Στις 17 Αυγούστου 1979 η ταινία «Monty Python’s Life of Brian» σε σκηνοθεσία Τέρι Τζόουνς, με πρωταγωνιστές τους Γκράχαμ Τσάπμαν, Μάικλ Πέιλιν και Τζον Κλιζ, και χρηματοδότηση από την HandMade Films του Τζορτζ Χάρισον, κάνει πρεμιέρα στους αμερικανικούς κινηματογράφους.
Ήταν η τρίτη ταινία του θιάσου Python μετά τα “And Now for Something Completely Different” και “Monty Python and the Holy Grail”, και δικαίως χαρακτηρίζεται ως μια από τις πιο αστείες κωμωδίες όλων των εποχών.

Παρ΄ολίγο να μην γυριστεί ποτέ
Το «Life of Brian», που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τίτλο «Ένας προφήτης, μα τι προφήτης» δεν κοροϊδεύει στην πραγματικότητα τον πραγματικό Ιησού ή τις διδασκαλίες του, αλλά αντίθετα είναι μια ξεκαρδιστική κατακραυγή του χάους της οργανωμένης θρησκείας.
Αντί για τον Ιησού, ο πρωταγωνιστής είναι ο ελάχιστα γνωστός σύγχρονός του, Μπράιαν Κόεν, ο οποίος κατά λάθος από μια σειρά συμπτώσεων θεωρείται μεσσίας, αλλά στην πραγματικότητα δεν θέλει να είναι.
Με αρχικό τίτλο «Το Ευαγγέλιο Σύμφωνα με τον Άγιο Μπράιαν», η ομάδα των Python είχε έτοιμο ένα πρώτο προσχέδιο του σεναρίου μέχρι τα Χριστούγεννα του 1976 και το τελικό σενάριο είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 1978.
Αλλά μέρες πριν από την έναρξη της παραγωγής, η EMI ξαφνικά είχε δεύτερες σκέψεις για το όλο εγχείρημα.
Παρόλο που ο ίδιος ο Ιησούς δεν ήταν στόχος της διακωμώδησης, ανησυχούσαν για το ενδεχομένως αμφιλεγόμενο θέμα και τράβηξαν το χαλί από κάτω από ολόκληρη την παραγωγή λίγο πριν το συνεργείο πετάξει στην Τυνησία για γυρίσματα.

Ο Λόρδος και η χρηματοδότηση
Πιστεύεται ότι αργά εκείνη την ημέρα, ο πρόεδρος της EMI, Λόρδος Μπέρναρντ Ντέλφοντ, σκέφτηκε τελικά ότι άξιζε ίσως να διαβάσει το σενάριο της ταινίας που επρόκειτο να γυρίσει η εταιρεία του.
«Τράβηξαν το χαλί την Πέμπτη», είπε ο Τέρι Γκίλιαμ στον Guardian το 2003. «Το συνεργείο έπρεπε να φύγει το Σάββατο. Ήταν καταστροφή. Ήταν επειδή διάβασαν το σενάριο… τελικά».
Τι να κάνει κάνεις λοιπόν όταν χρειάζεσαι περίπου τέσσερα εκατομμύρια δολάρια στα γρήγορα (περίπου 20 εκατομμύρια δολάρια σε σημερινά χρήματα);
Αυτό που έκανε το μέλος των Python Έρικ Άιντλ και ο παραγωγός Τζον Γκολντστόουν ήταν να πετάξουν ως την Καλιφόρνια.
Δεν ήταν τυχαίο ότι ο πρώην Beatle, θαυμαστής των Python και κολλητός του Έρικ, Τζορτζ Χάρισον βρισκόταν στο Χόλιγουντ, γιατί φυσικά το σπίτι του ήταν εκεί.

Ο Έρικ επικοινώνησε μαζί του για να πει τον πόνο του, και ο Χάρισον, γνωστος και ως «ο Σιωπηρός» τον διαβεβαίωσε λακωνικά ότι θα έβρισκε τα χρήματα για να γυρίσει την ταινία.
«Δεν έδωσα και πολύ σημασία», είπε ο Άιντλ χρόνια αργότερα. «Απλώς δεν πίστευα ότι κάποιος μπορούσε πραγματικά να πληρώσει γι’ αυτό. Τελικά είπε, “Κοίτα, θα πληρώσω εγώ για αυτό”. Θα το στήσω εγώ».
Ο από μηχανής θεός
Προφανώς, αυτό που συνέβη ήταν ότι ο Χάρισον είχε μιλήσει με τον οικονομικό διευθυντή του στις ΗΠΑ, Ντένις Ο’Μπράιαν, ο οποίος τον παρότρυνε να χρηματοδοτήσει ο ίδιος την ταινία.
Αλλά ακόμη και ένας Beatle δεν έχει μερικά εκατομμύρια λίρες σκόρπια στο σπίτι. Έπρεπε να υποθηκεύσει την έπαυλή του στο Χένλι-ον-Τέιμς και τα γραφεία του Ο’Μπράιαν στο Λονδίνο.

