Σε 24 ώρες περίπου στο Ανκορατζ της Αλάσκα ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θα συναντηθεί με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν με βασικό αντικείμενο της συζήτησης τη διευθέτηση της ρωσο – ουκρανικής σύρραξης.
Η συνάντηση κορυφής αλλά κυρίως τα αποτελέσματά της δεν θα κρίνουν μόνον την εξέλιξη του πολέμου -που συνεχίζει να στοιχίζει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων- αλλά και γενικότερα τις διεθνείς εξελίξεις. Ο τερματισμός του πολέμου, που σύμφωνα με τη δική του έκφραση «δεν θα άρχιζε» αν εκείνος ήταν στο Λευκό Οίκο, ήταν βασική δέσμευση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών και τώρα έχει την ευκαιρία να το επιτύχει με τον τρόπο που εκείνος θεωρεί πιο αποτελεσματικό: Τον ίδιο που χρησιμοποίησε και στις διαπραγματεύσεις του με τους ηγέτες διαφορών χωρών για την επιβολή δασμών και γενικότερα τον επανακαθορισμό των εμπορικών σχέσεων.
Ως έμπειρος διαπραγματευτής με την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι θέλουν και τι φοβούνται οι άλλοι, θα έκοβε τις αμφιβολίες και θα ασκούσε πίεση χωρίς οίκτο. Όλοι θέλουν πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές. Απειλώντας να τις κλείσει, θα ανάγκαζε τους απείθαρχους ξένους να τερματίσουν τους πολέμους και να επαναπροσδιορίσουν τους όρους του εμπορίου προς όφελος της.
Οπως σημειώνει ο Economist, ως έμπειρος διαπραγματευτής με την ικανότητα να αντιλαμβάνεται τι θέλουν και τι φοβούνται οι άλλοι, μπορει να ασκήσει πίεση «χωρίς οίκτο». Όλοι θέλουν πρόσβαση στις αμερικανικές αγορές. Απειλώντας να τις κλείσει, θα ανάγκαζε τους απείθαρχους ξένους να τερματίσουν τους πολέμους και να επαναπροσδιορίσουν τους όρους του εμπορίου προς όφελος των ΗΠΑ.
Δυστυχώς, αυτή η προσέγγιση έχει και μειονεκτήματα. Η χρήση των δασμών ως όπλου βλάπτει και την Αμερική. Πιο ουσιαστικά, η απόρριψη των καθολικών αρχών υπέρ της ισχύος απομακρύνει τους φίλους χωρίς απαραίτητα να εκφοβίζει τους εχθρούς. Και η αντικατάσταση οποιασδήποτε συνεκτικής θεωρίας των διεθνών σχέσεων με τις προεδρικές ιδιοτροπίες καθιστά τη γεωπολιτική λιγότερο προβλέψιμη και πιο επικίνδυνη. Ο κ. Τραμπ δεν είναι παγκοσμιοποιητής, προφανώς. Ούτε είναι απομονωτιστής, ούτε πιστεύει στις περιφερειακές σφαίρες επιρροής. Απλώς κάνει ό,τι θέλει, το οποίο αλλάζει συχνά.
Οι τρεις κατηγορίες
Οι προσπάθειές του Αμερικανου προέδρου ειναι διαφορετικές και ανάλογες με το βαθμο κινδύνου, υψηλού, μεσαίου και χαμηλού. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι σχέσεις της Αμερικής με τις εχθρικές μεγάλες δυνάμεις, κυρίως την Κίνα και τη Ρωσία. Εδώ περιλαμβάνεται και το Ισραήλ, λόγω της σημασίας του στην αμερικανική εσωτερική πολιτική. Το Ιράν εμφανίζεται επίσης, λόγω του τρόπου με τον οποίο απειλεί τους γείτονές του. Όλες αυτές οι σχέσεις είναι πολύπλοκες, δύσκολες και έχουν μεγάλη σημασία για τον κ. Τραμπ.
Αν πετύχει μια νίκη εδώ – αν τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, ή φέρει την ειρήνη μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, ή βρει μια φόρμουλα για συνεργασία με την Κίνα χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια – τότε το κέρδος θα είναι ενδεχομένως τεράστιο.

Ντόναλντ Τραμπ και Βλαντιμίρ Πούτιν στο Ελσίνκι, 16 Ιουλίου 2018.
