Δύο φαινομενικά ασύνδετοι, αλλά εν τέλει όχι και τόσο, καταλύτες συνέπεσαν το τελευταίο δίμηνο στο ελληνικό χρηματιστήριο πυροδοτώντας μια άνευ προηγουμένου συναλλακτική έκρηξη στη Λ. Αθηνών εν μέσω θέρους.
Ενδεικτικά, ο Γενικός Δείκτης διαπραγματευόταν την 1η Ιουλίου στις 1.885,04 μονάδες με ημερήσιο όγκο 48,3 εκατ. τεμάχια.
Ένα μήνα μετά, την 1η Αυγούστου, ο δείκτης είχε φτάσει στις 2.039,53 μονάδες, με τον ημερήσιο όγκο να εκτινάσσεται στα 63,4 εκατ. τεμάχια. Μάλιστα, στις 6 και 7 Αυγούστου καταγράφηκαν οι υψηλότεροι ημερήσιοι όγκοι της περιόδου, με 88,6 και 83,1 εκατ. τεμάχια αντίστοιχα — υπερδιπλάσιοι σε σχέση με τον μέσο όρο του Ιουνίου.
Πιο απλά, κατά τον Ιούνιο, ο μέσος ημερήσιος όγκος κυμαινόταν κοντά στα 33 εκατ. τεμάχια, ενώ μετά την 1η Ιουλίου, αυτός ξεπερνά σταθερά τα 45 εκατ. τεμάχια, με αρκετές συνεδριάσεις άνω των 50 εκατ. τεμαχίων και κορυφώσεις πάνω από τα 80 εκατ. τεμάχια.
Το ράλι και η… συνέχεια του ράλι
Κι ενώ πολλοί συμμετέχοντες, ειδικά ελληνικά χαρτοφυλάκια έβλεπαν ως την κορυφή του έτους τη ζώνη των 1.800 – 1.900 μονάδων, η οποία αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς τη βουτιά στις 1.455 μονάδες στις 7 Απριλίου, η αγορά έκανε τη μεγάλη διάψευση. Διαπέρασε με φόρα το ψυχολογικό ορόσημο των 2.000 μονάδων, δημιουργώντας μάλιστα τις επόμενες ημέρες και ένα καλό «μαξιλάρι» ασφαλείας αρκετών μονάδων, ώστε να μην αμφισβητηθεί η δυναμική της.
Κατά τις πληροφορίες της στήλης, αρκετές δυνάμεις της αγοράς, ειδικά ξένοι κωδικοί, απελευθερώθηκαν από την ανακοίνωση της πρόθεσης εξαγοράς της ΕΧΑΕ από την Euronext, με εκτιμώμενο τίμημα άνω των 410 εκατ. ευρώ. Ελήφθη δηλαδή ως ένδειξη εμπιστοσύνης για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, ενώ ενίσχυσε την προσδοκία για περαιτέρω ενσωμάτωση της Αθήνας σε ένα ευρύτερο πανευρωπαϊκό πλαίσιο διαπραγμάτευσης, με πιθανές θετικές συνέπειες για τη ρευστότητα, τη διεθνή προβολή και την επενδυτική ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς.
Κι αυτό συνδυάστηκε με τα όσα ανέφερε ο οίκος MSCI στην τελευταία ανακοίνωση περί κατατάξεων των αγορών τον Ιούνιο. Ο οίκος ανακοίνωσε ότι έθεσε σε δημόσια διαβούλευση το ενδεχόμενο να αναβαθμίσει την ελληνική αγορά σε ανεπτυγμένη. Και αυτό διότι αν και το ΧΑ να πληροί τα κριτήρια οικονομικής ανάπτυξης που απαιτούνται για τις Αναπτυγμένες Αγορές, ωστόσο, μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις που εφαρμόστηκαν στις Απαιτήσεις Μεγέθους και Ρευστότητας του Πλαισίου Κατάταξης του MSCI, εισήχθη ένας νέος κανόνας διατηρησιμότητας (persistency rule).
Ο κανόνας αυτός απαιτεί τουλάχιστον πέντε εταιρείες να πληρούν διαρκώς τα κριτήρια ένταξης στους Δείκτες Προτύπου Αναπτυγμένων Αγορών, προκειμένου να εξεταστεί ενδεχόμενη αναβάθμιση. Η Ελλάδα δεν πληρούσε τις νέες αυτές απαιτήσεις διατηρησιμότητας τη χρονική στιγμή της Ανασκόπησης Κατάταξης Αγοράς του MSCI για το 2025.
Παρόλα αυτά, ο οίκος διευκρίνισε ότι αντιμετωπίζει τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν καταταχθεί ως Αναπτυγμένες Αγορές ως ενιαία οντότητα, τόσο για τη δημιουργία όσο και για τη συντήρηση των δεικτών. Αυτή η προσέγγιση αντικατοπτρίζει τον υψηλό βαθμό ενοποίησης που παρατηρείται στις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές – όπως η εναρμονισμένη χρηματιστηριακή υποδομή, η κανονιστική σύγκλιση και η διασυνοριακή προσβασιμότητα.
Με βάση λοιπόν αυτά, ήρθε και «κούμπωσε» η πρόταση της Euronext στην ΕΧΑΕ και η προοπτική να ενταχθεί το ελληνικό χρηματιστήριο στο δίκτυο της. Και παρά τα υψηλά κέρδη του δείκτη MSCI Greece από την αρχή του έτους, οι αποτιμήσεις παραμένουν ελκυστικές: P/E στις 8,6 φορές και P/B στις 1,2, έναντι P/E άνω των 21 και P/B κοντά στο 4,4 για τον S&P 500.
Η Ευρώπη κερδίζει έδαφος
Η συγκυρία των παραπάνω εξελίξεων φαίνεται ότι είναι ευνοϊκή για την αγορά, δεδομένου ότι από την ανάληψη του Λευκού Οίκου από τον Ντόναλντ Τραμπ έχει παρατηρηθεί αύξηση των ροών μεγάλων κεφαλαίων προς την Ευρώπη. Ουδείς άλλωστε παραβλέπει και το μεγάλο ράλι στο γερμανικό χρηματιστήριο, με αρκετές έρευνες να δείχνουν συγκρατημένη στάση από πλευράς θεσμικών επενδυτών απέναντι στις ΗΠΑ, οι οποίες φαίνεται να χάνουν μερίδιο από τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίων υπέρ της Ευρώπης.
Ουσιαστικά, τα δημόσια συνταξιοδοτικά ταμεία (Public Pension Funds) και τα κρατικά διαχειριζόμενα επενδυτικά κεφάλαια (Sovereign Wealth Funds), βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο, παρά τη διαχρονική τους προτίμηση σε τίτλους σταθερού εισοδήματος. Σύμφωνα με στοιχεία των Schroders και της Natixis, τα private assets αντιστοιχούν σήμερα σε περίπου 17% των συνολικών χαρτοφυλακίων, ενώ στα δημόσια ταμεία το ποσοστό αυτό αγγίζει το 22%.
Η τάση αυτή αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς το 94% των pension funds παγκοσμίως δηλώνει ότι είτε έχει ήδη τοποθετηθεί είτε σκοπεύει να επενδύσει στις ιδιωτικές αγορές εντός των επόμενων δύο ετών. Η κύρια έμφαση δίνεται στα private debt (51%), private equity (49%), το infrastructure debt (41%), αλλά και σε “πράσινες” υποδομές (38%).
Οι τάσεις για το 2025 δείχνουν ότι το 34% των SWFs σκοπεύει να αυξήσει τις επενδύσεις σε υποδομές, το 24% σε ομόλογα και σταθερό εισόδημα, ενώ σημαντική έμφαση δίνεται στο private credit, που αντιμετωπίζεται πλέον ως βασικό, και όχι περιφερειακό, στοιχείο κατανομής.
Σύμφωνα με τις Invesco και BCG, παρατηρείται αυξητική τάση στις τοποθετήσεις σε μετοχές και υποδομές, με ταυτόχρονη αλλαγή στάσης απέναντι στο real estate και το παραδοσιακό fixed income, το οποίο πλέον θεωρείται υποεπενδεδυμένο σε σχέση με τις νέες ανάγκες χαρτοφυλακίου.