Η έπαυλη Friar Park που υποθήκευσε ο Χάρισον για να χρηματοδοτήσει το Life of Brian
Ο Γκόλντστοουν έμεινε άναυδος. «Δεν θυμάμαι αν είχε ήδη διαβάσει το σενάριο ή όχι… δεν φαινόταν να έχει και τόση σημασία. Απλώς δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ένιωθα… οι ροκάδες, [δεν έχουν] καμία αίσθηση πραγματικότητας».
Ο Άιντλ συμφώνησε ότι ήταν «πραγματικά ανήκουστο» και αναγνώρισε ότι χωρίς τα χρήματα «το «Life of Brian» δεν θα είχε γυριστεί ποτέ».
Όπως μας είπε αργότερα ο Τζον Κλιζ εδώ σε μια συνέντευξη στο Gold Radio: «Ο Έρικ δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είπε, “Γιατί το κάνεις αυτό;”».
«Ο Τζορτζ είπε, “Θέλω να δω την ταινία”. Αλλά τι πράξη γενναιοδωρίας και απόλυτης, ένδοξης τρέλας».
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν στις 16 Σεπτεμβρίου 1978 με τελικό αποτέλεσμα μια αριστουργηματική κωμωδία και ένα δείγμα κλασσικού βρετανικού σινεμά.
Ο Τζορτζ προφανώς αποκάλεσε την επένδυσή του «το πιο ακριβό εισιτήριο κινηματογράφου που κόπηκε ποτέ», αλλά ενώ δεν ξέρουμε τι έγραφε το συμβόλαιο χρηματοδότησης, είναι σχεδόν σίγουρο ότι τα χρήματά του τα έβγαλε και με το παραπάνω.
Με προϋπολογισμό περίπου 4 εκατομμυρίων δολαρίων, η ταινί είχε συνολικά πάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια στο box office.
Λοιπόν – εκτός από το ότι ήθελε να δει μια καλή ταινία – γιατί ο Τζορτζ Χάρισον αποφάσισε να επενδύσει μια μικρή περιουσία σε μια ταινία που είχε πολύ μεγάλες πιθανότητες να αποτύχει ή και να απαγορευτεί εντελώς;

Μια ταινία τόσο αστεία που απαγορεύτηκε στην Νορβηγία
Η ταινία απαγορεύτηκε στην Νορβηγία ως προσβάλουσα τα χρηστά ήθη της χώρας, πράγμα το οποίο ώθησε την εταιρεία διανομής στη Σουηδία να την κυκλοφορήσει με την επισήμανση «Μια ταινία τόσο αστεία που απαγορεύτηκε στην Νορβηγία».
Ο Τέρι Τζόουνς είπε: «Όταν ο Έρικ τηλεφώνησε στον Τζορτζ και τον ρώτησε: “Τι μπορούμε να κάνουμε;”, ο Τζορτζ είπε: “Λοιπόν, ξέρεις, όταν οι Beatles διαλύονταν, οι Python με κράτησαν στα λογικά μου, οπότε σου χρωστάω”. Ως ευχαριστία, ο Χάρισον είχε έναν μικρό ρόλο στην ταινία ως ιδιοκτήτης του Όρους των Ελαιών, ο Έλληνας κ. Παπαδόπουλος.
Σε μια σκηνή της ταινίας, ο κ. Παπαδόπουλος σφίγγει το χέρι του Μπράιαν (Γκρέιχαμ Τσάπμαν) και έχει μια μόνο ατάκα στην ταινία λέγοντας «Scouse ullo», σλανγκ για «τι χαμπάρια».

Ο Άιντλ και ο Χάρισον στο σετ της ταινίας
Ο Μάικλ Πέιλιν αποκάλυψε αργότερα στο ημερολόγιό του ότι στην πραγματικότητα έπρεπε να ντουμπλάρει αυτή την ατάκα αργότερα.
Για να ξεκινήσουν την ταινία, ο Χάρισον και ο Ο’Μπράιαν ίδρυσαν την εταιρεία παραγωγής HandMade Films, η οποία στη συνέχεια παρήγαγε ή διένειμε τις κλασικές ταινίες «Time Bandits» και «Withnail and I».
Και όπως και με την ταινία “Η Ζωή του Μπράιαν”, έσωσε επίσης τα καλύτερα έργα της καριέρας του Μπομπ Χόσκιν, «Η Μακρά Μεγάλη Παρασκευή» και «Μόνα Λίζα», όταν η EMI αποσύρθηκε.
Μετά από μερικές λιγότερο επιτυχημένες ταινίες (μία από τις οποίες ήταν η Shanghai Surprise), η HandMade Films έκλεισε το 1991 και τελικά επανεμφανιστεί υπό νέους ιδιοκτήτες αργότερα μέσα στη δεκαετία.