Το 2015, ο Τζέιμς Λιτίνσκι έβαλε στοίχημα 100 εκατομμυρίων δολαρίων στο προβληματικό χρέος μιας εταιρείας φυσικών πόρων που κινδύνευε.
Το στοίχημά του έχει πλέον αποδώσει θεαματικά, αφού η κυβέρνηση Τραμπ ώθησε τον όμιλο στο επίκεντρο της αμερικανικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της κυριαρχίας της Κίνας σε κρίσιμα ορυκτά.
Οι μετοχές της MP Materials του Λιτίνσκι σημείωσαν άνοδο 48% την περασμένη εβδομάδα, αφού το Πεντάγωνο συμφώνησε να αποκτήσει μερίδιο 400 εκατομμυρίων δολαρίων, 15%, στην MP Materials και να αγοράσει την παραγωγή της για 10 χρόνια στη διπλάσια τρέχουσα τιμή αγοράς. Η άνοδος αυτή έδωσε στον Λιτίνσκι ώθηση 200 εκατομμυρίων δολαρίων στην προσωπική του περιουσία και έφερε τη μετοχή του ομίλου σε υψηλό τριών ετών.
Η ασυνήθιστη ρύθμιση σηματοδοτεί τη δέσμευση της κυβέρνησης Τραμπ για την αποκατάσταση των εγχώριων αλυσίδων εφοδιασμού για 17 κρίσιμα στοιχεία για τις τεχνολογίες άμυνας και εθνικής ασφάλειας, αλλά και μια νέα προσέγγιση για να φέρει επιχειρηματική ευαισθησία στο έργο της υπεράσπισης των συμφερόντων των ΗΠΑ.
«Αυτό φαίνεται να είναι κάτι μοναδικό», δήλωσε στους Financial Times ο Μπιλ Γκρίνγουολτ, πρώην υφυπουργός Άμυνας για τη βιομηχανική πολιτική στην κυβέρνηση Τζορτζ Μπους. «Συνήθως, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αντιδρά άμεσα σε οποιαδήποτε επένδυση στον ιδιωτικό τομέα».
Τα στοιχεία σπάνιων γαιών είναι κρίσιμα για την κατασκευή ισχυρών μαγνητών που χρησιμοποιούνται σε πληθώρα πολιτικών, αλλά και στρατιωτικών τεχνολογικών εφαρμογών.
Η Κίνα αντιπροσωπεύει το 70% της παγκόσμιας παραγωγής και το 85% της παγκόσμιας επεξεργασίας οξειδίων σπάνιων γαιών, σύμφωνα με την Benchmark Minerals. Και το Πεκίνο έχει επανειλημμένα διακόψει τις προμήθειες σπάνιων γαιών σε περιόδους διπλωματικής έντασης με τις χώρες καταναλωτές, πιο πρόσφατα τον Απρίλιο. Τόσο η παρούσα, όσο και η προηγούμενη αμερικανική κυβέρνηση έχουν θέσει την συσσώρευση σπάνιων γαιών ως στρατηγική προτεραιότητα.

Στοίχημα στη προβληματική Molycorp και στο ορυχείο Mountain Pass
Ο Λιτίνσκι μεγάλωσε στη Φλόριντα. Μετά την αποφοίτησή του από το Γέιλ, εργάστηκε στην Allen & Co και την Fortress Investment Group πριν ξεκινήσει το hedge fund του, JHL Capital Group, με έδρα το Σικάγο, το 2006.
Η πτώση των τιμών της ενέργειας το 2014 έστειλε τον Λιτίνσκι προς άγρα ευκαιριών, κάτι που τον οδήγησε στον όμιλο φυσικών πόρων Molycorp και στο Mountain Pass, το ορυχείο του στο ανατολικό άκρο της ερήμου της Νότιας Καλιφόρνιας.
