Η δημοκρατία είναι ένα πολύ ιδιότυπο καθεστώς. Αλλά είναι το καλύτερο που μπορούμε να έχουμε.
Το να λειτουργεί καλά απαιτεί προφανώς το σεβασμό των τυπικών διαδικασιών αλλά – και κυρίως – μια επίγνωση ότι το παιχνίδι της δημοκρατίας παίζεται κάπου ανάμεσα στις τυπικές διαδικασίες και την ουσιαστική νομιμοποίηση.
Και αυτό είναι πολύ σημαντικό σε περιόδους όπου υπάρχει αναντιστοιχία ανάμεσα στο τυπικό και το ουσιαστικό πεδίο.
Δηλαδή, αυτό ακριβώς που συμβαίνει στη χώρα μας.
Εξηγώ: τυπικά η χώρα μας κυβερνάται από μια κυβέρνηση που διαθέτει μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία με τη σειρά της στηρίζεται σε ένα εκλογικό ποσοστό που για τα περισσότερα κόμματα εξουσίας στην Ευρώπη είναι μακρινό – και μάλλον άπιαστο…- όνειρο.
Ουσιαστικά, όμως, η χώρα μας κυβερνάται από μια κυβέρνηση μειοψηφίας. Μια κυβέρνηση που εισπράττει μεγάλη δυσαρέσκεια και έχει να αντιμετωπίσει το μεγάλο ρήγμα που προκάλεσε η τραγωδία στα Τέμπη και η συνειδητοποίηση ότι η κυβέρνηση όχι μόνο αρνείται να αναλάβει την ευθύνη που έχει, αλλά και συνέβαλε σε πρακτικές συγκάλυψης στοιχείων που θα επιβεβαίωναν αυτή την ευθύνη.
Αυτό είναι, άλλωστε, και το συμπέρασμα όλων των δημοσκοπήσεων που δείχνουν ότι αυτή η κυβέρνηση δεν έχει καμία πιθανότητα να εξασφαλίσει αυτοδυναμία.
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει επιλέξει να γαντζωθεί στην εξουσία.
Τυπικά η κυβέρνηση με βάση την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διαθέτει, μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: μπορεί να περάσει όποιον νόμο θέλει, να απορρίψει οποιαδήποτε προανακριτική επιτροπή ή αίτηση άρσης ασυλίας και της αρκεί ένας σύμμαχος στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής για να διορίζει και όποιον θέλει σε Ανεξάρτητη Αρχή.
Ουσιαστικά, όμως, όσο περισσότερο κινείται με αυτόν τον τρόπο, τόσο περισσότερο βυθίζει τη χώρα σε μια βαθιά πολιτική και θεσμική κρίση.
Αυτό το είδαμε και στη Βουλή σε σχέση με τις προτάσεις για προανακριτική για τον Μάκη Βορίδη και τον Λευτέρη Αυγενάκη.
Προφανώς και το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Η κυβέρνηση δεν θα επέτρεπε να υπάρξει προανακριτική καθώς επιμένει σε μια γραμμή ατιμωρησίας για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Όμως, ακόμη και το πώς μια κυβέρνηση χειρίζεται ένα τέτοιο προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα έχει σημασία.
Γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επέλεξαν να πάνε στη Βουλή, να εκτεθούν στην όλη συζήτηση και να συμμετάσχουν κανονικά στην ψηφοφορία, ακόμη και με τον κίνδυνο μερικών «διαρροών».
Επέλεξαν έναν εξευτελισμό της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και μάλιστα στη συνέχεια αυτόν τον εξευτελισμό επέλεξαν να τον υπερασπιστούν με τρόπο που ουσιαστικά ξανάγραφε τους κανόνες του κοινοβουλευτισμού στη χώρα.
Πρακτικά είπαν ότι μια πλειοψηφία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και η διαδικασία είναι απλώς ένας μπερντές του καραγκιόζη.
