Αν και η όξυνση θα επιφέρει έντονη μεταβλητότητα, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα οδηγήσει σε κατάρρευση τις αγορές.
Οι λόγοι
1. Οι αγορές ευνοούν την ανάληψη ρίσκου: Με τις αμερικανικές μετοχές σε ιστορικά υψηλά, ο Τραμπ έχει περιθώριο να προχωρήσει σε σκληρότερη εμπορική πολιτική χωρίς να υποστεί άμεσο πολιτικό κόστος. Η χαμηλή μεταβλητότητα δείχνει ότι οι αγορές θεωρούν τους δασμούς 15%-20% ως «νέα κανονικότητα», όχι ως έκτακτο μέτρο. Αυτό δημιουργεί κίνητρο για περαιτέρω κλιμάκωση.
2. Η αμερικανική οικονομία παραμένει ανθεκτική: Το ΑΕΠ του β΄ τριμήνου αυξήθηκε 0,7% τριμηνιαία, ενώ η πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2025 βρίσκεται στο 1,8%, υψηλότερα από τις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες. Οι δασμοί είναι μεν υψηλοί, αλλά όχι σε επίπεδο που να προκαλούν σοβαρές ζημιές ή εμπάργκο στις εισαγωγές.
3. Οι δασμοί γεμίζουν τα κρατικά ταμεία: Τα έσοδα από τελωνειακούς δασμούς έφτασαν σε ρεκόρ 66 δισ. δολαρίων το β΄ τρίμηνο και 28 δισ. μόνο τον Ιούλιο. Αυτή η αύξηση μειώνει εν μέρει το ομοσπονδιακό έλλειμμα, που εκτιμάται στο 5,4% του ΑΕΠ.
4. Οι εμπορικοί εταίροι αντιδρούν χλιαρά: Πέρα από την Κίνα και τον Καναδά, οι περισσότερες χώρες προτιμούν την αποκλιμάκωση. Πολλές έχουν προχωρήσει σε επενδύσεις στις ΗΠΑ, μείωση δασμών και άνοιγμα των αγορών τους, για να αποφύγουν κλιμάκωση. Η προτίμηση του Τραμπ σε διμερείς διαπραγματεύσεις περιορίζει τον συντονισμό των αντιδράσεων και ενισχύει τη διαπραγματευτική ισχύ των ΗΠΑ.
Οικονομικές Επιπτώσεις. Ποιοι κερδίζουν και ποιοι χάνουν από την κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου
Ο μέσος αμερικανικός δασμός έχει φτάσει στο 18,6%, από 2,5% στα τέλη του 2024. Αυτή η αύξηση αναμένεται να μειώσει την παγκόσμια παραγωγή κατά 0,7 π.μ. μεσοπρόθεσμα, με μεγαλύτερη επίπτωση στις ΗΠΑ (-0,9 π.μ.) και μικρότερη στην ΕΕ (-0,4 π.μ.).
Αν και η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου θα έχει αρνητικές παγκόσμιες επιπτώσεις, η αμερικανική οικονομία δείχνει ανθεκτική και οι χρηματαγορές φαίνεται να απορροφούν το σοκ. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει ευκαιρίες για επενδυτές που επιλέγουν κλάδους και εταιρείες με εσωτερική κατανάλωση και περιορισμένη εξάρτηση από εισαγωγές.
Ωστόσο, οι εξαγωγικοί κλάδοι και οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες παραμένουν εκτεθειμένοι σε αυξημένο ρίσκο.
Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων στις ΗΠΑ φαίνεται όλο και πιο πιθανή, με δεδομένα την ισχυρή εγχώρια οικονομία, την πολιτική στήριξη και την περιορισμένη αντίδραση των εμπορικών εταίρων. Σε αυτό το περιβάλλον, ορισμένοι κλάδοι έχουν τη δυνατότητα να βγουν κερδισμένοι, ενώ άλλοι ενδέχεται να υποστούν σημαντικές πιέσεις.