Το Mountain Pass ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός σπάνιων γαιών στον κόσμο στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Αλλά ο έντονος ανταγωνισμός από την Κίνα μείωσε τις τιμές τόσο πολύ που κατέστη οικονομικά μη βιώσιμος. Το Mountain Pass σταμάτησε την παραγωγή το 2002. Αφού άλλαξε χέρια, η Molycorp εισήχθη στο χρηματιστήριο με δημόσια εγγραφή το 2010, αλλά υπέβαλε αίτηση πτώχευσης πέντε χρόνια αργότερα.
Ο Λιτίνσκι είχε επενδύσει 100 εκατομμύρια δολάρια στο χρέος της Molycorp. Η υπαγωγή της στο Κεφάλαιο 11 του πτωχευτικού κώδικα ξεκίνησε μια αμφιλεγόμενη διαδικασία πτώχευσης, με τους πιστωτές να προσπαθούν να υποβάλουν το ορυχείο σε εξυγίανσηη.
Ο Λιτίνσκι είπε ότι προέβλεψε ότι η άνοδος της Tesla και ο αυξανόμενος αριθμός ηλεκτρικών οχημάτων στο δρόμο έκαναν την εξόρυξη σπάνιων γαιών ένα σοφό στοίχημα και τελικά κέρδισε τον έλεγχο του ορυχείου. Η MP Materials ιδρύθηκε το 2017 για να αποκτήσει το ορυχείο και να επανεκκινήσει τις λειτουργίες.
Η MP Materials εισήχθη στο χρηματιστήριο στα τέλη του 2020, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας Spac με την Fortress Value Acquisition Corporation, η οποία συγκέντρωσε 545 εκατομμύρια δολάρια. Μια επιχορήγηση 45 εκατομμυρίων δολαρίων από το Πεντάγωνο βοήθησε στην επανεκκίνηση του ορυχείου, πέραν των ιδιωτικών κεφαλαίων άνω του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων.
Η τιμή της μετοχής της εταιρείας έχασε περισσότερο από το 70% της αξίας της από το 2021 έως το 2024, καθώς η Κίνα αύξησε την προσφορά στην αγορά και οι τιμές των εμπορευμάτων έπεσαν κατακόρυφα.

Παρασκήνιο στην Ουάσινγκτον
Αλλά στο παρασκήνιο, ο Λιτίνσκι στράφηκε στην Ουάσινγκτον. Μετά την εισαγωγή της στο χρηματιστήριο, η εταιρεία άρχισε να ξοδεύει για πολιτική επιρροή, εκταμιεύοντας 750.000 δολάρια το 2024.
Η MP Materials «εργάζεται πάνω σε αυτό εδώ και χρόνια στο παρασκήνιο», δήλωσε στους FT ο Ντρου Χορν, διευθύνων σύμβουλος της GreenMet Advisory. «Αυτό είναι το αποκορύφωμα ιδεών και σχεδιασμού που χρονολογούνται πριν από την προεκλογική εκστρατεία Τραμπ».
Η εταιρεία κλονίστηκε τον Απρίλιο από τους δασμούς αντιποίνων 125% της Κίνας σε αμερικανικά προϊόντα, οι οποίοι την εμπόδισαν να στείλει τα μεταλλεύματά της εκεί.
Η συμφωνία με την MP Materials δεν θα λύσει το πρόβλημα σπάνιων γαιών στις ΗΠΑ. Η γεωλογία του ορυχείου σημαίνει ότι η κύρια παραγωγή της είναι ελαφριές σπάνιες γαίες και λιγότερο βαριές σπάνιες γαίες που είναι απαραίτητες για μόνιμους μαγνήτες.
Παρά τα μειονεκτήματα, πολλοί λένε ότι η συμφωνία έχει ήδη μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι αμερικανικές εταιρείες εξόρυξης σκέφτονται να συνεργαστούν με την κυβέρνηση.
Η επένδυση του Πενταγώνου στέλνει ένα αρκετά ισχυρό μήνυμα ότι η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να πάρει μέτρα για βιομηχανίες και υλικά κρίσιμα για την εθνική ασφάλεια και άμυνα.