Ο Ντιμίταρ Ράντεφ, που από το επόμενο έτος θα συμμετέχει στη διαμόρφωση των επιτοκίων της ευρωζώνης, έχει βρεθεί στο επίκεντρο σημαντικών πολιτικών εξελίξεων. Ο 69χρονος επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Βουλγαρίας υπήρξε στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών τη δεκαετία του ’80, όταν η κομμουνιστική κυβέρνηση αποφάσισε αιφνιδιαστικά το κλείσιμό του.
Έζησε την πτώση του καθεστώτος και την επαναλειτουργία του υπουργείου, ενώ στη συνέχεια συνέβαλε στην έξοδο της χώρας από περίοδο υπερπληθωρισμού και στην πορεία ένταξης της Βουλγαρίας ως 21ου μέλους της ευρωζώνης.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, ο ίδιος θεωρεί ότι η εμπειρία του από τα προβλήματα μιας κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας θα αποδειχθεί χρήσιμη, καθώς οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στη Φρανκφούρτη καλούνται να διαχειριστούν τις συνέπειες της ανόδου παρεμβατικών κυβερνήσεων.
Όπως σημειώνει, «έχω άμεση εμπειρία από τον τρόπο που ασκούνταν η δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στο πλαίσιο του κεντρικού σχεδιασμού. Πιο συγκεκριμένα, γνωρίζω πώς δεν πρέπει να ασκούνται αυτές οι πολιτικές. Αυτή η εμπειρία έχει διαχρονική αξία – κυρίως ως σημείο αναφοράς για το τι πρέπει να αποφεύγεται».
Τι θεωρεί καλύτερο για την ΕΚΤ
Για τον ίδιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα οφείλει πλέον να παρακολουθεί πιο στενά τις πολιτικές εξελίξεις σε σχέση με το παρελθόν. Τα πρόσφατα γεγονότα αναδεικνύουν τους κινδύνους που προκύπτουν πέρα από τους δασμούς, με τη Γαλλία να προσπαθεί να αποκαταστήσει τα δημόσια οικονομικά της υπό πολιτική πίεση και τον Ντόναλντ Τραμπ να ασκεί δημόσια κριτική στον πρόεδρο της Federal Reserve, Τζερόμ Πάουελ.
Όπως λέει ο Ράντεφ, «η πολιτική συχνά θεωρείται πηγή σταθερότητας. Στην πραγματικότητα, ολοένα και περισσότερο αποτελεί πηγή μεταβλητότητας, αβεβαιότητας και συστημικού κινδύνου. Αυτό είναι κάτι που οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να ενσωματώνουν στις αξιολογήσεις τους. Οι πολιτικές εξελίξεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, αποτελούν πλέον μέρος του περιβάλλοντος κινδύνου στο οποίο λειτουργούμε».
Η πορεία τους Βουλγαρίας
Η Βουλγαρία, που έχει περάσει επτά εκλογικές αναμετρήσεις σε τέσσερα χρόνια, βλέπει την ένταξη στην ευρωζώνη ως επιστέγασμα των προσπαθειών της για μια πιο ανθεκτική οικονομία. Μετά την αποκλιμάκωση του υπερπληθωρισμού τη δεκαετία του ’90, η χώρα συνέδεσε το λέβα αρχικά με το γερμανικό μάρκο και στη συνέχεια με το ευρώ, παραχωρώντας ουσιαστικά τον έλεγχο της νομισματικής της πολιτικής. Η προσδοκία είναι ότι η υιοθέτηση του κοινού νομίσματος θα ενισχύσει το εμπόριο και τις επενδύσεις.
Η ένταξη, ωστόσο, προϋπέθετε και εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού τομέα, όπου οι αδιαφανείς σχέσεις μεταξύ πολιτικών και επιχειρήσεων είχαν οδηγήσει σε τραπεζική κρίση πριν από περίπου δέκα χρόνια. Ο Ράντεφ ανέλαβε την κεντρική τράπεζα το 2015, μετά την κατάρρευση της τέταρτης μεγαλύτερης τράπεζας της χώρας. Επί των ημερών του, οι τράπεζες υποβλήθηκαν σε ένα εγχώριο και ένα ευρωπαϊκό stress test, με τα αποτελέσματα να δείχνουν ότι ορισμένα προβλήματα παρέμεναν. Αντιμέτωπη με δυσπιστία από τα υπάρχοντα μέλη της ευρωζώνης, η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να ενταχθεί στην τραπεζική ένωση της ευρωζώνης παράλληλα με τον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών ERM-2 – διαδικασία που πλέον ακολουθούν όλες οι υποψήφιες χώρες.
Ο πληθωρισμός αποτέλεσε επίσης πρόκληση μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με τις τιμές να αυξάνονται ταχύτερα σε σχέση με την υπόλοιπη περιοχή. Έκτοτε, ο πληθωρισμός έχει ευθυγραμμιστεί περισσότερο με αυτόν της ευρωζώνης, ανοίγοντας τον δρόμο για την ένταξη, αν και πρόσφατα παρατηρείται μια μικρή επιτάχυνση.
Η πολιτική της ΕΚΤ
Οι προοπτικές για τον πληθωρισμό στο σύνολο της ευρωζώνης παραμένει αβέβαιη, με τον κίνδυνο τόσο υποχώρησης όσο και υπέρβασης του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για 2%. Ενόψει της αβεβαιότητας ως προς τις εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ, οι αξιωματούχοι αναμένεται να διατηρήσουν αμετάβλητο το κόστος δανεισμού στην επόμενη συνεδρίαση, μετά από οκτώ μειώσεις από τον Ιούνιο του 2024.
Όπως σημειώνει ο Ράντεφ, το επιτόκιο καταθέσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο 2% βρίσκεται «εντός ή πολύ κοντά στο εύρος που συνήθως θεωρείται ουδέτερο», δηλαδή δεν ενισχύει ούτε περιορίζει την οικονομική δραστηριότητα.
«Οποιαδήποτε περαιτέρω προσαρμογή – με κάποιο περιθώριο για σταδιακή αναπροσαρμογή, εφόσον χρειαστεί – θα είναι προσεκτική και θα βασίζεται στα διαθέσιμα στοιχεία. Δεν αναμένω απότομες μεταβολές. Το ζητούμενο είναι η προσεκτική προσαρμογή της πολιτικής, λαμβάνοντας υπόψη το διεθνές περιβάλλον και την ισορροπία των κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με το εμπόριο και τις γεωπολιτικές εξελίξεις».
Σε ερώτηση για το αν αισθάνεται πιο κοντά στους «σκληρούς» ή τους «ήπιους» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Ράντεφ απαντά πως «ποτέ δεν έχω απαντήσει ευθέως σε αυτό το ερώτημα και δεν θα το κάνω ούτε τώρα». Όπως εξηγεί, «η θέση μου παραμένει σταθερή εδώ και χρόνια και βασίζεται στη μακρόχρονη εμπειρία μου στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Αυτή η οπτική οδηγεί αναπόφευκτα σε μια συντηρητική προσέγγιση – αυστηρά προσανατολισμένη στην τήρηση της εντολής της κεντρικής τράπεζας».
Πριν επιστρέψει στη Βουλγαρία για να αναλάβει την κεντρική τράπεζα το 2015, ο Ράντεφ εργάστηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το οποίο σήμερα διευθύνει η συμπατριώτισσά του Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα. Εκεί, ηγήθηκε αποστολών για τη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών σε περισσότερες από είκοσι χώρες, από την Αφρική έως την Κεντρική Ασία.