Επιπλέον δημοσιονομική εξοικονόμηση της τάξης των 500 εκατ. Ευρώ αναμένεται να έχει η Ελλάδα για το 2026, καθότι θα εφαρμοστεί η ρήτρα διαφυγής. Μάλιστα, αν και το έτος βάσης για τις υπόλοιπες χώρες θα είναι το 2021, για την Ελλάδα θα καταστεί το 2024.
Ως εκ τούτου για το 2026 έχει προβλεφθεί αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών της τάξης του 0,5 δισ. ευρώ, η οποία αναμένεται να εξαιρεθεί από τους δημοσιονομικούς στόχους. Ωστόσο, η εφαρμογή του ευρωπαϊκού αυτού μέτρου θα έχει και επιπτώσεις για τη χώρα μας, καθότι αναμένεται να επηρεάσει το έλλειμμα και το χρέος. Σύμφωνα με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε ετήσιες δημοσιονομικές παρεμβάσεις ύψους 0,2% του ΑΕΠ (500 εκατ. ευρώ) για τέσσερα έτη, ή εναλλακτικά, 0,1% για επτά έτη, εφόσον επιλεγεί μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας στο επόμενο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Η «Λευκή Βίβλος»
Σύμφωνα τη «Λευκή Βίβλο» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέσω της ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής, κάθε χώρα έχει τη δυνατότητα απόκλισης από τα συμφωνηθέντα όρια αύξησης δαπανών, ίση με την αύξηση των αμυντικών δαπανών σε σχέση το 2021. Η περίοδος ισχύος είναι τέσσερα χρόνια, ενώ δεν αποκλείεται να υπάρξει χρονική επέκταση.
Η αύξηση των αμυντικών δαπανών θα υπολογίζεται σε σχέση με τα επίπεδα που ήταν αυτές το 2021 (για την Ελλάδα το έτος βάσης θα είναι το 2024) και αύξηση αυτών σε ποσοστό έως 1,5% του ΑΕΠ ανά έτος. Τελικά, δε θα αφορά μόνο το σκέλος των επενδύσεων για αμυντικό εξοπλισμό αλλά και τα λειτουργικά τους έξοδα όπως η μισθοδοσία στρατιωτικού προσωπικού.
Η αντίδραση Πιερρακάκη
Μετά την απόφαση του Ecofin, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης έκανε λόγο για «μια στρατηγική νίκη για την Ελλάδα», προσθέτοντας ότι η ότι «η χώρα μας ήταν ένα από τα κράτη- μέλη που πήραν την πρωτοβουλία για την εξαίρεση μέρους των αμυντικών δαπανών από τους δημοσιονομικούς κανόνες. Ήμασταν από τους πρώτους που υποβάλαμε το σχετικό αίτημα και πλέον έχουμε στη διάθεσή μας επιπλέον 500 εκατ. ευρώ για να ενισχύσουμε την άμυνα το 2026 και να στηρίξουμε τους Έλληνες πολίτες, αφού έτσι ανοίγει δημοσιονομικός χώρος».
Η ισχύς μέχρι το 2028
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η ρήτρα διαφυγής θα ισχύσει από το 2025 έως το 2028, με δυνατότητα παράτασης για ένα ακόμη έτος, και θα συνοδεύεται από ετήσιο έλεγχο εφαρμογής.
Επίσης για τη χώρα μας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η επίπτωση από την αξιοποίηση της ρήτρας διαφυγής θα είναι 1,2% του ΑΕΠ στο έλλειμμα και 1,8% του ΑΕΠ στο δημόσιο χρέος έως το 2028. Σύμφωνα δε με τις συστάσεις της Κομισιόν, η Ελλάδα θα πρέπει να προχωρήσει σε ετήσιες δημοσιονομικές παρεμβάσεις ύψους 0,2% του ΑΕΠ (500 εκατ. ευρώ) για τέσσερα έτη, ή εναλλακτικά, 0,1% για επτά έτη, εφόσον επιλεγεί μεγαλύτερος χρονικός ορίζοντας στο επόμενο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα.
Το «καμπανάκι» από την ΤτΕ
Μόνο τυχαίο δεν το γεγονός ότι η Τράπεζα της Ελλάδος προειδοποίησε πως μπορεί η ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής να παρέχει πολύτιμο χώρο για την κάλυψη αμυντικών αναγκών, αλλά ταυτόχρονα αυξάνει τον κίνδυνο για υψηλότερα ελλείμματα και χρέος στο μέλλον.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την οποία επικαλείται και στην πρόσφατη έκθεση της η ΤτΕ, στις χώρες για τις οποίες εγκρίθηκε η προσωρινή απόκλιση από τα συμφωνημένα όρια δαπανών, θα οδηγήσει σε αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους κατά 1,3 και 2,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ αντίστοιχα κατά μέσο όρο το 2028, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη αύξηση των αμυντικών δαπανών (κατά 1,5% του ΑΕΠ) υλοποιηθεί σταδιακά την περίοδο 2025- 28.
Ως εκ τούτου, η υψηλότερη δαπάνη την περίοδο 2025-28 θα μπορούσε να συνεπάγεται πρόσθετη δημοσιονομική προσπάθεια ύψους 0,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ κατά μέσο όρο στο δεύτερο κύκλο των Μεσοπρόθεσμων Δημοσιονομικών-Διαρθρωτικών Σχεδίων (ΜΔΣ) που ξεκινά το 2029, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα κριτήρια της βιωσιμότητας χρέους και το όριο του ελλείμματος.
«Η οικονομική πολιτική θα πρέπει να μείνει προσηλωμένη στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας και στη διατηρήσιμη μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. Ούτε λίγο ούτε πολύ η έκθεση της ΤτΕ αφήνει να εννοηθεί ότι εάν δεν υπάρξουν συγκεκριμένες πολιτικές προς αυτήν την κατεύθυνση, αυτή η βιωσιμότητα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένη.