Τα βλέμματα όλων προσηλώνονται στο θέμα ή στη σύνθεση, στα χρώματα ή στην τεχνοτροπία ενός έργου ζωγραφικής. Εξαίρεση αποτελούν οι έμποροι τέχνης. Εκείνοι γνωρίζουν ότι η πίσω όψη ενός πίνακα μπορεί κάποιες φορές να τους διηγηθεί πιο συναρπαστικές ιστορίες από την κύρια, αποκαλυπτικές για τη διαδρομή του στον χρόνο, την τύχη του και ενίοτε ενισχυτικές για την αξία του.
Τη σφραγίδα συνέθεταν η χρονολογία 1943, ένας αετός και δύο γράμματα που έμοιαζαν με κεραυνούς – SS
Τι συμβαίνει όμως όταν όχι ένα έργο, αλλά μια ολόκληρη «πινακοθήκη», έχει κρυμμένα μυστικά στην πίσω όψη των έργων που τη συνθέτουν; Κι όταν αυτά τα έργα όχι απλώς καταγράφουν με λεπτομέρεια κάθε, μα κάθε σελίδα της ιστορίας της τέχνης από τα τέλη του 19ου έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., αλλά βρίσκονται και σε ένα σπίτι των νότιων προαστίων της Αθήνας;
Μπροστά σε αυτή την εικόνα βρέθηκε ο πρώην αμερικανός έμπορος τέχνης Εζρα Τσοουαΐκι πριν από δύο δεκαετίες, όταν διατηρούσε ακόμη την περίφημη γκαλερί του στο Μανχάταν και πριν καταδικαστεί (2018) για απάτη με ηλεκτρονικά μέσα, επειδή πωλούσε έργα τέχνης τα οποία είτε δεν του ανήκαν είτε δεν είχε δικαίωμα να διαχειρίζεται.
Στην πόρτα του σπιτιού στα νότια προάστια περίμενε τον αμερικανό έμπορο – όπως διηγείται ο ίδιος σε άρθρο του στο ψηφιακό εβδομαδιαίο ενημερωτικό δελτίο airmail – ένας ηλιοκαμένος άνδρας με γκρι φόρμα που κάπνιζε ένα πούρο. Του συστήθηκε ως Τζίμι (ψευδώνυμο, προφανώς) χωρίς να του πει ποτέ το επίθετό του. Είχε ζητήσει απόλυτη εχεμύθεια και είχε φροντίσει να ενημερώσει – με την επέμβαση μεσάζοντα – τον καλεσμένο του ότι διαθέτει δεκάδες έργα προς πώληση. Ο έμπειρος Τσοουαΐκι είχε επιφυλάξεις. Γνώριζε, όμως, καλά ότι όσο κι αν μια υπόθεση μοιάζει απίθανη, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να καταλήξει σε μια επιτυχημένη συμφωνία.
«Το πρώτο πράγμα που είδα ήταν ένα τοπίο του Σεζάν», περιγράφει ο έμπορος. «Εσύ έχεις αυτόν τον Σεζάν;», ρώτησε τον Τζίμι, ο οποίος έγνεψε καταφατικά. Το έργο ήταν μουσειακού επιπέδου και η αξία του ξεπερνούσε τα 10 εκατ. δολάρια. Πιο δίπλα κρεμόταν ένας Βαν Γκογκ και στους υπόλοιπους τοίχους δύο Γκογκέν, ένας πρώιμος Πικάσο, ένα σχέδιο του Ματίς, ένα επίσης πρώιμο έργο του Καντίνσκι… «Ενιωθα εξαντλημένος θαυμάζοντας όλα αυτά τα έργα», περιγράφει ο Εζρα Τσοουαΐκι.
«Υπάρχει ένα πρόβλημα…»
H επόμενη ερώτηση ήταν αν ο Τζίμι είχε σκοπό να πουλήσει το τοπίο του Σεζάν. Η απάντηση ήταν θετική. Συμπληρώθηκε όμως από τη φράση «…αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα». Στο απορημένο βλέμμα του εμπόρου, ο άνδρας με το πούρο τον προέτρεψε να κοιτάξει την πίσω όψη του πίνακα. Ο έμπορος ξεκρέμασε το έργο. Το γύρισε και εντόπισε μια σφραγίδα την οποία συνέθεταν τρία στοιχεία: η χρονολογία 1943, ένας αετός και δύο γράμματα αποδοσμένα με στυλιζαρισμένη γραμματοσειρά, που έμοιαζαν με κεραυνούς: SS.
Οταν ο έμπορος γύρισε προς τον Τζίμι, διαπίστωσε πως το βλέμμα του συνομιλητή του ήταν φορτωμένο με τόσες ενοχές και αίσθημα ντροπής που έμοιαζε έτοιμος να ξεσπάσει σε κλάματα. Επιχείρησε να τον καθησυχάσει, αλλά εκείνος τον προέτρεψε να κοιτάξει και την πίσω όψη του Βαν Γκογκ. Αλλη μία σφραγίδα των SS ήταν εκεί.
«Ενιωσα ζάλη. Αυτό ήταν το πρόβλημα του Τζίμι», περιγράφει ο Εζρα Τσοουαΐκι. Οταν ανέκτησε την ψυχραιμία του, θέλησε να μάθει πόσα από τα έργα που είχε στην κατοχή του ο υποψήφιος πωλητής έφεραν τα χαρακτηριστικά σύμβολα του Γ’ Ράιχ. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Ολα».
