Νέα συνθήκη για την ελληνική οικονομία δημιουργεί η αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, σύμφωνα με την απόφαση που έλαβαν οι ευρωπαϊκές χώρες – μέλη του ΝΑΤΟ στη Χάγη και η ταυτόχρονη εφαρμογή της ρήτρας διαφυγής από φέτος και για την Ελλάδα. Κι αυτό διότι η Ελλάδα υπόκειται σε ετήσιο «κόφτη» δαπανών, όπως και κάθε ευρωπαϊκή χώρα, σύμφωνα με τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, ενώ παράλληλα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας βρίσκεται στην περιοχή του 150% ως προς το ΑΕΠ, με την τάση να εκτιμάται ως πτωτική για τα επόμενα χρόνια. Μόλις προχθές, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης επανέλαβε την πρόβλεψη (του ΔΝΤ ουσιαστικά) ότι η Ελλάδα δε θα είναι η πιο υπερχρεωμένη χώρα το 2029.

Αξίζει να σημειωθεί πως η Ελλάδα δαπάνησε περίπου το 3,1% του ΑΕΠ της, ή 6,2 δισ. ευρώ για την άμυνα το 2024. Συνεπώς, με βάση τα σημερινά δεδομένα, εάν ο νέος κανόνας θα έπρεπε να εφαρμοστεί από φέτος, θα έπρεπε να προστεθούν 4 δισ. ευρώ αμυντικών δαπανών.
Είναι βέβαιο πως η εφαρμογή του νέου δόγματος θα επιφέρει νέα δημοσιονομική «πίεση» για τη χώρα μας κάτι που εκτίμησε πρόσφατα και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Τι θα συμβεί στο δημόσιο χρέος
Πηγή του οικονομικού επιτελείου ανέφερε στον ΟΤ ότι δεν ανησυχεί για το δημόσιο χρέος «υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον δαπάνες που απαιτούνται θα κατευθυνθούν στην εγχώρια βιομηχανία». Κι αυτό διότι όπως εξήγησε η ίδια πηγή «κάθε 1 ευρώ το οποίο δαπανάται στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία έχει πολλαπλασιαστικό όφελος τουλάχιστον 1,5 ευρώ», κάτι που συνεπάγεται ότι «εάν τα χρήματα αξιοποιηθούν σωστά, ο παρονομαστής θα αυξηθεί», με αποτέλεσμα την άνοδο του ΑΕΠ, με την ταυτόχρονη πτώση του δημοσίου χρέους ως προς το ελληνικό ΑΕΠ.
Πρόωρη αποπληρωμή και ανάλυση βιωσιμότητας
Με βάση την υπάρχουσα ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους (DSA) του ΟΔΔΗΧ, το ποσοστό του αναμένεται να βρεθεί στο ορόσημο του 100% κατά το έτος 2037. Ωστόσο, η πρόωρη αποπληρωμή των μνημονίων της τάξης του 31,6 δισ. ευρώ αναμένεται να «φέρει αυτόν τον στόχο νωρίτερα, γύρω στο 2033 με 2034» ανέφερε αρμόδια πηγή του οικονομικού επιτελείου στον ΟΤ.
Πριν από αυτό, στις επιδιώξεις της χώρας βρίσκεται το να «περάσει» στη δεύτερη θέση των πιο χρεωμένων χωρών της ευρωζώνης (με πρώτη την Ιταλία), όπως είπε και ο κ. Πιερρακάκης, κάτι που αναμένεται να πραγματοποιηθεί το 2029, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα στοχεύει στην πρόωρη αποπληρωμή, έως το 2031, των 31,6 δισ. ευρώ που υπολείπονται από το πρώτο μνημόνιο, ποσό που υπό κανονικές συνθήκες θα αποπληρωνόταν με τριμηνιαίες δόσεις από το 2029 έως το 2041. Για φέτος, σημαντικός είναι ο σταθμός της πρόωρης αποπληρωμή 5 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2025, που αποτελούν μέρος των 31,6 δισ. ευρώ που απομένουν από το πρώτο μνημόνιο.

Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι και το τέλος του χρόνου αναμένεται να έχει ξεκαθαρίσει το θέμα με την εξαγορά από το Ελληνικό Δημόσιο του δικαιώματος για μπόνους 1% στην απόδοση των ομολόγων ύψους 62,9 δισ. ευρώ του PSI του 2012, το οποίο θα ενεργοποιούνταν αν το ΑΕΠ έφτανε στα προ της κρίσης επίπεδα και η ανάπτυξη στο 2%.
Δαπάνες έως 5%
Πέραν του δημοσίου χρέους, υπάρχει και άλλη μια παράμετρος η οποία σχετίζεται με τη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας, η οποία θα επηρεαστεί. Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η νέα δέσμευση του 5% δεν αφορά αποκλειστικά στρατιωτικό εξοπλισμό, αλλά διαχωρίζεται σε δύο κατηγορίες: 3,5% του ΑΕΠ για «βασικές αμυντικές» δαπάνες, (στρατεύματα και στρατιωτικός εξοπλισμός) και 1,5% για «ευρύτερες επενδύσεις άμυνας και ασφάλειας». Άλλωστε, η Ελλάδα έχει ήδη κάνει ενεργοποίηση της ρήτρα διαφυγής για φέτος, προκειμένου να αξιοποιήσει το ευρωπαϊκό «παράθυρο» για περισσότερες αμυντικές δαπάνες, οι οποίες δε θα προσμετρηθούν στο έλλειμμα. Ωστόσο, αυτό έχει και συνέπειες.
Η υψηλότερη δαπάνη την περίοδο 2025-28 θα μπορούσε να συνεπάγεται πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ
Πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,4%
Το ζήτημα μέχρι το 2028
Μόνο τυχαίο δεν το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποίησε πως μπορεί η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής να παρέχει πολύτιμο χώρο για την κάλυψη αμυντικών αναγκών, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τον κίνδυνο για υψηλότερα ελλείμματα και χρέος στο μέλλον.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την οποία επικαλείται και στην πρόσφατη έκθεση της η ΤτΕ, στις χώρες για τις οποίες εγκρίθηκε η προσωρινή απόκλιση από τα συμφωνημένα όρια δαπανών, θα οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους κατά 1,3 και 2,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα κατά μέσο όρο το 2028, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών (κατά 1,5% του ΑΕΠ) υλοποιηθεί σταδιακά την περίοδο 2025- 28.
Ως εκ τούτου, η υψηλότερη δαπάνη την περίοδο 2025-28 θα μπορούσε να συνεπάγεται πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο δεύτερο κύκλο των Μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών-Διαρθρωτικών Σχεδίων (ΜΔΣ) που ξεκινά το 2029, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα κριτήρια της βιωσιμότητας χρέους και το όριο του ελλείμματος.

«Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να μείνει προσηλωμένη στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας και στη διατηρήσιμη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. Ούτε λίγο ούτε πολύ η έκθεση της ΤτΕ αφήνει να εννοηθεί ότι εάν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες πολιτικές προς αυτήν την κατεύθυνση, αυτή η βιωσιμότητα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποιεί πως ναι μεν η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής παρέχει πολύτιμο χώρο για την κάλυψη επειγουσών αμυντικών αναγκών, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τον κίνδυνο για υψηλότερα ελλείμματα και χρέος στο μέλλον. Η ΤτΕ τονίζει ότι «δημοσιονομικά, οι υψηλότερες αμυντικές δαπάνες αναμένεται να επιβαρύνουν το χρέος, αν και η προσωρινή ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και η ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση θα μετριάσουν εν μέρει την αντίδραση των αγορών, ιδίως για τις χώρες με αυξημένες προκλήσεις δημοσιονομικής βιωσιμότητας».
