Λίγες ημέρες πριν ο Πρωθυπουργός ανέβει στο βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), υπάρχει ένα βασικό ερώτημα. Μπορεί η Ελληνική οικονομία να αποκτήσει συγκεκριμένο παραγωγικό μοντέλο με αναπτυξιακό πρόσημο ή το πολιτικό σύστημα θα συνεχίσει να διαχειρίζεται την οικονομία με αποσπασματικά μέτρα και εισοδηματικά υποκατάστατα;
Αφού πλέον η Ελληνική οικονομία βαδίζει σε ομαλό δημοσιονομικό δρόμο, η φετινή ΔΕΘ θα μπορούσε να είναι ένα κομβικό σημείο ανάμεσα σε μια δεκαετία κρίσης και ανισορροπιών και σε μια νέα δεκαετία επανεκκίνησης. Αν όμως δεν σχεδιαστεί με όρους δομικής μεταστροφής, η χώρα κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια μόνιμη στασιμότητα.
Το ΑΕΠ δεν λέει ολόκληρη την αλήθεια
Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο να «διαφημίζει» τον ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης της Οικονομίας. Όμως από μόνο τους το θετικό πρόσημο στο ΑΕΠ δεν λέει ολόκληρη την αλήθεια. Η σχέση επενδύσεων προς ΑΕΠ παραμένει μία από τις χαμηλότερες στην Ευρωζώνη. Το ποσοστό έκλεισε στο 14,3% το 2024, τη στιγμή που ο μέσος όρος της ΕΕ υπερβαίνει το 22%. Η Ελλάδα συνεχίζει να κινείται πολύ χαμηλότερα από τη δυναμική που έχει στην πραγματικότητα η οικονομία.
Εγχώριοι και διεθνείς οργανισμοί διαπιστώνουν ότι το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε την προηγούμενη δεκαετία στη χώρα, δεν έχει ακόμη καλυφθεί. Η υστέρηση αυτή δεν αφορά μόνο το ύψος των επενδύσεων, αλλά και το είδος τους. Αυτό που παρατηρείται είναι η υπερεξάρτηση από τον τουρισμό, η περιορισμένη στόχευση στην τεχνολογική ανάπτυξη, όπως και η υποτονική συμμετοχή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην καινοτομία.
Το αφήγημα της γρήγορης ανάπτυξης σκοντάφτει και στο ύψος των μισθών
Όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ, η υποστήριξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, μεγαλύτερης εξωστρέφειας και καινοτομίας, δεν νοείται χωρίς επενδύσεις που θα αλλάξουν το μίγμα των επιχειρήσεων και της παραγωγής.
Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο σαφής αν δούμε τις επιδόσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Παρότι η Ελλάδα είχε πρόσβαση σε ένα από τα υψηλότερα πακέτα σε ευρωπαϊκή κλίμακα (περίπου 30 δισ. ευρώ), μόλις το 30% των δανείων για ιδιωτικές επενδύσεις έχει εκταμιευθεί μέχρι τα μέσα του 2025. Το θεσμικό και τραπεζικό περιβάλλον, μαζί με την πολυπλοκότητα των διαδικασιών, λειτουργεί ακόμη ως τροχοπέδη.
Οι σκιές του παρελθόντος
Το αφήγημα της γρήγορης ανάπτυξης σκοντάφτει και στο ύψος των μισθών. Ο καθαρός μέσος μισθός παραμένει καθηλωμένος στα 1.115 ευρώ, κατά 30% χαμηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ο κατώτατος μικτός μισθός που πλέον είναι στα 880 ευρώ μικτά, υπολείπεται πλέον όχι μόνο των χωρών του Βορρά, αλλά και πολλών της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, όπως είναι η Πορτογαλία, η Πολωνία και η Σλοβενία.
Αιτία αυτής της διαφοράς μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης είναι το μοντέλο χαμηλού εργατικού κόστους που επέβαλαν τα μνημόνια και αρκετοί έσπευσαν να υιοθετήσουν. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα παραμένει στο 20%, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Την ίδια στιγμή η ανεργία στους νέους επιμένει σε διψήφια ποσοστά.
Το ίδιο και για τα ποσοστά της κοινωνική ανισότητας, τα οποία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία πάνω από το 26% του πληθυσμού είναι στο όριο της φτώχειας ή κινδυνεύει με κοινωνικό αποκλεισμό. Το Ελληνικό ποσοστό υπερβαίνει κατά 5% τον μέσο όρο της ΕΕ.

Νέα αναπτυξιακά πεδία
Η στεγαστική κρίση λειτουργεί πλέον ως σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξης της οικονομίας. Η άνοδος των τιμών κατά 43%, μέσα σε μόλις πέντε χρόνια, δεν πλήττει μόνο τους νέους και τα ευάλωτα στρώματα. Η ιδιοκατοίκηση υποχωρεί, η πρόσβαση των νέων στην αγορά κατοικίας καθίσταται ουτοπική, ενώ και η οικοδομή δείχνει σημαντικά σημάδια κόπωσης. Η στήριξη της οικοδομής, με συνέργειες του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να ενισχυθεί η κοινωνική κατοικία, δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται απλά ως κοινωνική πολιτική, αλλά ως σημαντικός αναπτυξιακός μοχλός.
Οι αποφάσεις δεν χρειάζονται μόνο ισχυρή πολιτική βούληση, αλλά και σχέδιο για την επόμενη μέρα της Ελληνικής οικονομία
Υποχρηματοδοτούμενος παραμένει και ο πρωτογενής τομέας, ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι ακόμα ελάχιστα συνδεδεμένος με τεχνολογική καινοτομία. Τεράστιο πρόβλημα για την πρωτογενή παραγωγή παραμένει η κλιματική κρίση, ενώ και η λειψυδρία αποτελεί τεράστιο εμπόδιο για την απόδοση των καλλιεργειών.
Προφανώς και στήριξη από επενδύσεις δεν χρειάζονται μόνο οι τομείς που καταγράφουν υστέρηση. Στήριξη χρειάζονται και οι τομείς που καταγράφουν σημαντική πρόοδο το τελευταίο διάστημα. Τεχνολογικά οικοσυστήματα, αναζητούν θεσμική στήριξη και φορολογικά εργαλεία για να αναπτυχθούν. Και εδώ βέβαια απουσιάζει το εθνικό σχέδιο για την καινοτομία με όραμα και σχέδιο που να υπερβαίνει τις αποσπασματικές δράσεις και τις καλές προθέσεις.
Η ώρα της ΔΕΘ
Το ερώτημα που τίθεται, λίγες εβδομάδες πριν τις εξαγγελίες της κυβέρνησης από τη ΔΕΘ, είναι όχι τι θα κοστίσουν τα μέτρα, αλλά πού θα επενδυθεί το δημόσιο χρήμα. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι γενικές φοροελαφρύνσεις ή επιδοτήσεις στην κατανάλωση. Δεν μπορεί να είναι ακόμη ένα «πακέτο» χωρίς συγκεκριμένο κέντρο βάρους, ειδική στόχευση και κυρίως αναπτυξιακό σχέδιο.
Η συγκυρία απαιτεί έναν νέο σχεδιασμό αναπτυξιακής κατεύθυνσης, που θα περιλαμβάνει αλλαγές στη φορολογία, θα διευκολύνει τις παραγωγικές επενδύσεις, θα προβλέπει κίνητρα για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, θα βελτιώνει τους όρους εργασίας, θα στηρίζει τις επενδύσεις σε υποδομές, θα επενδύει στην καινοτομία και βέβαια θα επενδύει στο ανθρώπινο δυναμικό.
Οι αποφάσεις δεν χρειάζονται μόνο ισχυρή πολιτική βούληση, αλλά και σχέδιο για την επόμενη μέρα της Ελληνικής οικονομίας. Είναι δεδομένο ότι η Ελληνική οικονομία χρειάζεται μια ρήξη με τα επενδυτικά μοντέλα του παρελθόντος, τα οποία αναπαράγουν ανισορροπίες, διαφθορά και τελικά στασιμότητα. Το θέμα είναι αν μπορεί το πολιτικό σύστημα να τολμήσει την αλλαγή.