Στη συνέχεια ο Τζίμι έφερε μια ωραία μικρή ελαιογραφία του Ντεγκά. Στο πίσω μέρος, με μεγάλη γραμματοσειρά, αναγράφονταν στα γερμανικά η φράση «Αυτός ο πίνακας ανήκει στην προσωπική μου συλλογή» και από κάτω το όνομα «H. Göring» (ο Χέρμαν Γκέρινγκ ήταν ο επικεφαλής της Γκεστάπο και ο πιο στενός συνεργάτης του Χίτλερ) και υπήρχε μια σφραγίδα που απεικόνιζε έναν αετό να κρατά μια ναζιστική σβάστικα.
Μια πλαστή «πινακοθήκη»
Κανείς δεν έλειπε από την «πινακοθήκη» του Τζίμι: Μονέ, Ρενουάρ, σχέδια του Βαν Γκογκ, Τουλούζ-Λοτρέκ. Ολα ανεξαιρέτως τα έργα είχαν είτε μια σφραγίδα είτε μια επιγραφή στο πίσω μέρος που έδειχναν ότι είχαν λεηλατηθεί. Κι αν ο έμπορος έμοιαζε να παίζει σε ένα παιχνίδι, όπου κάθε φορά που εμφανιζόταν ένα έργο ενώπιόν του έπρεπε να βρει τον καλλιτέχνη, ο βαθμός δυσκολίας ανέβηκε όταν κλήθηκε να εντοπίσει τον δημιουργό ενός μικρού τοπίου. Δεν ήταν ούτε του Πισαρό ούτε του Σίσλεϊ, όπως είχε λανθασμένα μαντέψει. Οταν ο Τζίμι απομάκρυνε το δάχτυλό του από την υπογραφή, εμφανίστηκε το όνομα του Αδόλφου Χίτλερ.
Ο Τζίμι δικαιολόγησε την απόκτηση των έργων ως εξής: πριν από χρόνια είχε κάνει μια τεράστια συμφωνία πώλησης πετρελαίου με την κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας. Οταν ήρθε η ώρα της πληρωμής, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν κατάφερε να εξασφαλίσει το ποσό και ως αντάλλαγμα του παραδόθηκαν τρία τεράστια κιβώτια γεμάτα έργα τέχνης. Μην έχοντας καμία γνώση περί τέχνης, όπως και καμία εναλλακτική, πήρε τα κιβώτια κι έφυγε, διατηρώντας το μυστικό του για περίπου δύο δεκαετίες.
Περίπου τέσσερις ώρες χρειάστηκαν μέχρι ο Τζίμι να αποκαλύψει το εύρος του θησαυρού που κατείχε. Οταν πλέον και το τελευταίο έργο είχε παρουσιαστεί, ο Εζρα Τσοουαΐκι αξιοποιώντας την εμπειρία του σκέφτηκε ως εξής: κατά κανόνα οι Ναζί έκλεβαν έργα από δύο διαφορετικές πηγές, από εβραϊκές οικογένειες και γερμανικά και αυστριακά κρατικά μουσεία, τα οποία λεηλατούσαν με την ελπίδα να σβήσουν οποιοδήποτε ίχνος της «εκφυλισμένης τέχνης».
Θέλησε να διερευνήσει το ενδεχόμενο να αγοράσει τον θησαυρό που είχε ενώπιόν του, αλλά όχι χωρίς τη νομική συμβουλή του Ράντολ Σένμπεργκ, του δικηγόρου από το Λος Αντζελες που είχε βοηθήσει στην ανάκτηση του λεηλατημένου «Πορτρέτου της Αντέλ Μπλοχ-Μπάουερ» του Γκούσταβ Κλιμτ, το οποίο εκτίθεται πλέον στη Νόιε Γκάλερι στη Νέα Υόρκη. Ο νομικός ενδιαφέρθηκε αμέσως για την υπόθεση και συμφώνησε πως έπρεπε να επιβεβαιωθεί η γνησιότητά τους από κορυφαίους ειδικούς: τη Γουάντα ντε Γκεμπριάν για τον Ματίς, τη Βίβιαν Μπαρνέτ για τον Καντίνσκι, την επιτροπή Μαρκ Σαγκάλ, την επιτροπή Τουλούζ-Λοτρέκ και το Μουσείο Βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ. Ο έμπορος έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης των έργων μαζί με πληροφορίες για την πίσω όψη τους.
Οι απαντήσεις από παντού ήταν κόλαφος. Ολα τα έργα ήταν πλαστά. Ο έμπειρος έμπορος έπεσε από τα σύννεφα, καθώς υποψιαζόταν ότι – ως είθισται – μέσα σε τόσο μεγάλο πλήθος έργων θα υπήρχαν και ορισμένα κίβδηλα, όχι όμως ότι το σύνολο της συλλογής θα αποτελούνταν από πλαστά. Το ίδιο σοκ υπέστη και ο δικηγόρος, ο οποίος είχε με τη σειρά του συμβουλευτεί ειδικό, ο οποίος θεωρούσε τα έργα αυθεντικά.
Είχε ο Τζίμι μερίδιο στην απάτη ή ήταν και ο ίδιος θύμα; Αλυτο θα παραμείνει το μυστήριο. Οταν ο έμπορος τον ενημέρωσε τηλεφωνικά για το αποτέλεσμα της έρευνάς του, εκείνος παρέμεινε σιωπηλός και εν συνεχεία με πολύ χαμηλή, βραχνή φωνή είπε: «Λυπάμαι, Εζρα».