Ισχυρή εικόνα κατέγραψαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας – Alpha Bank, Eurobank, Εθνική Τράπεζα και Τράπεζα Πειραιώς – στο πρώτο εξάμηνο του 2025, σύμφωνα με την ανάλυση της Moody’s. Η θετική επίδοση στηρίχθηκε στην έντονη πιστωτική ανάπτυξη και σταθερά επαναλαμβανόμενα έσοδα, ενώ τα προβληματικά δάνεια διατηρήθηκαν υπό έλεγχο και η ρευστότητα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα.
Μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) διαμορφώθηκε σε 2,9% τον Ιούνιο του 2025, από 3% τον Δεκέμβριο του 2024 και 4,2% το 2023, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ε.Ε. (περίπου 2,2%). Η βελτίωση προήλθε κυρίως από αναδιαρθρώσεις δανείων, μικρές συναλλαγές NPE και την αύξηση του δανεισμού, ενώ ο σχηματισμός νέων καθυστερήσεων παρέμεινε περιορισμένος.
Ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια και θετικά stress tests
Οι τράπεζες διατήρησαν τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας άνετα πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια. Ο μέσος δείκτης CET1 διαμορφώθηκε στο 16% τον Ιούνιο του 2025, έναντι 16,1% στο τέλος του 2024, 15,7% το 2023 και 13,8% το 2022. Ταυτόχρονα, οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) μειώνονται σταδιακά ως ποσοστό του κεφαλαίου, ενώ τα πρόσφατα stress tests της EBA επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα των τραπεζών ακόμη και σε δυσμενή σενάρια.
Κερδοφορία υπό πίεση επιτοκίων αλλά με στήριξη από νέα δάνεια
Τα καθαρά έσοδα από τόκους υποχώρησαν κατά 2,4% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2025, κυρίως λόγω πιέσεων στα επιτόκια. Ωστόσο, η αυξημένη ζήτηση για εταιρικό δανεισμό και η περιορισμένη δημιουργία νέων προβλέψεων συνέβαλαν στη διατήρηση ικανοποιητικής κερδοφορίας. Η Moody’s εκτιμά ότι η κερδοφορία θα παραμείνει ισχυρή και το 2025-26, αν και με μικρή περαιτέρω συρρίκνωση των περιθωρίων.
Σταθερή ρευστότητα και καταθέσεις-στήριγμα
Οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να διατηρούν ισχυρή ρευστότητα, με τις εγχώριες καταθέσεις πελατών να αυξάνονται κατά 5,1% σε ετήσια βάση τον Ιούνιο του 2025, φτάνοντας στο 75% του συνόλου του ενεργητικού. Ο μέσος δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) ανήλθε στο 209%, ενώ περίπου το μισό των ρευστών διαθεσίμων είναι τοποθετημένο σε ελληνικούς κρατικούς τίτλους. Επιπλέον, όλες οι τράπεζες έχουν ήδη καλύψει τις ελάχιστες απαιτήσεις MREL.
Η ποιότητα ενεργητικού παραμένει ισχυρή
Η βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού διατηρήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, καθώς και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας κατέγραψαν οριακά χαμηλότερους δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE). Με δεδομένη την εξαιρετικά περιορισμένη δημιουργία νέων NPE, οι τράπεζες μείωσαν τον μέσο δείκτη NPE στο περίπου 2,9% στο τέλος Ιουνίου 2025, από 3% τον Δεκέμβριο 2024, 4,2% το 2023 και 6,2% το 2022. Το ποσοστό αυτό πλησιάζει σταδιακά τον μέσο όρο των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, που ήταν 2,2% το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Η κάλυψη μέσω προβλέψεων έχει επίσης βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, παρά τη χρήση μέρους αυτών των προβλέψεων για τη διαγραφή NPE από τους ισολογισμούς. Ο μέσος δείκτης κάλυψης προβλέψεων για τις τέσσερις τράπεζες ανήλθε στο 79% στο τέλος Ιουνίου 2025, από 76% τον Δεκέμβριο 2024 και 70% το 2023. Επιπλέον, τα δάνεια Σταδίου 2 για τις ελληνικές τράπεζες διαμορφώθηκαν γύρω στο 7,7% των συνολικών ακαθάριστων δανείων τον Ιούνιο 2025, έναντι 9,8% για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Ο οίκος αναμένει ότι οι περαιτέρω μειώσεις των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μέσω πωλήσεων θα είναι περιορισμένες, μετά την πρόσφατη αξιοποίηση του ανανεωμένου προγράμματος εγγύησης περιουσιακών στοιχείων «Ηρακλής ΙΙΙ» από μικρότερη τράπεζα, καθώς και μερικών υπολειπόμενων μικρής κλίμακας συναλλαγών από συστημικές τράπεζες. Στο εξής, οι μειώσεις των NPE αναμένεται να προέρχονται κυρίως από θεραπείες και ρυθμίσεις δανείων, ενισχυμένες από ένα ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον και χαμηλότερα επιτόκια, τα οποία θα μειώσουν την πίεση αποπληρωμής για τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες.