Ακόμη χειρότερα, εάν κρίνουμε από το μπαράζ νομοθετημάτων που θέλουν να περάσουν από τη Βουλή, παρά τις μεγάλες αντιδράσεις, ξεκινώντας από το νόμο που φέρνει αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο για τους φοιτητές και τους πανεπιστημιακούς, με μοναδικό στόχο να ποινικοποιήσουν τις κινητοποιήσεις που κάνουν ενάντια στις κυβερνητικές επιλογές, και την εξασφάλιση της λειτουργίας των ιδιωτικών σουπερμάρκετ πτυχίων.
Γνωρίζω ότι η αυθόρμητη απάντηση είναι ότι σε τελική ανάλυση κάποια στιγμή θα γίνουν εκλογές και τότε θα δούμε τι ακριβώς θέλει η κοινωνία.
Μόνο που τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Γιατί μια τέτοια συμπεριφορά πολύ περισσότερο εμπεδώνει την αντίληψη ότι αυτοί που έχουν την εξουσία στο τέλος της μέρας απλώς κάνουν ό,τι θέλουν, παρά προετοιμάζει για την επόμενη εκλογική μάχη.
Δηλαδή, αντί οι πολίτες να ελπίζουν ότι μέσα από τη δημοκρατική διαδικασία θα καταφέρουν να αλλάξουν τα πράγματα, καταλήγουν να πιστεύουν ότι το «παιχνίδι είναι στημένο».
Στο καλό σενάριο αυτό ωθεί τους πολίτες να κατέβουν στον δρόμο, σε μια κοινωνική έκρηξη.
Στο κακό σενάριο απλώς κάθονται στο σπίτι τους και αναζητούν ατομικούς δρόμους επιβίωσης.
Στο χειρότερο σενάριο, έλκονται από τη ρητορική της Άκρας Δεξιάς που κατεξοχήν επενδύει στο «όλοι ίδιοι είναι».
Όλα αυτά, όπως έχω ξαναγράψει, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ολοένα και περισσότερο η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμπεριφέρονται όχι ως δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, αλλά ως ένα καθεστώς.
Πώς αλλιώς να περιγραφεί άλλωστε η αλαζονεία με την οποία τοποθετούνται στη Βουλή και που σίγουρα δεν αναλογεί σε μια κυβέρνηση που δεν φτάνει το 30% στην εκτίμηση ψήφου στις δημοσκοπήσεις;
Και αυτό πια έχει αρχίσει να γίνεται όχι απλώς ένα πολιτικό πρόβλημα, αλλά ένα θεσμικό πρόβλημα.
Πυροδοτώντας μια βαθιά κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς που μόνο κόστος θα έχει.
Να το πούμε απλά: σε μια δημοκρατία βαθιά τραυματισμένη από τη δεκαετία των μνημονίων, τότε που είχαμε βουλευτές να ψηφίζουν νόμους που δεν είχαν διαβάσει αλλά απλώς τους είχαν πει ότι τους είχε εγκρίνει η Τρόικα, η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσφέρουν την χειρότερη υπηρεσία παρουσιάζοντας τη Βουλή ως μια παιδική χαρά όπου ισχύουν μόνο οι κανόνες της πλειοψηφίας.
Και αυτό σημαίνει ότι σήμερα αυτό που απαιτείται δεν είναι απλώς μια αντιπολίτευση που να καταγγέλλει την κυβέρνηση και τις αυθαιρεσίες της.
Αυτό που χρειάζεται είναι ένα κίνημα για να ανακτήθεί η Δημοκρατία και να αποκτήσει το πραγματικό της νόημα ξανά. Ένας νέος «Ανένδοτος» που να συνδυάζει τη μάχη εντός και κυρίως εκτός Βουλής.
Με ορίζοντα όχι απλώς τις εκλογές αλλά το να αποκτήσει η κοινωνία ξανά την εμπιστοσύνη της στη δημοκρατία, τους θεσμούς και την ικανότητά της συλλογικά να διεκδικεί και να κάνει τη ζωή της καλύτερη.
Πηγή: in.gr