Στην κατηγορία των μεσαίων διακυβευμάτων, ο κ. Τραμπ τοποθετεί τη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική και, παραδόξως, τη γιγαντιαία Ινδία. Πρόκειται για σημαντικές χώρες που τόσο η Αμερική όσο και η Κίνα θέλουν στο στρατόπεδό τους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αξίες τους είναι πολύ πιο κοντά σε αυτές της Αμερικής παρά σε αυτές της Κίνας. Οι σχέσεις μαζί τους θα έπρεπε να είναι αμοιβαία επωφελείς. Ωστόσο, δεν είναι διατεθειμένες να δέχονται εντολές και προσβάλλονται όταν ο κ. Τραμπ τις προσβάλλει ή προσπαθεί να τις εκφοβίσει.
Τα μικρά διακυβεύματα, για τον κ. Τραμπ, βρίσκονται σε μικρές ή φτωχές χώρες. Μια υπερδύναμη μπορεί να ασκήσει μεγάλη επιρροή σε τέτοιους τόπους, μερικές φορές για καλό σκοπό. Ο κ. Τραμπ βοήθησε στην εδραίωση μιας ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας, για παράδειγμα, και μεσολάβησε για μια εκεχειρία μεταξύ της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και της Ρουάντα.
Κέρδη και ζημιές
Όσον αφορά τα μεσαίου μεγέθους ζητήματα, η μέθοδος του κ. Τραμπ δεν αποδίδει τόσο καλά. Έχει ξεκινήσει περιττές διαμάχες με τους ηγέτες της Βραζιλίας (επειδή διώκει έναν πρώην πρόεδρο που υποστηρίζει τον Τραμπ για υποτιθέμενη απόπειρα πραξικοπήματος), της Νότιας Αφρικής (επειδή πιστεύει, λανθασμένα, ότι διώκει τους λευκούς) και της Ινδίας (εξοργίζοντας τον πρωθυπουργό της με επώδυνους δασμούς και αλαζονικές δηλώσεις).
Το αποτέλεσμα; Η Ινδία θα πλησιάσει ξανά τη Ρωσία και θα είναι λιγότερο διατεθειμένη να λειτουργήσει ως αντίβαρο έναντι της Κίνας. Η Βραζιλία και η Νότια Αφρική θεωρούν την Κίνα πιο αξιόπιστο εταίρο από την Αμερική. Ο κ. Τραμπ έχει κερδίσει πρωτοσέλιδα που αρέσουν στους πιο ένθερμους υποστηρικτές του. Αλλά η Αμερική έχει χάσει.
Και όταν πρόκειται για τα υψηλότερα διακύβευματα, ο πρόεδρος βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Προσπάθησε να εξαναγκάσει την Κίνα με δασμούς, αλλά αυτή αντεπιτίθεται. Αυτή την εβδομάδα ο κ. Τραμπ υποχώρησε και παρέτεινε την προθεσμία. Ακόμα, ήρε την απαγόρευση εξαγωγής τσιπ Nvidia στην Κίνα.
Σχετικά με την Ουκρανία, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δείξει μεγάλη ασυνέπεια, την μια μέρα κατηγορώντας την για την εισβολή και απειλώντας να κόψει τη στρατιωτική βοήθεια, και την άλλη κατηγορώντας τον κ. Πούτιν για κακή πίστη και απειλώντας με αυστηρότερες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.
Όσον αφορά το Ισραήλ, έχει δώσει σταθερά στον Μπενιαμίν Νετανιάχου ό,τι θέλει χωρίς να πάρει τίποτα σε αντάλλαγμα. Αν ο βομβαρδισμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν από τον κ. Τραμπ έκανε το Ισραήλ ασφαλέστερο, τόσο το καλύτερο. Αλλά δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει την επιρροή του για να περιορίσει τον ατέρμονο πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα.
To deal ΗΠΑ-Ρωσίας
Συμφωνα με τις ανακοινώσεις του Κρεμλίνου οι δυο άνδρες θα συζητήσουν και άλλα θέματα, μεταξύ αυτών και για το «τεράστιο αναξιοποίητο δυναμικό» των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ.
«Ωστόσο, φυσικά, θα συζητηθούν και ευρύτερα ζητήματα για τη διασφάλιση της ειρήνης και της ασφάλειας, καθώς και τα πιο επείγοντα διεθνή και περιφερειακά ζητήματα», όπως είπε ο σύμβουλος του Ρώσου προέδρου , Γιούρι Ουσάκοφ.
Η διάρκεια της συνάντησης θα κριθεί από την πορεία της συζήτησης, είπε ο ίδιος και πρόσθεσε ότι μετά το πέρας της οι δύο πρόεδροι θα παραχωρήσουν από κοινού συνέντευξη Τύπου.