Η Πειραιώς και η Εθνική Τράπεζα διατηρούν ορισμένα δάνεια σε καθυστέρηση με κρατική εγγύηση, τα οποία δεν ταξινομούνται ως NPE. Εκτιμάται ότι αυτά θα ανακτηθούν σταδιακά μέσα στα επόμενα 2–3 χρόνια, περιορίζοντας τυχόν υπολειπόμενες ανησυχίες για την ποιότητα ενεργητικού.
Παράλληλα, οι κίνδυνοι που συνδέονται με ευάλωτους δανειολήπτες αντισταθμίζονται από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και τη νέα δανειοδότηση που συνδέεται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), η οποία συνεχίζει να διευρύνει τα χαρτοφυλάκια εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών.
Τα εκκρεμή ζητήματα που αφορούν στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό φράγκο (CHF) και δάνεια με κλιμακωτό επιτόκιο αντιμετωπίζονται σταδιακά, συχνά με κάποια μορφή «κουρέματος», αν και η συνολική επίδραση στην ποιότητα ενεργητικού αναμένεται να είναι ελάχιστη. Επιπλέον, η βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών στην Ελλάδα θα ενισχύσει περαιτέρω την ποιότητα ενεργητικού σε ολόκληρο τον τραπεζικό κλάδο.
Ισχυρή κεφαλαιακή βάση
Με ώθηση από τα ισχυρά συγκρατημένα κέρδη και την οργανική ενίσχυση κεφαλαίων την περίοδο 2023–2024, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας σημαντικά υψηλότερους από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια και στοχεύουν σε περαιτέρω ενίσχυση των βασικών ιδίων κεφαλαίων τους έως το 2026. Ο μέσος δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) έχει αυξηθεί κατά περισσότερες από 200 μονάδες βάσης από το 2022, φθάνοντας περίπου στο 16% στο τέλος Ιουνίου 2025.
Στο πρώτο εξάμηνο του 2025, τα κεφάλαια CET1 των τεσσάρων τραπεζών αυξήθηκαν κατά 3,1%, ελαφρώς χαμηλότερα από την αύξηση 3,5% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού (RWA), εν μέρει λόγω των εγκεκριμένων διανομών μερισμάτων. Τον Μάρτιο του 2025, ο μέσος δείκτης CET1 για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες ήταν 16,1%, γεγονός που δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν σε μεγάλο βαθμό καλύψει το χάσμα με τους περιφερειακούς τους ανταγωνιστές.
Παρά τις ισχυρές κεφαλαιακές θέσεις, η συνολική ποιότητα των κεφαλαίων και των απτών βασικών ιδίων κεφαλαίων (TCE) των τεσσάρων τραπεζών εξακολουθεί να επηρεάζεται από τον υψηλό όγκο αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTA) που μπορούν να μετατραπούν σε αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC). Τον Ιούνιο του 2025, οι DTC ανέρχονταν σε περίπου 11,5 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 46% των συνολικών κεφαλαίων CET1 ύψους 25,2 δισ. ευρώ, έναντι περίπου 69% τον Δεκέμβριο του 2022. Αν και τα μέσα αυτά αναγνωρίζονται ως κεφάλαια CET1 από την ΕΚΤ και είναι κοινά στη δομή κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών, η Moody’s τα θεωρεί κεφάλαια χαμηλότερης ποιότητας. Κατά συνέπεια, αναμένεται ότι οι δείκτες Moody’s-adjusted TCE θα παραμείνουν χαμηλότεροι από τους δημοσιευμένους δείκτες CET1, αντανακλώντας τις προσαρμογές για DTC και RWA.
