
Οι δύσκολες μεταρρυθμίσεις που τελικά υιοθέτησε η Ελλάδα μετά την κρίση έχουν μεταμορφώσει την τύχη της. Η επαφή με την καταστροφή αναμόρφωσε επίσης ριζικά την eυρωζώνη, ωθώντας την να στηρίξει ένα εύθραυστο ενιαίο νόμισμα με νέα εργαλεία και θεσμούς.

Ωστόσο, απομένει δουλειά να γίνει. Μια δεκαετία μετά την κορύφωση της κρίσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας εξακολουθεί να είναι μόλις στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ και τα προβλήματα παραγωγικότητάς της παραμένουν έντονα.
Εν τω μεταξύ, η ΕΕ εξακολουθεί να μην διαθέτει μια σωστή τραπεζική ένωση και έναν προϋπολογισμό αρκετά μεγάλο για να μετριάσει τους οικονομικούς κραδασμούς. Ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, προειδοποίησε ότι το μπλοκ κινδυνεύει με «αργή αγωνία» εάν δεν μπορεί να συγκεντρώσει έως και 800 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε πρόσθετες επενδύσεις στην καινοτομία και τις υποδομές, μέρος των οποίων μέσω κοινού δανεισμού της ΕΕ.
«Η Ελλάδα έχει μεταρρυθμιστεί, αλλά δεν έχει μεταμορφωθεί. Το ίδιο ισχύει και για την ευρωζώνη. Μπορούμε τώρα να αντιμετωπίσουμε τα γνωστά άγνωστα, αλλά είμαστε ακόμα πολύ κολλημένοι στα μικρά εθνικά μας κουτιά», λέει ο Τόμας Βίζερ, πρώην κορυφαίος ευρωπαίος αξιωματούχος.
Αποκομμένη από τις αγορές το 2010 μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η Ελλάδα έγινε γρήγορα ο πιο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης.
Η χώρα είχε διαρθρωτικές αδυναμίες και υποεκτίμησε σε μεγάλο βαθμό το επίπεδο του δημόσιου ελλείμματός της, το οποίο το 2009 ήταν περισσότερο από πέντε φορές το όριο του 3% της ΕΕ.
«Η πραγματική προέλευση της κρίσης το 2009 και το 2010 ήταν η απάτη στους αριθμούς», λέει ο Μάρκο Μπούτι, πρώην ανώτατος αξιωματούχος της διεύθυνσης οικονομικών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. «Αυτό οδήγησε στο παράδειγμα του ηθικού κινδύνου που στιγμάτισε ολόκληρη την κρίση».
Σημαίνει ότι ορισμένα κοινοβούλια σε όλη την ΕΕ απαίτησαν «να εξαχθεί μια λίβρα σάρκας από την Ελλάδα» (σ.σ.: από το έργο του Σαίξπηρ «Ο έμπορος της Βενετίας» όπου ο δανειζόμενος βάζει ως ενέχυρο μία λίβρα κρέατος από το σώμα του).
Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να τακτοποιήσει τα οικονομικά της και χρειάστηκε τρία διεθνή προγράμματα διάσωσης σε διάστημα οκτώ ετών για να παραμείνει στην επιφάνεια, εφαρμόζοντας επαναλαμβανόμενα πακέτα σκληρής λιτότητας ενώ αντιμετώπιζε πολιτική αστάθεια και κοινωνική αναταραχή.
Η πορεία προς την ανάκαμψη ξεκίνησε με σοβαρά λάθη. Το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, που ξεκίνησε βιαστικά το 2010, διαμορφώθηκε περισσότερο κάτω από το βάρος του κατεπείγοντος, παρά με ακρίβεια. Βασισμένο χαλαρά στις παρεμβάσεις του ΔΝΤ στη Λατινική Αμερική και στην υποσαχάρια Αφρική, απαιτούσε περικοπές χρηματοδότησης, αλλά δεν έλαβε υπόψη τους περιορισμούς μιας χώρας εντός μιας νομισματικής ένωσης χωρίς ανεξάρτητη συναλλαγματική ισοτιμία ή νομισματική πολιτική.
