Το παραγωγικό και εργασιακό πρότυπο της ανταγωνιστικότητας κόστους και της πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, της ευελιξίας όλων των μορφών απασχόλησης, του χρόνου εργασίας και της διατήρησης σε χαμηλά επίπεδα των πραγματικών μισθών, κ.λ.π., που εγκαθιδρύθηκαν στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, έχουν συμβάλλει τόσο στον περιορισμό της σταθερής απασχόλησης αορίστου χρόνου και στην αύξηση κάθε μορφής προσωρινής απασχόλησης, όσο και στην ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και την ανισότητα της εργασίας στην χώρα μας.
Τα δεδομένα αυτά σημαίνουν ότι σήμερα στην Ελλάδα περισσότερο από το 25% των νέων εργαζομένων ηλικίας μέχρι 30 ετών απασχολούνται με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η μερική απασχόληση αυξήθηκε στο επίπεδο του 9,8% το 2024, η μακροχρόνια ανεργία έφθασε στο υψηλό επίπεδο των 440.000 ατόμων (54% των ανέργων), ενώ από το παραγόμενο προϊόν ανά εργαζόμενο μόλις το 33% αποτελεί την αμοιβή των εργαζομένων όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρώπης (Ε.Ε.-27) είναι 41% και στην Βουλγαρία είναι 35%.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες (2.000 ώρες) ετησίως ανά εργαζόμενο, πίσω μόνο από την Πολωνία (2019 ώρες) ανά εργαζόμενο ετησίως, με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης να είναι στις 1.604 ώρες ετησίως και στην Βουλγαρία ο κάθε εργαζόμενος να εργάζεται 1.617 ώρες ετησίως (Eurostat, 2024). Στο πλαίσιο αυτών των δομικών πλέον και ευέλικτων, πάσης μορφής, χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας συντελείται, κατά βάση, η κυρίαρχη τάση δημιουργίας θέσεων εργασίας στην χώρα μας στον τουρισμό και στον επισιτισμό με όρους ευελιξίας, προσωρινότητας και εποχικότητας, ενισχύοντας την διατήρηση των ανισοτήτων, των χαμηλών μισθών, της εργασιακής αβεβαιότητας και ανασφάλειας.
Έτσι για την κανονικότητα και την διεύρυνση αυτών των ευελιξιών και των θεσμικών απορρυθμίσεων στην αγορά εργασίας οι φορείς άσκησης των πολιτικών ανάπτυξης και απασχόλησης στην χώρα μας απαιτείται περισσότερο να εκφράζουν τον προβληματισμό τους και λιγότερο την ικανοποίηση τους. Παράλληλα τα πρόσφατα (Ιούλιος 2025) στοιχεία για την απασχόληση των Εκθέσεων της ΕΡΓΑΝΗ που δημοσιεύτηκαν για το πρώτο εξάμηνο του 2025, παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές σε σχέση με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την απασχόληση και την ανεργία.
Βέβαια η ΕΛΣΤΑΤ σε πρόσφατη (31/07/2025) ανακοίνωση της ενημερώνει ότι αναβάλλει προσωρινά τη δημοσίευση του δείκτη ανεργίας του Ιουνίου 2025, επειδή κατά την διάρκεια του ελέγχου των αποτελεσμάτων παρατήρησε ασυνήθιστες διακυμάνσεις οι οποίες δεν φαίνεται να αποτυπώνουν την εικόνα της αγοράς εργασίας, όπως προκύπτει από άλλες πηγές της Στατιστικής Αρχής και εν προκειμένω δεν μπορεί να τεκμηριώσει ακόμη με την απαραίτητη ακρίβεια.
Έκθεση της ΕΡΓΑΝΗ, μας πληροφορεί ότι στο πρώτο εξάμηνο του 2025, δημιουργήθηκαν 340.572 «νέες» θέσεις εργασίας. Όμως μια νέα θέση εργασίας θεωρείται για παράδειγμα όταν μια εταιρεία στην αρχή του έτους είχε 100 εργαζομένους και μετά από έξι μήνες είχε 110 εργαζομένους επειδή αυξήθηκε η επιχειρηματική της δραστηριότητα, τότε οι 10 εργαζόμενοι αποτελούν νέες θέσεις εργασίας.
Αυτοί, οι 10 νέοι εργαζόμενοι μπορούν να αντληθούν από τρεις ομάδες πληθυσμών:
α) είτε από τους απασχολούμενους που παραιτήθηκαν για να αλλάξουν εργασία,
β) είτε από τους ανέργους και
γ) είτε από τον πληθυσμό των μη οικονομικά ενεργών, δηλαδή κάποιος που μέχρι πρότινος δεν έψαχνε για εργασία τελικά αποφάσισε να εργαστεί.
Έτσι, με τη δημιουργία των νέων θέσεων εργασίας, θα πρέπει οι μεταβολές αυτές να αντικατοπτρίζονται αντίστοιχα στον αριθμό των απασχολουμένων, στον αριθμό των ανέργων, στον αριθμό του εργατικού δυναμικού και στον αριθμό των ατόμων εκτός εργατικού δυναμικού (οικονομικά μη ενεργός πληθυσμός).
