Από τις αρχές του έτους, οι απρόβλεπτες ανακοινώσεις δασμών του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ έχουν προκαλέσει αναστάτωση σε επιχειρήσεις κάθε μεγέθους στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής του Τραμπ, κυρίως λόγω του εμπορικού της πλεονάσματος στα αγαθά, το οποίο ανέρχεται σε 198 δισ. ευρώ έναντι των ΗΠΑ. Ο ίδιος υποστηρίζει πως οι δασμοί είναι αναγκαίοι για να διαμορφωθεί μια πιο ισορροπημένη εμπορική σχέση, ενώ οι αξιωματούχοι της ΕΕ επισημαίνουν ότι το ισοζύγιο είναι πιο σύνθετο, εάν συνυπολογιστούν οι υπηρεσίες και οι επενδύσεις. Παράλληλα, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να αυξήσει τις αγορές πετρελαίου και φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ, με στόχο τη μείωση του ελλείμματος.
Το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, ο Τραμπ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να επιβάλει ενιαίο δασμό 30% στις εισαγωγές από την ΕΕ από την 1η Αυγούστου, καθώς οι διαπραγματεύσεις της τελευταίας στιγμής δεν οδήγησαν σε συμφωνία. Η αβεβαιότητα για το αν θα υπάρξει τελικά συμφωνία μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, αλλά και για το περιεχόμενό της, παραμένει έντονη.
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη επιβάλει βασικό δασμό 10% στις εισαγωγές από την ΕΕ, με υψηλότερους συντελεστές για τα αυτοκίνητα και τα μέταλλα. Το γεγονός ότι η εμπορική συμφωνία του Ηνωμένου Βασιλείου με τις ΗΠΑ διατήρησε τον βασικό δασμό στο 10%, με ορισμένες εξαιρέσεις ανά κλάδο, οδηγεί αρκετούς να θεωρούν πως αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει το καλύτερο σενάριο και για την Ευρώπη. Σύμφωνα με δημοσίευμα των «Financial Times», ο Τραμπ φέρεται να υιοθετεί πλέον πιο σκληρή στάση στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, πιέζοντας για ελάχιστους δασμούς 15-20%.
Πώς αντέδρασαν ευρωπαϊκές επιχειρήσεις
Το εμπόριο τροφίμων και ποτών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αγγίζει τα 30 δισ. ευρώ, με τον σύνδεσμο «FoodDrinkEurope» να προειδοποιεί ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση στους δασμούς — που συνήθως επιβαρύνουν τον εισαγωγέα — θα πλήξει τους Ευρωπαίους παραγωγούς και αγρότες, ενώ θα περιορίσει τις επιλογές και θα αυξήσει το κόστος για τους Αμερικανούς καταναλωτές.
Ακόμη και ο δασμός 10% που επιβλήθηκε τον Απρίλιο έχει ήδη επιβαρύνει τις επιχειρήσεις, όπως αναφέρει η Τζουν Ο’Κόνελ της «Skellig Six18», με το τελικό κόστος για τον καταναλωτή να είναι σημαντικά υψηλότερο, καθώς προστίθενται επιπλέον επιβαρύνσεις σε κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας. Όπως σημειώνε μιλώντας στο CNBC, «σε επίπεδο τιμολόγησης, ένας δασμός 30% θα ήταν απαγορευτικός. Η όλη κατάσταση περιορίζει σημαντικά τις φιλοδοξίες μας στην αμερικανική αγορά».
Η «Skellig Six18» της Ο’Κόνελ παράγει τζιν και ουίσκι, με την αμερικανική αγορά να αποτελεί φυσικό στόχο λόγω της εξοικείωσης των Αμερικανών με τα ιρλανδικά ποτά και της ζήτησης για premium προϊόντα. Οι διαπραγματεύσεις με διανομείς και λιανοπωλητές διήρκεσαν πάνω από έναν χρόνο, με τα πρώτα προϊόντα να φεύγουν από το Κέρι τον Νοέμβριο του 2023 για λανσάρισμα στις ΗΠΑ στις αρχές του 2024.
Όταν έγινε σαφές προς τα πού οδεύουν τα πράγματα, αρκετοί προσπάθησαν να στείλουν όσο το δυνατόν περισσότερα προϊόντα στις ΗΠΑ πριν τεθούν σε ισχύ οι δασμοί. Όπως εξηγεί η Ο’Κόνελ, «κάναμε και εμείς κάτι αντίστοιχο, αλλά πλέον οι αποθήκες έχουν γεμίσει, οι εισαγωγείς ζητούν να μην στέλνουμε άλλα προϊόντα και μόνο οι μεγάλοι πελάτες έχουν προτεραιότητα».
Για τον Φρανκ Σουάζν, πρόεδρο της γαλλικής αποσταγματοποιίας «Combier», ο δασμός 10% ήταν διαχειρίσιμος. Η «Combier», που ιδρύθηκε το 1834 και είναι γνωστή για το λικέρ triple sec, εξάγει περίπου το 25% των πωλήσεών της στις ΗΠΑ.
Ο Σουάζν επισημαίνει ότι ο δασμός 10% προστίθεται στην επιβάρυνση από τη συναλλαγματική ισοτιμία, καθώς το ασθενέστερο δολάριο καθιστά ακριβότερες τις εισαγωγές στην αμερικανική αγορά, μειώνοντας περαιτέρω τη ζήτηση. Ένας δασμός 30%, σε συνδυασμό με τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις, θα οδηγούσε σε συνολική επιβάρυνση 45-50% στις τελικές τιμές, κάτι που θα μπορούσε να μειώσει στο μισό τις πωλήσεις της εταιρείας στις ΗΠΑ.
Στην Λομβαρδία, η οικογενειακή επιχείρηση «Zanetti» παράγει πάνω από μισό εκατομμύριο κεφάλια Grana Padano ετησίως, εξάγοντας το 70% της παραγωγής της, με τις ΗΠΑ να αντιπροσωπεύουν το 15% του συνολικού τζίρου.
Η Βρετανία ως λύση;
Για ορισμένες επιχειρήσεις, η αντιμετώπιση των δασμών σημαίνει αναζήτηση νέων επιλογών στην εφοδιαστική αλυσίδα, αναφέρει το CNBC. Ο Άλεξ Άλτμαν της «Lubbock Fine» και αντιπρόεδρος του Βρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Γερμανία, αναφέρει ότι ορισμένοι Ευρωπαίοι κατασκευαστές εξετάζουν το ενδεχόμενο μεταφοράς της τελικής συναρμολόγησης στο Ηνωμένο Βασίλειο, ώστε να επωφεληθούν από τη συμφωνία του 10%. Ωστόσο, αυτό απαιτεί προσεκτική διαχείριση των κανόνων καταγωγής που καθορίζουν τη φορολογική προέλευση ενός προϊόντος.
Συνολικά, η αβεβαιότητα γύρω από τους δασμούς και τις διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-ΕΕ έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον όπου οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμοστούν γρήγορα, συχνά με σημαντικό κόστος, ενώ οι καταναλωτές στις ΗΠΑ βλέπουν ήδη αυξήσεις τιμών σε βασικά προϊόντα. Οι δασμοί, όπως έχει διαπιστωθεί, μετακυλίονται τελικά στον τελικό καταναλωτή, με τις εταιρείες να δηλώνουν ότι δεν μπορούν να απορροφήσουν το επιπλέον κόστος, γεγονός που οδηγεί σε ανατιμήσεις σε τρόφιμα, ρούχα, παιχνίδια και αυτοκίνητα.