Πλέον αναγνωρίζεται ευρέως -από Έλληνες, Ευρωπαίους και αξιωματούχους του ΔΝΤ- ότι ήταν θεμελιωδώς λανθασμένο στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση. Το πρώτο πρόγραμμα διάσωσης «επέβαλε μια πολύ σκληρή εξυγίανση, με μη ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους και έβαλε όλο το βάρος της προσαρμογής στην Ελλάδα», λέει ο Γιώργος Χουλιαράκης, πρώην υφυπουργός Οικονομικών και επικεφαλής διαπραγματευτής της κυβέρνησης Τσίπρα.
Η οικονομία κατέρρευσε, συρρικνούμενη κατά 26% μεταξύ 2008 και 2013. Η ανεργία εκτοξεύτηκε στο 28%.
«Όταν μας χτύπησε, ήταν τόσο βάναυσο», λέει ο Κώστας Καλαϊτζάκης, συνεργάτης στην ISV, μια εταιρεία αρχιτεκτονικής και ανάπτυξης ακινήτων στην Αθήνα. «Δεν είχαμε καθόλου δουλειά. Ήρθαμε στο γραφείο και δεν είχαμε τίποτα να κάνουμε. Ήταν τραγικό. Ο κόσμος απλώς σταμάτησε».

Ο Μπάμπης Ιωάννου, διευθύνων σύμβουλος της ISV, αναγκάστηκε να απολύσει 30 από τους 80 υπαλλήλους της εταιρείας και να πάρει χρήματα από τον δικό του τραπεζικό λογαριασμό για να τη διατηρήσει σε λειτουργία. «Δεν ξέραμε πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση», λέει. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ. Ήταν μια σκοτεινή περίοδος».
Η ανάπτυξη είχε επιστρέψει όταν ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας ανέλαβε την εξουσία το 2015, υποσχόμενος να ακυρώσει τη συμφωνία της Ελλάδας με τους πιστωτές της. Η απειθαρχία του βρήκε απήχηση στους κουρασμένους Έλληνες που είχαν δει το πραγματικό τους εισόδημα να μειώνεται εδώ και χρόνια. Με τον χρόνο να τελειώνει για το δεύτερο πακέτο διάσωσης, η Αθήνα ξεκίνησε μια αντιπαράθεση με τους πιστωτές της που θα διαρκούσε επτά μήνες.
Ο Βαρουφάκης και άλλοι ριζοσπάστες στον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα πίστευαν ότι ο κίνδυνος που σηματοδοτούσε για την υπόλοιπη ευρωζώνη μια έξοδος της Ελλάδας τους έδινε μόχλευση για να αποσπάσουν νέο χρήμα με καλύτερους όρους. Ο Βαρουφάκης έχασε γρήγορα την εμπιστοσύνη των ομολόγων του στην ευρωζώνη.
«Δεν είχε ποτέ τη διάθεση να διαπραγματευεί», λέει ο Μοσκοβισί, ο πρώην επίτροπος της ΕΕ. «Δεν είχε ποτέ την πρόθεση συμβιβασμού. Πάντα έδινε μαθήματα με ένα είδος ναρκισσιστικής προσέγγισης… [Ήταν] ένας καταστροφικός υπουργός Οικονομικών».
Ο Βαρουφάκης και ο Τσίπρας απέρριψαν αιτήματα για συνεντεύξεις.
Τον Ιούνιο του 2015, ο Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα για τους όρους διάσωσης της Ελλάδας. Ήξερε ότι χρειαζόταν μια λαϊκή εντολή, λέει ένας σύμμαχος, προκειμένου να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές για μια πρόταση που ήταν πολύ μακριά από αυτό που είχε υποσχεθεί.
«Θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί συμβιβασμός με μια γερή δόση λιτότητας χωρίς δημοψήφισμα», λέει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος ανέλαβε τη θέση του υπουργού Οικονομικών από τον Βαρουφάκη το 2015.

Ο Τσακαλώτος λέει ότι η συμφωνία, το τρίτο πακέτο διάσωσης, στην οποία τελικά συμφώνησαν αυτός και ο Τσίπρας με τους πιστωτές ήταν «αναμφίβολα καλύτερη» επειδή οι δημοσιονομικοί στόχοι ήταν λιγότερο αυστηροί.