Ακόμη, υπάρχει και η φράση γεμάτη νόημα όπου αναφέρεται πως «η έλλειψη δημοσιονομικού χώρου ή/και το υψηλό δημόσιο χρέος συνεπάγονται μεγαλύτερη δυσκολία στη χρηματοδότηση μιας αύξησης των αμυντικών δαπανών, η οποία στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να προέλθει κυρίως από την αύξηση των φόρων, μειώνοντας το θετικό αντίκτυπο της αμυντικής δαπάνης στην οικονομία», στην οποία αποτυπώνεται η έντονη ανησυχία σε σχέση με τα μελλούμενα.
Τα swap και η απορρόφηση των πόρων
Οι κίνδυνοι
Οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκτιμάται ότι παραμένουν οριοθετημένοι μεσοπρόθεσμα, υπό την προϋπόθεση της διαφύλαξης της δημοσιονομικής αξιοπιστίας και της αποτελεσματικής απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στους ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής των υποχρεώσεων προς τον επίσημο τομέα, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του συνολικού χρέους, σε συνδυασμό με την έγκαιρη σύναψη συμβάσεων ανταλλαγής επιτοκίων (swap), οι οποίες έχουν “κλειδώσει” τα ιστορικώς χαμηλά επιτόκια των προηγούμενων ετών.
Ωστόσο, τα υφιστάμενα θετικά χαρακτηριστικά του συσσωρευμένου δημόσιου χρέους δεν είναι μόνιμα. Παρέχουν μόνο ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας προκειμένου το δημόσιο χρέος να παραμείνει βιώσιμο κατά την επερχόμενη σταδιακή λήξη και αντικατάσταση των ευνοϊκών δανείων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής με νέο δανεισμό σε όρους αγοράς.
Το δημόσιο χρέος μειώθηκε αισθητά κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από 163,9% του ΑΕΠ το 2023 σε 153,6% του ΑΕΠ το 2024
Η πορεία
Πάντως, η ΤτΕ αναγνωρίζει πως η πορεία του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα ως προς το ΑΕΠ είναι πτωτική. Παράλληλα, το δημόσιο χρέος μειώθηκε αισθητά κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, από 163,9% του ΑΕΠ το 2023 σε 153,6% του ΑΕΠ το 2024 – το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Η αποκλιμάκωση αυτή οφείλεται τόσο στην αύξηση του ΑΕΠ όσο και στη μείωση του χρέους σε ονομαστικούς όρους κατά 4,2 δισ. ευρώ. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα πέτυχε τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και το τέταρτο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ είναι μία από τις έξι μόλις χώρες που κατέγραψαν πλεονασματικό συνολικό προϋπολογισμό.
Σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΤτΕ, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το πρωτογενές πλεόνασμα το 2025 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 3,2% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 145,4% του ΑΕΠ. Σε συνδυασμό με την επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, η συνεχιζόμενη βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας αναμένεται να διατηρήσει την έντονα μειωτική επίδραση του ονομαστικού ΑΕΠ στο λόγο δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ και τα επόμενα έτη, παρά την εκτιμώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Μεσοπρόθεσμα, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί γρηγορότερα έναντι του αρχικού σχεδιασμού στην Ετήσια Έκθεση Προόδου Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού-Διαρθρωτικού Σχεδίου (ΜΔΣ) 2025-2028, εφόσον ληφθεί υπόψη η πρόσφατη ανακοίνωση για πρόωρη αποπληρωμή του υπολειπόμενου ποσού των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής (GLF), ύψους 31,6 δισ. ευρώ, μέχρι το 2031, δέκα έτη νωρίτερα από την προβλεπόμενη λήξη τους. Ο εν λόγω σχεδιασμός εκπέμπει ένα ακόμη θετικό μήνυμα σε μια δύσκολη συγκυρία και αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.