Οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν ανακοινώσει επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων για την κατασκευή ή την επέκταση παραγωγικών μονάδων στις ΗΠΑ, ως απάντηση στις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ για επιβολή δασμών. Ωστόσο, οι κινήσεις αυτές δεν αναμένεται να μειώσουν ουσιαστικά την εξάρτηση της χώρας από ξένες πηγές για βασικά φαρμακευτικά συστατικά και φάρμακα, ούτε να οδηγήσουν σε χαμηλότερο κόστος για τους Αμερικανούς καταναλωτές.
Συνολικά, οι προγραμματισμένες επενδύσεις ξεπερνούν τα 250 δισεκατομμύρια δολάρια, με την AstraZeneca να δεσμεύει 50 δισ. δολάρια, την Johnson & Johnson 55 δισ. και την Eli Lilly 27 δισ. για νέες εγκαταστάσεις. Ο Λευκός Οίκος παρουσιάζει αυτές τις δεσμεύσεις ως απόδειξη της επιτυχίας της στρατηγικής του Τραμπ, με τον υπουργό Εμπορίου, Χάουαρντ Λάτνικ, να δηλώνει πως «η στρατηγική μας για τους δασμούς λειτουργεί».
Πολλές επενδύσεις είχαν ήδη ανακοινωθεί πριν τους δασμούς
Παρά τις ανακοινώσεις, η φαρμακευτική βιομηχανία λειτουργεί ως ένα παγκόσμιο δίκτυο. Πολλές από τις επενδύσεις που ανακοινώθηκαν είχαν ήδη δρομολογηθεί πριν από την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ. Όπως σχολιάζει ο Έβαν Σίγκερμαν, αναλυτής στη BMO Capital Markets, «απλώς το επαναλαμβάνουν επειδή πιθανότατα προσπαθούν να διασφαλίσουν ότι ο πρόεδρος γνωρίζει πως έχουν παραγωγή εδώ και ότι τον ακούν».
Διαφορετική είναι η κατάσταση για τους παραγωγούς γενοσήμων, οι οποίοι λειτουργούν με πολύ μικρότερα περιθώρια κέρδους και δεν προχωρούν σε αντίστοιχες επενδύσεις. Αν και τα γενόσημα καλύπτουν πάνω από το 90% των συνταγών στις ΗΠΑ και θεωρούνται κρίσιμα για την εθνική ασφάλεια, η μεταφορά της παραγωγής τους στις ΗΠΑ θα αύξανε το κόστος. Όπως σημειώνει η Έριν Φοξ από το University of Utah Health, «είναι εξαιρετικά απίθανο να δούμε την παραγωγή γενοσήμων να επεκτείνεται στις ΗΠΑ χωρίς σημαντικά κίνητρα».
Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής δεν σημαίνει απαραίτητα φθηνότερα φάρμακα για τους ασθενείς. Το κόστος παραγωγής είναι συνήθως υψηλότερο στις ΗΠΑ και οι τελικές τιμές διαμορφώνονται από ένα πολύπλοκο σύστημα που περιλαμβάνει ασφαλιστικές εταιρείες και διαμεσολαβητές. Πολλοί ειδικοί εκτιμούν ότι οι εταιρείες θα μετακυλίσουν τουλάχιστον μέρος του αυξημένου κόστους στους καταναλωτές, είτε μέσω της λιανικής τιμής είτε μέσω των ασφαλίστρων.