Πολλοί άλλοι Έλληνες και Ευρωπαίοι αξιωματούχοι το αμφισβητούν έντονα αυτό, λέγοντας ότι η κυβέρνηση Τσίπρα πέτυχε μόνο μικρές παραχωρήσεις, αλλά με τεράστιο κόστος, επειδή η πολιτική της εξαφάνισε την εμπιστοσύνη στην ανάκαμψη που μόλις είχε αρχίσει να επιστρέφει.
Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας, Γιάννης Στουρνάρας, έχει μάλιστα κοστολογήσει αυτό που περιγράφει ως «τη λεγόμενη διαπραγμάτευση Βαρουφάκη» – 85 δισεκατομμύρια ευρώ σε όρους τρέχουσας αξίας, με βάση την επιδείνωση της προβλεπόμενης θέσης του χρέους της Ελλάδας από το ΔΝΤ μεταξύ του τέλους του 2014 και των μέσων του 2015.
Καθώς η Ελλάδα αψηφούσε τους πιστωτές της και τα μετρητά της ήταν επικίνδυνα χαμηλά, οι τράπεζές της έκλεισαν και χρειάστηκε επειγόντως νέα ανακεφαλαιοποίηση. Εισήχθησαν έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων και η οικονομία βυθίστηκε ξανά στην ύφεση. Ταυτόχρονα, ένα κύμα νέων, μορφωμένων και άκρως εξειδικευμένων Ελλήνων εγκατέλειπε τη χώρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στο εξωτερικό.
Ωστόσο, τα επόμενα τέσσερα χρόνια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα εφάρμοσε πιστά τους όρους του τρίτου πακέτου διάσωσης της Ελλάδας. Έπρεπε να «υπεραποδώσει» για να πείσει τους επενδυτές ότι οι ζοφερές προβλέψεις του ΔΝΤ ήταν λανθασμένες, λέει ο Χουλιαράκης. Η οικονομία σταθεροποιήθηκε. Το κόστος δανεισμού άρχισε να μειώνεται και η Ελλάδα επέστρεψε στην αγορά το 2017.
Μετά την επιστροφή της κεντροδεξιάς στην εξουσία το 2019, η μέτρια ανάπτυξη επιταχύνθηκε, ωθώντας τη χώρα σε μια εντυπωσιακή δημοσιονομική ανάκαμψη. Η Ελλάδα εμφανίζει πλέον πρωτογενές πλεόνασμα 4,8%, ενώ το δημόσιο χρέος μειώνεται ραγδαία — όχι μόνο λόγω του πληθωρισμού, αλλά και χάρη στις πρόωρες αποπληρωμές.
«Μιλάμε τώρα για μια διαφορετική οικονομία από αυτήν που κληρονομήσαμε το 2019 όσον αφορά τη δημοσιονομική της υγεία, όσον αφορά την υποκείμενη ανταγωνιστικότητά της. Πολλά απομένουν να γίνουν», λέει ο Μητσοτάκης.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει καταφέρει να ξεπεράσει με επιτυχία τη γραφειοκρατία ψηφιοποιώντας τμήματα του δημόσιου τομέα και περιορίζοντας τη φοροδιαφυγή που κάποτε ήταν ενδημική. Επίσης, καθάρισε τον τραπεζικό τομέα και αναδιάρθρωσε τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, μια υπερφορτωμένη και αναποτελεσματική κρατική εταιρεία ενέργειας.
Τροφοδοτούμενη από το ταμείο ανάκαμψης από την πανδημία της ΕΕ, η αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ ξεπέρασε πρόσφατα αυτή των πλουσιότερων ευρωπαϊκών χωρών. Οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί από το 2008.
Η Αθήνα έχει δημιουργήσει έναν ταχέως αναπτυσσόμενο, αν και ακόμα μικρό, τεχνολογικό τομέα. Ο Μάρκος Βερέμης, ιδρυτής της Big Pi Ventures και κορυφαίος έλληνας επενδυτής τεχνολογίας, λέει ότι η κρίση προκάλεσε πόνο αλλά και απελευθέρωσε δημιουργική καταστροφή. «Αν δεν υπήρχε η κρίση, δεν θα υπήρχε τεχνολογικός τομέας», λέει.
Οι πλούσιοι Έλληνες, οι οποίοι συνήθως επενδύουν στο εξωτερικό, έχουν βάλει χρήματα στο ταμείο του. «Αυτό θα ήταν αδιανόητο πριν από πέντε χρόνια», λέει.
