Σημαντικούς κινδύνους στην πορεία της ελληνικής οικονομίας «βλέπει» το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο στις εαρινές προβλέψεις του, τις οποίες δημοσίευσε χθες.
Με βάση τα όσα αναφέρονται στη σχετική έκθεση, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης που μεταφράζονται σε εξάρτηση από εξωτερικό δανεισμό και μεταβιβαστικές πληρωμές. Κι αυτό προφανώς αποτελεί ένα τριπλό πρόβλημα, το οποίο δεν έχει επιλυθεί και δημιουργεί αρνητικές συνθήκες σε σχέση με το ελληνικό ΑΕΠ
Όπως εξηγείται, παρά τη σημαντική πρόοδο και τη σταθερή αναπτυξιακή πορεία των τελευταίων ετών, η επαναφορά του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, αντικατοπτρίζοντας τα ευρύτερα διαρθρωτικά προβλήματα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία μετά τη δεκαετή περίοδο ύφεσης και προσαρμογής.

Το «αγκάθι» της παραγωγικότητας
Το παραπάνω πρόβλημα επιβεβαιώνεται και από στοιχεία για την παραγωγικότητα εργασίας ανά ώρα εργασίας , η οποία είναι στο 55% της ευρωζώνης. Η βιωσιμότητα της αύξησης του ΑΕΠ βασίζεται στην παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής.
Τα στοιχεία της παραγωγικότητας της εργασίας κάνουν εμφανή την ανάγκη για πολιτικές ενίσχυσης της παραγωγικότητας, όπως επενδύσεις στην εκπαίδευση (με στόχευση στις ψηφιακές δεξιότητες), στην τεχνολογία και καινοτομία, στις υποδομές, για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη η οποία είναι αναγκαία προϋπόθεση, όχι μόνο για τη βελτίωση του μέσου βιοτικού επιπέδου, αλλά και για τη χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών και τη σταδιακή αποκλιμάκωση του δημοσίου χρέους σαν ποσοστού του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με την έκθεση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, αξίζει να τονιστεί μια βιώσιμη και διαχρονική ανάπτυξη απαιτεί και εθνική στρατηγική, η οποία θα στοχεύει στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η διεθνής εμπειρία μας λέει ότι, για χώρες όπως η Ελλάδα, μια τέτοια ανάπτυξη στηρίζεται βασικά στην ποσότητα και ποιότητα του ανθρωπίνου κεφαλαίου (δηλαδή, στην εκπαίδευση), στην αξιοποίηση και καλή χρήση των παραγωγικών συντελεστών (δηλαδή, στην ποιότητα των θεσμών), και στην ενσωμάτωση της διεθνούς τεχνολογικής προόδου (δηλαδή, στο πόσο ανοικτή είναι η οικονομία μας). Αυτοί είναι και οι στρατηγικοί τομείς που χρειάζεται να βελτιωθούν.
Χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης και επενδύσεις
Από εκεί και πέρα, εδώ και χρόνια, η ελληνική μακρο-οικονομία χαρακτηρίζεται από χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης και ταυτόχρονα (όπως ήδη έχουμε αναφέρει στο 3 παραπάνω) υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Και τα δύο είναι χρόνιες παθήσεις. Η χαμηλή εθνική αποταμίευση δεν βοηθά τις επενδύσεις και άρα και την οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον. Επίσης, οι αποταμιεύσεις λειτουργούν ως «ασπίδα» προσφέροντας ένα δίχτυ ασφαλείας σε περιόδους κρίσης – όταν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις διαθέτουν αποταμιεύσεις, είναι καλύτερα προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν οικονομικές δυσκολίες, διασφαλίζοντας τη σταθερότητα και την ανθεκτικότητα.

Συνεχή ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξ’ ορισμού σημαίνουν αύξηση του εθνικού μας χρέους. Και τα δύο μαζί σημαίνουν ότι η εξωτερική χρηματοδότηση είναι ζωτικής σημασίας για την ελληνική οικονομία.
Όμως, όπως έδειξε η κρίση χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, η μεγάλη εξάρτηση από την εξωτερική χρηματοδότηση αφήνει τη χώρα ευάλωτη σε μεταβολές της εμπιστοσύνης των διεθνών δανειστών.
Τα κεφάλαια της εξωτερικής χρηματοδότησης θα συνεχίσουν να εισρέουν μόνο αν η χώρα συνεχίσει να απολαμβάνει διεθνή εμπιστοσύνη. Ο Πίνακας Α.9 παρουσιάζει στοιχεία για αποταμίευση και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα σε σύγκριση με την ΕΕ. Οι διαφορές είναι ανησυχητικές, σύμφωνα με το Δημοσιονομικό Συμβούλιο.