Οι επιχειρήσεις που επικεντρώνονται στην εσωτερική κατανάλωση, όπως οι Walmart, Costco και Kroger, μπορούν να επωφεληθούν. Η περιορισμένη εξάρτηση από εισαγωγές και η διαπραγματευτική τους δύναμη με τους προμηθευτές εξασφαλίζουν σταθερά έσοδα, καθιστώντας τες ελκυστικές για αμυντικούς επενδυτές.
Σημαντικά ωφελημένος αναμένεται να είναι και ο τομέας των υποδομών και κατασκευών. Εταιρείες όπως η Caterpillar, η United Rentals και η Vulcan Materials πιθανόν να δουν αυξημένη ζήτηση, καθώς η αμερικανική κυβέρνηση επενδύει σε έργα που αντικαθιστούν εισαγόμενα προϊόντα με εγχώρια.
Η εγχώρια παραγωγή ενέργειας αποτελεί επίσης προφανή κερδισμένο κλάδο. Κολοσσοί όπως η ExxonMobil, η Chevron και η Devon Energy μπορούν να επωφεληθούν από την αυξημένη ανάγκη για ενεργειακή αυτάρκεια και τους δασμούς στις εισαγωγές.
Τέλος, η αμυντική βιομηχανία, με εταιρείες όπως η Lockheed Martin και η Northrop Grumman, επωφελείται άμεσα από τις διμερείς εμπορικές συμφωνίες που συνδέονται με αμυντικά συμβόλαια. Οι πολυετείς συμβάσεις τους προσφέρουν σταθερότητα και μακροπρόθεσμη ορατότητα εσόδων.
Από την άλλη πλευρά, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, όπως η Boeing, η Tesla και η Deere & Co, κινδυνεύουν να δουν μείωση παραγγελιών λόγω των υψηλών δασμών και των αντιποίνων από άλλες χώρες.
Η τεχνολογία είναι ένας ακόμη ευάλωτος κλάδος. Εταιρείες όπως η Apple, η HP και η Dell, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από παραγωγή και συναρμολόγηση στην Ασία, θα αντιμετωπίσουν αυξημένα κόστη και πιέσεις στα περιθώρια κέρδους.
Οι εφοδιαστικές αλυσίδες, με παίκτες όπως η FedEx, η UPS και η Maersk, είναι επίσης σε μειονεκτική θέση, καθώς η μείωση των διασυνοριακών ροών εμπορίου περιορίζει τον όγκο των μεταφορών και αυξάνει το κόστος λειτουργίας.
Επιπλέον, η αμερικανική βιομηχανία μεταποίησης που βασίζεται σε πρώτες ύλες από το εξωτερικό, όπως η General Motors, η Ford και η Whirlpool, θα δει το κόστος παραγωγής να αυξάνεται, συμπιέζοντας τα περιθώρια κερδοφορίας.
Συμπέρασμα
Αν η κλιμάκωση συνεχιστεί, οι πιο ασφαλείς επιλογές για έναν επενδυτή που θέλει να προστατεύσει το χαρτοφυλάκιό του είναι οι εταιρείες με ισχυρή εγχώρια παρουσία, αμυντική φύση και περιορισμένη εξάρτηση από διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού. Οι υποδομές, η ενέργεια και η εσωτερική κατανάλωση έχουν σαφές πλεονέκτημα.
Αντίθετα, οι εξαγωγικές και οι τεχνολογικές με διεθνείς εξαρτήσεις θα χρειαστεί να προσαρμοστούν γρήγορα, ειδάλλως κινδυνεύουν να χάσουν μερίδιο αγοράς και κερδοφορία. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ένα χαρτοφυλάκιο που εστιάζει σε εγχώριες αμυντικές θέσεις και εταιρείες που επωφελούνται από την εθνική αυτάρκεια, ίσως αποδειχθεί η πιο ανθεκτική στρατηγική για την περίοδο 2025-2026.