Μετά από χρόνια στα όρια της επιβίωσης, η ISV του Ιωάννου επέστρεψε σε λειτουργία στα επίπεδα πριν από την κρίση.
Ωστόσο, παρόλο που οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν αυξηθεί στο 15%, εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, περίπου 20%. Ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, σημειώνει ότι η Ελλάδα έχει καθαρό επενδυτικό έλλειμμα άνω των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ – μια κληρονομιά ετών υποεπένδυσης και υποτίμησης κεφαλαίου. «Χάσαμε μια δεκαετία παραγωγικών επενδύσεων», λέει.
Ένα μεγάλο έργο της Microsoft για την κατασκευή κέντρων δεδομένων στην Αθήνα —το οποίο ο Μητσοτάκης επαίνεσε κατά την έναρξή του το 2020 ως σύμβολο της μετατροπής της Ελλάδας σε «επενδυτικό προορισμό»— δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
«Υπήρχε πραγματική δυναμική μετά την κρίση, αλλά οι προσδοκίες μερικές φορές ξεπερνούσαν την πραγματικότητα», λέει ο Θεοδόσης Μιχαλόπουλος, πρώην επικεφαλής της Microsoft Ελλάδας, Κύπρου και Μάλτας. «Έργα αυτής της κλίμακας απαιτούν φυσικά χρόνο».
Η μέση ωριαία παραγωγικότητα είναι λιγότερο από το μισό του μέσου όρου της ΕΕ, ένα ποσοστό που υπογραμμίζει ευρύτερες ανησυχίες σχετικά με την ανταγωνιστικότητα και τη στασιμότητα των μισθών.
Η χώρα συνεχίζει να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε τομείς όπως ο τουρισμός και τα ακίνητα — ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την ηλιόλουστη Ελλάδα, αλλά όχι απαραίτητα ευνοϊκό για τη μακροπρόθεσμη δημιουργία αξίας.
Ο Νίκος Βέττας, επικεφαλής του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών, ενός think-tank, λέει «χρειαζόμαστε περισσότερη παραγωγή υψηλής αξίας — αγαθά και υπηρεσίες που βασίζονται στην καινοτομία, στη μοναδικότητα και στο εξαγωγικό δυναμικό — όχι μόνο σε εμπορεύματα».
Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση, στο δικαστικό σύστημα και στη δημόσια διοίκηση ήταν μόνο «μικρά βήματα». «Χάσαμε μια χρυσή ευκαιρία», λέει ο Βέττας. «Ακόμα και με έναν πρωθυπουργό που τάσσεται υπέρ των μεταρρυθμίσεων και πολιτική σταθερότητα από το 2019, δεν επιδιώξαμε φιλόδοξες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με αρκετή ένταση».
Αλλά κάποιοι επισημαίνουν τις προκλήσεις της μεταρρύθμισης μιας χώρας της οποίας τα διαρθρωτικά ελαττώματα, οι νοοτροπίες και οι κακές συνήθειες προηγούνται πολύ της κρίσης – ζητήματα όπως η αργή δικαιοσύνη και η γραφειοκρατική παράλυση.
«Αυτή η κυβέρνηση έπρεπε να λύσει τα διαχρονικά προβλήματα που είχε η χώρα οικονομικά, πολιτικά, θεσμικά, όλα τα πράγματα που συζητήθηκαν εδώ και δεκαετίες», λέει ο υπουργός Οικονομικών της Ελλάδας Κυριάκος Πιερρακάκης. «Και από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση εκλέγεται και πρέπει να χειριστεί όλες τις αναδυόμενες προκλήσεις και κρίσεις των τελευταίων έξι ετών».
Για τον Χουλιαράκη, τον πρώην αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών, η επιστροφή στην ευημερία πριν από την κρίση εξακολουθεί να είναι ένας μακρινός στόχος, παρά τα στοιχεία ανάπτυξης που καταγράφει σήμερα η Ελλάδα. Η χώρα μπορεί να ξεπερνά τους ομολόγους της, αλλά η ζημιά που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια των ετών της κρίσης ήταν τόσο βαθιά που η σύγκλιση θα απαιτήσει μια γενιά διαρκούς υπεραπόδοσης.
