Οι τιμές του βόειου κρέατος καταγράφουν ιστορικά υψηλά τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τις δύο αγορές να αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή κρίση. Στην ΕΕ, οι τιμές για τα σφάγια εκλεκτής ποιότητας κυμαίνονται πλέον μεταξύ 6,5 και 7 ευρώ ανά κιλό, υψηλότερα κατά περίπου ένα τρίτο σε σχέση με πέρυσι, ενώ στις ΗΠΑ η μέση λιανική τιμή έχει ξεπεράσει τα 9,26 δολάρια ανά λίβρα.
Η άνοδος αυτή δεν οφείλεται σε προσωρινές ελλείψεις, αλλά σε μια σειρά διαρθρωτικών παραγόντων, όπως η μείωση των κοπαδιών, οι κλιματικές πιέσεις και η συγκέντρωση της αγοράς σε λίγες μεγάλες εταιρείες, με μια πιθανή αποκλιμάκωση των τιμών να μοιάζει μακρινή.
Ευρώπη
Στον πυρήνα του προβλήματος στην Ευρώπη βρίσκεται η σταθερή μείωση του ζωικού κεφαλαίου στην ήπειρο. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, η παραγωγή βόειου κρέατος στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποχώρησε κατά 3% το πρώτο τρίμηνο του 2025, ενώ οι προβλέψεις για το σύνολο του έτους κάνουν λόγο για περαιτέρω μείωση της τάξης του 1-1,5%.
Η βασική αιτία αυτής της εξέλιξης είναι η συρρίκνωση της κερδοφορίας για τους κτηνοτρόφους, πολλοί εκ των οποίων βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία και δεν έχουν διαδόχους που θα αναλάβουν την επιχείρησή τους. Παράλληλα, οι φιλόδοξοι περιβαλλοντικοί στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αυτοί που απορρέουν από την Πράσινη Συμφωνία, οδηγούν σε αυστηρότερες ρυθμίσεις. Ενδεικτικά, ο νέος Κανονισμός για την Αποψίλωση (EUDR) απαιτεί από τους παραγωγούς να παρέχουν γεωχωρικά δεδομένα, προκειμένου να αποδεικνύουν ότι τα προϊόντα τους δεν συνδέονται με καταστροφή δασών, γεγονός που συνεπάγεται αυξημένη γραφειοκρατία και επιπλέον κόστος.
Επιπρόσθετα, η εμφάνιση ζωονόσων, όπως ο καταρροϊκός πυρετός σε βασικές παραγωγικές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία, επιβαρύνει περαιτέρω την παραγωγή. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά με διαρθρωτικά περιορισμένη προσφορά, η οποία δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Αν και η κατανάλωση βόειου κρέατος ανά κάτοικο στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζει ελαφρά πτωτική τάση, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών και των περιβαλλοντικών ανησυχιών, η συνολική ζήτηση παραμένει αρκετά ισχυρή ώστε να διατηρεί τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.
Η κατάσταση αυτή επιβαρύνει τους καταναλωτές στην Ευρώπη και ταυτόχρονα διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα της Ένωσης στη διεθνή αγορά. Η ετήσια έκθεση «Agricultural Outlook», η οποία δημοσιεύεται από κοινού από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), προβλέπει ότι το μερίδιο της ΕΕ στις παγκόσμιες εξαγωγές κρέατος θα συρρικνωθεί, πέφτοντας από περίπου 19% που ήταν το 2021 σε μόλις 13% έως το 2034.
Παράλληλα, προβλέπεται και μια ελαφρά μείωση στην κατανάλωση βόειου κρέατος εντός της ΕΕ, από 9,8 κιλά ανά κάτοικο το 2024 σε 9,2 κιλά το 2035, λόγω των υψηλών τιμών και της στροφής των καταναλωτών σε εναλλακτικές επιλογές.
ΗΠΑ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η αγορά αντιμετωπίζει τη δική της κρίση εφοδιασμού, με στελέχη του κλάδου να κάνουν λόγο για «τις πιο δύσκολες συνθήκες των τελευταίων δεκαετιών». Ο αριθμός των βοοειδών έχει υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 74 ετών.
Η παρατεταμένη ξηρασία στις πεδιάδες περιόρισε τα διαθέσιμα βοσκοτόπια, αναγκάζοντας τους κτηνοτρόφους είτε να μειώσουν τα κοπάδια είτε να στραφούν σε ακριβότερες ζωοτροφές. Σε συνδυασμό με τη σταθερή καταναλωτική ζήτηση, οι τιμές του κιμά ξεπέρασαν για πρώτη φορά τα 6 δολάρια ανά λίβρα, ενώ οι τιμές της μπριζόλας σημείωσαν ετήσια αύξηση άνω του 12%.
Παρά την άνοδο των τιμών, οι κτηνοτρόφοι δεν επωφελούνται ουσιαστικά. Στις ΗΠΑ, περίπου 17.000 κτηνοτρόφοι εγκαταλείπουν το επάγγελμα κάθε χρόνο από το 1980, καθώς τα περιθώρια κέρδους παραμένουν περιορισμένα. Η αιτία εντοπίζεται στη συγκέντρωση της αγοράς επεξεργασίας κρέατος, όπου τέσσερις μεγάλες εταιρείες – JBS, Tyson Foods, Cargill και National Beef Packing – ελέγχουν το 85% της αγοράς. Αυτή η συγκέντρωση τους επιτρέπει να διαμορφώνουν τις τιμές αγοράς από τους παραγωγούς, διατηρώντας υψηλά κέρδη για τις ίδιες και πιέζοντας τους κτηνοτρόφους με αυξημένο κόστος παραγωγής. Ενώ οι καταναλωτές πληρώνουν υψηλότερες τιμές, οι μικροί παραγωγοί λιγοστεύουν.
Η Walmart δημιούργησε δική της μονάδα επεξεργασίας κρέατος, παρακάμπτοντας τους μεσάζοντες και μειώνοντας το κόστος. Την ίδια ώρα ενισχύονται πρωτοβουλίες όπως τα τοπικά σφαγεία συνεταιρισμών και η απευθείας πώληση από τον παραγωγό στον καταναλωτή, που προωθούν μεγαλύτερη διαφάνεια και δικαιότερη τιμολόγηση.
Η ανασύσταση των κοπαδιών απαιτεί 18 έως 24 μήνες υπό ιδανικές συνθήκες, ωστόσο οι κτηνοτρόφοι εμφανίζονται επιφυλακτικοί ως προς τις επενδύσεις, λόγω της οικονομικής αβεβαιότητας και των ρυθμιστικών πιέσεων.
Παράγοντες όπως οι νέοι δασμοί των ΗΠΑ στο βραζιλιάνικο βόειο κρέας και οι πιθανές αλλαγές από τη συμφωνία ΕΕ-Mercosur προσθέτουν επιπλέον αβεβαιότητα.