Με μια τακτική που δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή ούτε σε επαρχιακό εξωραϊστικό σύλλογο η κυβέρνηση επέλεξε να εξευτελίσει μια από τις σημαντικότερες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, για να μπορέσει να προσφέρει στον εαυτό της ασυλία για ένα όργιο παρανομιών, που είναι πια ηλίου φαεινότερον ότι είχαν κυβερνητικό σχεδιασμό και κυβερνητική πολιτική ιδιοτέλεια.
Θυμίζουμε ότι η συζήτηση στη Βουλή αφορούσε δύο προτάσεις για σύσταση προανακριτικής επιτροπής για δύο υπουργούς, τον Μάκη Βορίδη και τον Λευτέρη Αυγενάκη, για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εντόπισε σοβαρές ενδείξεις ότι διέπραξαν αδικήματα σε σχέση με το τεράστιο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, ένα σκάνδαλο που έχει θέσει σε κίνδυνο όχι μόνο την αξιοπιστία της χώρας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και τις ίδιες τις πολύτιμες για τον αγροτικό κόσμο ευρωπαϊκές επιδοτήσεις.
Τα στοιχεία αυτά ήταν πολύ σοβαρά και αφορούσαν τη συγκρότηση ενός κομματικού μηχανισμού που σκοπό είχε να αξιοποιήσει την κοινοτική χρηματοδότηση για να εξαγοράσει ψήφους σε περιοχές όπως η Κρήτη.
Ένας μηχανισμός που λειτουργούσε σε γνώση των υπουργών και του Μεγάρου Μαξίμου και προφανώς με τη συναίνεσή τους.
Παραδοσιακά σε αυτές τις συζητήσεις έρχονται οι κοινοβουλευτικές ομάδες σύσσωμες για να δώσουν τη μάχη, ακριβώς επειδή είναι μια κορυφαία κοινοβουλευτική στιγμή. Έρχονται οι πολιτικοί αρχηγοί. Δεν απουσιάζει κανένας βουλευτής, εκτός και εάν υπάρχει πραγματικά σοβαρός λόγος.
Όμως, η κυβέρνηση είχε δείξει από καιρό ότι θα πήγαινε με τη λογική ότι «αποφασίζομεν και διατάσσομεν ότι Βορίδης και Αυγενάκης είναι αθώοι».
Γι’ αυτόν τον λόγο και επέλεξε να πετάξει την μπάλα στην εξέδρα μιας εξεταστικής επιτροπής που θα ερευνήσει το θέμα από τον… περασμένο αιώνα, σε μια εμφανή προσπάθεια συμψηφισμού και εμπέδωσης της λογικής «όλοι κάνουμε τα ίδια άρα κανείς μας δεν είναι ένοχος».
Και όταν ήρθε η ώρα να συζητηθούν οι προτάσεις για προανακριτική επιτροπή η Νέα Δημοκρατία και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, με τη συνδρομή και του Προέδρου της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη αποφάσισαν έναν χωρίς προηγούμενο εξευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Επειδή δεν μπορούσαν απλώς να απέχουν από τη διαδικασία, γιατί αυτό θα μπορούσε να την καταστήσει άκυρη, και άρα θα μπορούσε να επανέλθει το θέμα, και επειδή δεν ήθελαν και να συμμετέχουν στην όλη διαδικασία, ενώ είχαν και τον φόβο ότι σε κανονική ψηφοφορία – δηλαδή εκεί όπου κάθε βουλευτής συμπληρώνει μόνος το ψηφοδέλτιό του – θα είχαν «διαρροές» και «αποκλίσεις» από τη γραμμή, επέλεξαν να απέχουν προκλητικά από όλη τη διαδικασία, αλλά μετά ως δια μαγείας να εμφανιστεί ένας πρωτοφανής αριθμός «επιστολικών ψήφων» που εξασφάλισαν επαρκή αριθμό ψήφων αλλά και την απόρριψη της πρότασης.
Έδειξαν έτσι πόσο περιφρονούν τους θεσμούς.
Είτε αυτό αφορά τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς όπως την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, είτε βεβαίως το ίδιο το κοινοβούλιο, το οποίο το αντιμετώπισαν ως ένα τσιφλίκι στο οποίο μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν.
Ωστόσο είναι γελασμένοι εάν πιστεύουν ότι έτσι όντως εξασφαλίζουν ασυλία.
Γιατί με τον τρόπο αυτόν απέδειξαν ότι όντως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία τους έπιασε με την γίδα στην πλάτη και η δικιά τους αντίδραση ήταν να απαιτήσουν εκβιαστικά και μια άλλη γίδα, κοινοβουλευτική αυτή τη φορά.
Και όλα αυτά την ώρα που όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι είναι κυβέρνηση μειοψηφίας, χωρίς καμία πιθανότητα αυτοδυναμίας και υπαρκτό το ενδεχόμενο ακόμη μεγαλύτερων εκλογικών απωλειών.
Παρ’ όλα αυτά συμπεριφέρεται ως ένα «καθεστώς», ένα σύστημα γαντζωμένο στην εξουσία του που αδιαφορεί για τους θεσμούς και ουσιαστικά για τη γνώμη της κοινωνίας. Επιδιώκοντας να έχει τα μεγαλύτερα οφέλη από την εξουσία μέχρις ότου δει την πόρτα της εξόδου.
Γιατί, όπως έχω ξαναγράψει, όσα διαδικαστικά τερτίπια και εάν δοκιμάσουν, η πραγματική ετυμηγορία της κοινωνίας έχει βγει από καιρό.
Και είναι παραπάνω από καταδικαστική.
Πηγή: in.gr