«Θα χρειαζόταν να έχουμε ανάπτυξη 1% υψηλότερη από την υπόλοιπη ΕΕ για άλλα 15 χρόνια για να φτάσουμε εκεί που ήμασταν το 2007», λέει.
Η κρίση της Ελλάδας άφησε πίσω της μια διαφορετική χώρα, αλλά μεταμόρφωσε επίσης την ΕΕ, αν και μετά από ένα διστακτικό ξεκίνημα.
Καθώς η επιδημία εξαπλωνόταν στην Ιρλανδία, στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην Κύπρο και απειλούσε την υπόλοιπη ευρωζώνη, το μπλοκ τελικά συμφώνησε να δημιουργήσει το δικό του μόνιμο ταμείο διάσωσης, αυτό που έγινε ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας. Εφάρμοσε ένα νέο σύστημα για την εκκαθάριση των χρεοκοπημένων τραπεζών.
Και η ΕΚΤ έγινε δανειστής έσχατης ανάγκης με την ιστορική δέσμευση του προέδρου Ντράγκι να «κάνει ό,τι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ.
«Λόγω της Ελλάδας, η Ευρώπη άλλαξε», λέει ο Στουρνάρας της κεντρικής τράπεζας. «Η Ελλάδα ήταν η μαία της ιστορίας».
Όταν χτύπησε η πανδημία το 2020, η κληρονομιά των διασώσεων της Ελλάδας υπογράμμισε την ανάγκη για αλληλεγγύη στην ΕΕ και ένα ταμείο ανάκαμψης ύψους 800 δισ. ευρώ. Ένας ανώτερος αξιωματούχος της ΕΕ λέει ότι το μοντέλο επενδύσεων του ταμείου ανάκαμψης από την πανδημία σε αντάλλαγμα για μεταρρυθμίσεις που προτείνονται από τις εθνικές πρωτεύουσες διαμορφώθηκε από τα μαθήματα της Ελλάδας.
Ωστόσο, η ευρωζώνη εξακολουθεί να μη διαθέτει σημαντικό προϋπολογισμό ή μόνιμο ταμείο για την αντιστάθμιση των σοκ. Οι κινήσεις για τη δημιουργία μιας τραπεζικής ένωσης, συμπεριλαμβανομένου ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ασφάλισης καταθέσεων για τη μείωση του κινδύνου οι πληγείσες τράπεζες να καταρρίψουν τις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις και αντίστροφα, έχουν κολλήσει.
«Οι τράπεζες έχουν γίνει πιο πολιτικές και πολύ πιο εθνικές από ό,τι ήταν», λέει ο Luis Garicano, συν-συγγραφέας του βιβλίου «Κύκλος Κρίσης: Προκλήσεις, Εξέλιξη και Μέλλον του Ευρώ». «Χρειαζόμαστε μια πραγματική τραπεζική ένωση για να κόψουμε αυτόν τον καταστροφικό κύκλο κυριαρχίας».
Ο Buti, πρώην αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λέει ότι το πρότυπο ευρωπαϊκής λήψης αποφάσεων που χαρακτήριζε την κρίση της Ελλάδας – άρνηση, πανικός, θαρραλέες αποφάσεις, εφησυχασμός – εξακολουθεί να επικρατεί στην ΕΕ.
«Μόλις λάβετε τολμηρές αποφάσεις και η κατάσταση βελτιωθεί, η επιθυμία να ολοκληρωθεί η δουλειά μειώνεται».
Οι συνέπειες αυτού του μοτίβου εξακολουθούν να σημαδεύουν την Ελλάδα. Σχεδόν το ένα τρίτο των Ελλήνων κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του 2024. Η Πιάγκου, η πωλήτρια εφημερίδων, εξακολουθεί να έχει ένα τεράστιο χρέος. Ωστόσο, χάρη στην καλοσύνη των ξένων, της δανείστηκε ένα μέτριο διαμέρισμα που τώρα αποκαλεί σπίτι της.
«Το ΔΝΤ και η ΕΕ έχουν μάθει από αυτό. Η Ελλάδα ανάγκασε την ευρωζώνη να εξελιχθεί», λέει ο Στουρνάρας. «Αλλά πληρώσαμε το τίμημα — οδυνηρά και δημόσια».