Στην κατεύθυνση αυτή και λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία στο πρώτο 5-μηνο του 2025, παρατηρούμε ότι οι απασχολούμενοι έχουν αυξηθεί κατά 72.300 άτομα (από 4,274 εκατ. σε 4,346 εκατ. άτομα), ενώ ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 86.000 άτομα (από 456,4 χιλ. σε 370,4 χιλ. άτομα). Παράλληλα, παρατηρούμε ότι το εργατικό δυναμικό έχει παραμείνει σχεδόν στο ίδιο επίπεδο, αφού από 4,730 εκατ. άτομα στην αρχή του 2025 μειώθηκε κατά μόλις 14 χιλ. σε 4,716 εκατ. άτομα, όπως και τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού τα οποία από 3,031 εκατ. άτομα διαμορφώθηκαν στα 3,036 εκατ. άτομα.
Άρα, από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτει το ερώτημα, εάν πράγματι έχουν δημιουργηθεί 340.572 νέες θέσεις εργασίας, τότε αυτή η μεταβολή γιατί δεν αντικατοπτρίζεται ούτε στους απασχολούμενους, ούτε στον αριθμό των ανέργων, ούτε στο εργατικό δυναμικό, αλλά ούτε και στον πληθυσμό εκτός εργατικού δυναμικού. Εάν υποθέσουμε ότι αυτές οι νέες θέσεις εργασίας (340.572) καλύφθηκαν από τον πληθυσμό των ανέργων τότε ο αριθμός των ανέργων θα έπρεπε να παρουσιάζεται κατά πολύ μικρότερος από τις 370,4 χιλ. ανέργους. Ακόμη, κι΄εάν υποθέσουμε ότι αρκετές από αυτές τις υποτιθέμενες «νέες θέσεις» εργασίας καλύφθηκαν κι από άτομα προερχόμενα από τους μη οικονομικά ενεργούς και αντίστοιχα υπήρχαν νέες ροές προς αυτούς ώστε να παραμείνουν σταθεροί, ή τους άνεργους από τον πληθυσμό των νέων γενεών, τότε θα έπρεπε το εργατικό δυναμικό να παρουσιάζεται αρκετά μεγαλύτερο σε πληθυσμό. Όμως από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ παρατηρούμε ότι όχι μόνο δεν αυξήθηκε το εργατικό δυναμικό αλλά αντίθετα παρουσιάζεται μειωμένο, κάτι που είναι εντελώς παράδοξο σε σχέση με τις 340.572 υποτιθέμενες «νέες θέσεις εργασίας».
Επίσης, εάν υποθέσουμε ότι στις αποχωρήσεις που καταγράφονται από την ΕΡΓΑΝΗ δεν περιλαμβάνονται οι συνταξιοδοτήσεις, τότε οι «νέες θέσεις εργασίας» για το πρώτο εξάμηνο δεν θα είναι 340.572 αλλά θα είναι περίπου 243.000 (αφού οι νέες συνταξιοδοτήσεις εκτιμώνται στις 97.000 στο πρώτο εξάμηνο του 2025).
Επιπλέον, εάν πράγματι η διαφορά του ισοζυγίου προσλήψεων-αποχωρήσεων ήταν «νέες θέσεις εργασίας», τότε το ποσοστό ανεργίας θα πρέπει τον Ιούνιο του 2025, να μειωθεί στο 4,5% από 7,9% που ήταν τον Μάϊο του 2025, ακόμα κι εάν συνέβαινε μια τόσο μεγάλη μεταβολή σε ένα μήνα, αυτό θα προκαλούσε το ενδιαφέρον των ερευνητών να διερευνήσουν εάν τα συγκεκριμένα στοιχεία είναι αξιόπιστα και εάν παρουσιάζουν συνοχή και συνέπεια. Τούτων δοθέντων, θεωρούμε ότι οι 340.572 «νέες» θέσεις εργασίας όπως χαρακτηρίστηκαν δεν μπορεί να είναι νέες θέσεις εργασίας.
Δηλαδή, οι 340.572 θέσεις εργασίας αποτελούν απλά το ισοζύγιο αναγγελίας προσλήψεων και αποχωρήσεων και όχι «νέες θέσεις εργασίας». Επίσης παρατηρούμε ότι τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ δεν παρουσιάζουν συνέπεια και συνοχή με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η οποία εφαρμόζει τα πρότυπα και τις αρχές του Κώδικα Ορθής Πρακτικής της Eurostat. Ακόμη, κι εάν θεωρηθεί ότι υπάρχει χρονική υστέρηση μεταξύ των στοιχείων που ενσωματώνει η ΕΛΣΤΑΤ και η ΕΡΓΑΝΗ και πάλι αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί γιατί τότε η ανεργία θα παρουσίαζε πολύ μεγάλη μεταβολή (μείωση) μόλις σε ένα μήνα, όπως αναφέρθηκε, και θα ήταν δύσκολο να ερμηνευτεί επιστημονικά αυτή η μεγάλη μεταβολή.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου Βασίλειου Γ. Μπέτση Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου