Η χημική εταιρεία Solvay προχωρά στην επέκταση της μονάδας επεξεργασίας σπάνιων γαιών στη Λα Ροσέλ της Γαλλίας, με στόχο να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση στην Ευρώπη και να περιορίσει την εξάρτηση της ηπείρου από τις εισαγωγές από την Κίνα. Η πρωτοβουλία αυτή εντάσσεται στη γενικότερη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ενίσχυση της αυτάρκειας σε κρίσιμες πρώτες ύλες, όπως σημειώνει το BBC.
Για σχεδόν οκτώ δεκαετίες, η βιομηχανική μονάδα στη δυτική ακτή της Γαλλίας παράγει σπάνιες γαίες, μια ομάδα 17 μετάλλων που είναι απαραίτητα για την κατασκευή προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως smartphones, ηλεκτρικά οχήματα, ανεμογεννήτριες και μαγνητικοί τομογράφοι. Παρά ταύτα, η παγκόσμια αγορά κυριαρχείται από την Κίνα, η οποία ελέγχει περίπου το 70% της εξόρυξης και το 90% της επεξεργασίας, καθιστώντας την Ευρώπη ευάλωτη σε διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας.
Όπως επισημαίνει ο διευθύνων σύμβουλος της Solvay, Φιλίπ Κερέν, «πρόκειται για μια αγορά που αναπτύσσεται γρήγορα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη για πιο σύντομες και ανθεκτικές εφοδιαστικές αλυσίδες». Ο ίδιος εξηγεί ότι η πανδημία του Covid και ο πόλεμος στην Ουκρανία ώθησαν εταιρείες και κυβερνήσεις να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας. «Όταν ένα υλικό προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από μία περιοχή, είναι λογικό να θέλεις να διαφοροποιήσεις τις πηγές σου. Αυτό ακριβώς μπορούμε να προσφέρουμε», σημειώνει.
Ευρωπαϊκή στρατηγική και επενδύσεις
Η στρατηγική αυτή συνδέεται άμεσα με τον Νόμο για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες της ΕΕ, που τέθηκε σε ισχύ πέρυσι και θέτει στόχους για τη μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές έως το 2030. Αυτή τη στιγμή, στην Ευρώπη λειτουργούν μόνο δύο εγκαταστάσεις επεξεργασίας σπάνιων γαιών: μία στην Εσθονία και η συγκεκριμένη στη Γαλλία, η οποία είναι η μοναδική εκτός Κίνας που μπορεί να επεξεργαστεί και τα 17 μέταλλα της ομάδας.
Αρχικά, το βάρος θα δοθεί στην ανακύκλωση υλικών που ήδη υπάρχουν στην Ευρώπη. «Εκτιμούμε ότι μπορούμε να καλύψουμε το 30% των αναγκών της Ευρώπης σε σπάνιες γαίες, απλώς ανακυκλώνοντας κινητήρες και άλλο εξοπλισμό στο τέλος του κύκλου ζωής τους», αναφέρει ο Κερέν. Ωστόσο, καθώς η ζήτηση αυξάνεται, θα χρειαστούν και πρωτογενή υλικά από χώρες όπως η Βραζιλία, ο Καναδάς και η Αυστραλία, δεδομένου ότι στην Ευρώπη δεν υπάρχουν ακόμη ενεργά ορυχεία.
Η μετατροπή των υλικών σε σκόνες, που αποτελεί το τελικό προϊόν του εργοστασίου, είναι μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, με περίπου 1.500 επιμέρους στάδια. Η τεχνογνωσία που έχει αναπτυχθεί από το 1948 θεωρείται κρίσιμη, ειδικά καθώς το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής γνώσης παραμένει συγκεντρωμένο στην Κίνα. Ο διευθυντής παραγωγής, Φλοριάν Γκουνό, παρομοιάζει τη διαδικασία διαχωρισμού των μετάλλων με τον διαχωρισμό των συστατικών σε έναν πολυβιταμινούχο χυμό φρούτων.
Κρατική στήριξη και προκλήσεις
Η γαλλική κυβέρνηση στηρίζει την επένδυση με φορολογικές ελαφρύνσεις ύψους περίπου 20 εκατομμυρίων ευρώ. Όπως τονίζει ο Μπενζαμέν Γκαλεζό, σύμβουλος του προέδρου Μακρόν για στρατηγικά ορυκτά και μέταλλα, «η εξάρτηση από μία μόνο πηγή είναι επικίνδυνη, καθώς δεν μπορείς να προβλέψεις τι μπορεί να συμβεί, είτε για γεωπολιτικούς λόγους είτε λόγω φυσικών καταστροφών».
Η στάση της Κίνας, η οποία θεωρεί «κυριαρχικό της δικαίωμα» τον έλεγχο των εξαγωγών, ενισχύει την ανάγκη για ευρωπαϊκή αυτάρκεια. Δυτικές εταιρείες του κλάδου, όπως η αυστραλιανή Viridis Mining, ζητούν μεγαλύτερη κρατική στήριξη, τόσο σε ρυθμιστικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, ώστε να καλυφθεί το χάσμα με τους Κινέζους ανταγωνιστές. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Ραφαέλ Μορένο, ο οποίος ηγείται της ανάπτυξης ενός μεγάλου ορυχείου στη Βραζιλία, θεωρεί αυτή τη στήριξη καθοριστική.
Ένας από τους λόγους για την κυριαρχία της Κίνας είναι η προθυμία της να διαχειριστεί τη ραδιενεργό ρύπανση που μπορεί να προκύψει από την εξόρυξη. Ο Κερέν υποστηρίζει ότι «υπάρχουν λύσεις για να γίνει η διαδικασία με υπεύθυνο τρόπο, χωρίς ρύπανση», προσθέτοντας όμως ότι «αυτό έχει μεγαλύτερο κόστος, οπότε πρέπει να είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις κάτι παραπάνω». Η τιμολόγηση, καταλήγει, είναι το κλειδί για το μέλλον της μονάδας στη Λα Ροσέλ, καθώς απαιτούνται δεσμεύσεις από τους πελάτες για την αγορά συγκεκριμένων ποσοτήτων σε σταθερές τιμές, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα της ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας.