Η πρόεδρος της Ελβετίας, Κάριν Κέλερ-Σούτερ, ολοκληρώνει την επίσκεψή της στην Ουάσιγκτον χωρίς να έχει επιτύχει συμφωνία για τη μείωση των δασμών ύψους 39% που επέβαλε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg. Η ελβετική αντιπροσωπεία αναμένεται να αποχωρήσει χωρίς να έχει εξασφαλίσει μια ευνοϊκότερη δασμολογική πολιτική από τις ΗΠΑ.
Σε μια προσπάθεια της τελευταίας στιγμής να επηρεάσει την απόφαση του Αμερικανού προέδρου, η Κέλερ-Σούτερ ταξίδεψε εσπευσμένα στην αμερικανική πρωτεύουσα την Τρίτη, όπου η αντιπροσωπεία της κατέθεσε μια νέα πρόταση προς αξιολόγηση από τους Αμερικανούς αξιωματούχους. Η πτήση της είναι προγραμματισμένη να αναχωρήσει από το Διεθνές Αεροδρόμιο Dulles το απόγευμα της Τετάρτης, τοπική ώρα.
Bei dem heutigen Treffen mit Aussenminister @SecRubio haben wir die bilaterale Zusammenarbeit zwischen der 🇨🇭 und den 🇺🇸, die Zoll-Situation sowie internationale Themen diskutiert. @ParmelinG pic.twitter.com/tu8BT2dAI4
— Karin Keller-Sutter (@keller_sutter) August 6, 2025
Νωρίτερα σήμερα, η Ελβετίδα πρόεδρος συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών, Μάρκο Ρούμπιο, με τον οποίο συζήτησε την πρόταση. Σε ανάρτησή της σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ανέφερε ότι στο επίκεντρο της συζήτησης βρέθηκαν «η διμερής συνεργασία μεταξύ Ελβετίας και ΗΠΑ, η κατάσταση με τους δασμούς καθώς και διεθνή θέματα», χωρίς ωστόσο να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ρούμπιο δεν κατέχει θέση ευθύνης για τις διμερείς εμπορικές συμφωνίες.
Η αποχώρηση της ελβετικής ηγεσίας αφήνει τη χώρα αντιμέτωπη με τους υψηλότερους αμερικανικούς δασμούς που έχουν επιβληθεί σε ανεπτυγμένο κράτος, οι οποίοι πρόκειται να τεθούν σε ισχύ τα μεσάνυχτα της Πέμπτης (ώρα Νέας Υόρκης). Το ύψος των δασμών προκάλεσε έκπληξη στην ελβετική πλευρά, η οποία θεωρούσε ότι οι συνομιλίες είχαν προοπτικές επιτυχίας. Σύμφωνα με ανάλυση του Bloomberg Economics, εάν το μέτρο του 39% εφαρμοστεί καθολικά —συμπεριλαμβανομένων των φαρμακευτικών προϊόντων— θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να θέσει σε κίνδυνο έως και το 1% του ελβετικού ΑΕΠ.
Το εμπορικό πλεόνασμα της Ελβετίας με τις ΗΠΑ, το οποίο για το 2024 ανήλθε σε 38,5 δισεκατομμύρια δολάρια, αυξημένο κατά 56,9% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, αποτέλεσε πιθανότατα το βασικό εμπόδιο για την επίτευξη συμφωνίας. Το παράδοξο που αντιμετώπισε η πρόεδρος της Ελβετίας —η οποία διατελεί και υπουργός Οικονομικών— είναι ότι οποιεσδήποτε παραχωρήσεις θα είχαν υψηλό πολιτικό κόστος, χωρίς ωστόσο να περιορίζουν ουσιαστικά το εμπορικό χάσμα, καθώς αυτό οφείλεται κυρίως σε προϊόντα όπως ο χρυσός, τα φαρμακευτικά είδη, τα ρολόγια και οι ιατρικές συσκευές, καθιστώντας μια γρήγορη μείωση ανέφικτη.