Στο μέλλον, αναμένεται η ποιότητα των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών να βελτιωθεί ταχύτερα από ό,τι είχε προβλεφθεί, μετά την κανονιστική έγκριση νωρίτερα μέσα στο έτος για την επιτάχυνση της απόσβεσης των DTC. Η επιτάχυνση αυτή βασίζεται σε τύπο που συνδέεται με τις διανομές μερισμάτων και εκτιμάται ότι θα επισπεύσει την αφαίρεση των DTC από τα κεφάλαια CET1 κατά περίπου 6–7 χρόνια. Επί του παρόντος, οι DTC αντιστοιχούν σχεδόν στο ήμισυ των κεφαλαίων CET1 και η ταχύτερη σταδιακή κατάργησή τους θα ενισχύσει την ποιότητα των απτών βασικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών.
Παράλληλα, τα πρόσφατα ανακοινωθέντα αποτελέσματα των stress tests της EBA για τις ελληνικές τράπεζες επιβεβαιώνουν την ανθεκτικότητα της κεφαλαιακής τους βάσης ακόμη και σε δυσμενείς συνθήκες, με καλύτερη επίδοση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η άσκηση ακολούθησε τυποποιημένη μεθοδολογία και βασίστηκε σε μακροοικονομικά σενάρια που ανέπτυξε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB). Χρησιμοποιήθηκε στατική προσέγγιση ισολογισμού για τριετή περίοδο (2025–2027), αξιολογώντας τόσο το βασικό όσο και το δυσμενές σενάριο.
Στο δυσμενές σενάριο, που προϋποθέτει σωρευτική συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 6,1%, πληθωρισμό (ΔΤΚ) στο 11,6% και απότομες μειώσεις στις τιμές ακινήτων (κατοικίες: -22%, εμπορικά: -29%), οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν δείκτες CET1 σημαντικά πάνω από το ελάχιστο όριο του Basel III (7%), παρά την παραδοχή για διανομές μερισμάτων σύμφωνα με τα επιχειρηματικά τους σχέδια. Σημειώνεται ότι η Eurobank δεν συμμετείχε στα stress tests του 2025 λόγω της εξαγοράς της κυπριακής Ελληνικής Τράπεζας.
Ανθεκτική κερδοφορία
Στο πρώτο εξάμηνο του 2025, τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών υποχώρησαν ελαφρώς κατά 2,4% σε ετήσια βάση, μετά από αύξηση 6% το 2024 και έντονη άνοδο 51% το 2023. Παρά τις πιέσεις στα περιθώρια λόγω χαμηλότερων επιτοκίων, τα NII παρέμειναν σχετικά ανθεκτικά, υποστηριζόμενα από ισχυρή πιστωτική επέκταση και την αποτελεσματική χρήση στρατηγικών αντιστάθμισης κινδύνου επιτοκίων, που βοήθησαν να προστατευθούν τα βασικά έσοδα από τις διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Alpha Bank είναι μία από τις λίγες τράπεζες στην Ε.Ε. που εμφανίζουν αυτή την περίοδο αυξητική τάση στα NII, καθώς ο ισολογισμός της είναι σχετικά λιγότερο ευαίσθητος στη μείωση των επιτοκίων.
Παράλληλα, τα ενοποιημένα βασικά λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών – που περιλαμβάνουν τα NII και τα καθαρά έσοδα από προμήθειες – αυξήθηκαν κατά 3,1% στους δώδεκα μήνες έως το τέλος Ιουνίου 2025, κυρίως λόγω της ισχυρής παραγωγής εσόδων από προμήθειες, που εξακολούθησε να στηρίζει τη συνολική κερδοφορία.
Η ισχυρή οικονομική επίδοση των ελληνικών τραπεζών το 2024 και στις αρχές του 2025 υποστηρίχθηκε από σημαντικά μέτρα συγκράτησης κόστους που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια, όπως το κλείσιμο καταστημάτων και τα προγράμματα εθελούσιας αποχώρησης προσωπικού, καθώς και από χαμηλότερες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις. Ο συνδυασμός βελτιωμένων εσόδων και διατηρούμενης αποδοτικότητας κόστους είχε ως αποτέλεσμα ο μέσος δείκτης κόστους προς έσοδα να διαμορφωθεί περίπου στο 36% στο τέλος Ιουνίου 2025 – σημαντικά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 55%.
Τα καθαρά περιθώρια επιτοκίου (NIM) των ελληνικών τραπεζών παρέμειναν πάνω από τον μέσο όρο περίπου 1,5% των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, παρά τις πιέσεις χρηματοδότησης από αυξημένες εκδόσεις χρέους και τη μικρή μείωση στα επιτόκια δανείων προς πελάτες. Ωστόσο, τα κέρδη προ φόρων των τεσσάρων τραπεζών στο τέλος Ιουνίου 2025 παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2024.
Η εκτίμηση του οίκου είναι ότι τα NIM των ελληνικών τραπεζών θα δεχθούν μέτρια πίεση στο υπόλοιπο του 2025, κυρίως λόγω νέων μειώσεων επιτοκίων στο δεύτερο εξάμηνο του έτους και πτώσης των επιτοκίων δανείων. Παρ’ όλα αυτά, τα βασικά έσοδα αναμένεται να στηριχθούν από τη συνεχιζόμενη ανάπτυξη της εταιρικής χρηματοδότησης – με ώθηση από την αυξανόμενη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) – καθώς και από την αυξανόμενη ζήτηση για λιανικά δάνεια και στεγαστικά.
Μετά τον επιτυχή καθαρισμό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) τα τελευταία χρόνια, οι τέσσερις τράπεζες κατέγραψαν μείωση 1% στις χρεώσεις απομείωσης δανείων στο τέλος Ιουνίου 2025, συνεχίζοντας τη μείωση κατά 28% σε ετήσια βάση που είχε σημειωθεί τον Δεκέμβριο 2024. Αυτές οι τάσεις στήριξαν την κερδοφορία, και όλες οι τράπεζες στοχεύουν να διατηρήσουν ισχυρούς δείκτες απόδοσης έως το 2026. Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) τους συγκρίνεται ευνοϊκά με τον μέσο όρο περίπου 9,9% που καταγράφηκε από μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες τον Μάρτιο 2025.
Η χρηματοδότηση και η ρευστότητα παραμένουν άνετες
Οι τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διατηρούν ισχυρές θέσεις ρευστότητας, με μέσο Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) στο 209% στο τέλος Ιουνίου 2025 — σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο 156% για τις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι καταθέσεις πελατών στην εγχώρια αγορά αυξήθηκαν περίπου κατά 5,1% σε ετήσια βάση και παραμένουν η βασική πηγή χρηματοδότησης, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 75% του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού.
Η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα — κυρίως μέσω των προγραμμάτων TLTRO — έχει σχεδόν εξοφληθεί πλήρως μέσα στο 2025, με μόνη εξαίρεση την Alpha Bank, που διατηρεί ένα μικρό υπόλοιπο τον Ιούνιο του 2025. Αυτή η αποπληρωμή έχει μειώσει το επίπεδο των δεσμευμένων στοιχείων ενεργητικού και έχει ενισχύσει περαιτέρω τα προφίλ ενδεχόμενης ρευστότητας των τραπεζών.
Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα — κυρίως ομόλογα και εντόκους τίτλους — παραμένουν η κύρια πηγή ρευστών περιουσιακών στοιχείων για τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ήμισυ των επενδυτικών τους χαρτοφυλακίων. Αυτές οι θέσεις ταξινομούνται κυρίως ως «κρατούμενες έως τη λήξη» και καταγράφονται στο αποσβεσμένο κόστος, ενώ οι αποτελεσματικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου των τραπεζών τις έχουν προστατεύσει από τις μεταβολές των επιτοκίων τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα, οι τέσσερις τράπεζες συνέχισαν να έχουν πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 2023–2025, προκειμένου να εκπληρώσουν τους στόχους τους για το Ελάχιστο Απαραίτητο Ίδιο Κεφάλαιο και Επιλέξιμες Υποχρεώσεις (MREL) το 2025. Κατά τη διάρκεια του 2024, συγκέντρωσαν συνολικά περίπου 5 δισεκατομμύρια ευρώ σε προνομιούχα ανώτερα ομόλογα, με μέσο σταθμισμένο κουπόνι 4,3% — βελτίωση κατά περίπου 250 μονάδες βάσης σε σχέση με το σύνολο του 2023.
Η έκδοση χρέους συνεχίστηκε και στο πρώτο εξάμηνο του 2025, με τις τράπεζες να αντλούν επιπλέον 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ σε προνομιούχα ανώτερα ομόλογα έως τον Ιούλιο του 2025, με ευνοϊκότερο μέσο κουπόνι περίπου 3%, αντανακλώντας τη βελτιωμένη πρόσβαση στις αγορές μετά τις διαδοχικές αναβαθμίσεις των αξιολογήσεών τους.