Σε μια νέα περίοδο «δημοσιονομικής κυριαρχίας», κατά την οποία οι κεντρικές τράπεζες δέχονται αυξανόμενη πίεση να διατηρήσουν τα επιτόκια τεχνητά χαμηλά για να αντισταθμίσουν το κόστος του ρεκόρ του κρατικού δανεισμού, φαίνεται πως εισέρχονται οι μεγάλες οικονομίες, όπως προειδοποιούν οι επενδυτές.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι οι ΗΠΑ, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ πιέζει με κάθε τρόπο την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μειώσει τα επιτόκια για να εξοικονομήσει δισεκατομμύρια δολάρια από την εξυπηρέτηση χρέους.
Ακόμη, ο όγκος του κρατικού χρέους και το αυξανόμενο κόστος δανεισμού σε χώρες όπως η Βρεταενία και η Ιαπωνία ασκούν επίσης πίεση στις κεντρικές τράπεζες να χαλαρώσουν τη νομισματική πολιτική μέσω άλλων μέσων, όπως η επιβράδυνση των σχεδίων μείωσης του μεγέθους των ισολογισμών τους, λένε οικονομολόγοι και επενδυτές, σύμφωνα με τους FT.
Ο συνδυασμός του κρατικού χρέους και του αυξημένου κόστους «δημιουργούσε τεράστια πολιτικά κίνητρα για τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο να ασκήσουν πίεση στις κεντρικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια», δήλωσε ο Κένεθ Ρόγκοφ, καθηγητής στο Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ διαπιστώνοντας πως «έχουμε εισέλθει σε μια νέα εποχή δημοσιονομικής κυριαρχίας», πρόσθεσε ο Rogoff.
Στις ΗΠΑ
Ειδικά για τις ΗΠΑ, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι η τρέχουσα απόκλιση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από την πολιτική των κεντρικών τραπεζών, και του μακροπρόθεσμου κόστους δανεισμού που καθορίζεται περισσότερο από την αγορά αντανακλά εν μέρει τις ανησυχίες ότι η νομισματική πολιτική θα διατηρηθεί πιο χαλαρή από ό,τι θα ήταν απαραίτητο για τον περιορισμό των τιμών καταναλωτή.
Το χάσμα μεταξύ των αποδόσεων των διετών και των 30ετών ομολόγων του Δημοσίου τείνει να είναι το μεγαλύτερο από τις αρχές του 2022, καθώς οι βραχυπρόθεσμες αποδόσεις μειώνονται εν αναμονή των μειώσεων των επιτοκίων.
Οι αναλυτές της Capital Economics τόνισαν τις συνέπειες των στοιχείων για τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα, μετά τις οποίες ο Τραμπ επανέλαβε την επίθεσή του στον πρόεδρο της Fed, Τζερόμ Πάουελ. Ενώ οι αποδόσεις των διετών αμερικανικών ομολόγων μειώθηκαν κατά 0,02 ποσοστιαίες μονάδες την ημέρα, καθώς οι επενδυτές εδραίωσαν τα στοιχήματά τους για μειώσεις επιτοκίων, οι αποδόσεις των 30ετών αυξήθηκαν κατά 0,04 ποσοστιαίες μονάδες.
«Αυτή είναι μια ασυνήθιστη αντίδραση σε μια σχετικά ήρεμη δημοσίευση δεδομένων», σημείωσαν οι αναλυτές της Capital Economics, λέγοντας ότι υπονοεί «τι θα συνέβαινε εάν ο Πάουελ απομακρυνόταν πραγματικά ή… ο Λευκός Οίκος λάμβανε άλλα μέτρα για να ασκήσει μεγαλύτερο έλεγχο στη νομισματική πολιτική, ιδίως διορίζοντας έναν νέο πρόεδρο της Fed που θεωρείται ανδρείκελο του προέδρου».
Ο προσωρινός διορισμός στο διοικητικό συμβούλιο της Fed του Στίβεν Μίραν, ενός ατόμου που βρίσκεται μέσα στον Λευκό Οίκο και αναμένεται να πιέσει για μειώσεις επιτοκίων, δείχνει ότι «ο κίνδυνος δημοσιονομικής κυριαρχίας των ΗΠΑ αυξάνεται», δήλωσε ο Τρέβορ Γκρίνθαμ, επικεφαλής επενδύσεων σε πολλαπλά περιουσιακά στοιχεία στην Royal London Asset Management.
Βρετανία και Γερμανία
Πολλές άλλες χώρες μοιράζονται πολλά από τα χαρακτηριστικά του χρέους των ΗΠΑ – ακόμη και αν η ρητορική αλλού είναι λιγότερο έντονη.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ ο κρατικός δανεισμός μεταξύ της ομάδας χωρών υψηλού εισοδήματος θα φτάσει στο ρεκόρ των 17 τρισεκατομμυρίων δολαρίων φέτος, σε σύγκριση με 16 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2024 και 14 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023.
Οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων αγορών εξακολουθούν να επαναφέρουν τις νομισματικές πολιτικές και τους ισολογισμούς τους σε ένα πιο «κανονικό» περιβάλλον, μετά από χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης – τις μαζικές αγορές ομολόγων που αποσκοπούσαν να βοηθήσουν τις οικονομίες τους να ανακάμψουν από την οικονομική κρίση και την πανδημία Covid.
Οι επενδυτές παρακολουθούν στενά την Τράπεζα της Αγγλίας για να δουν εάν θα περιορίσει σημαντικά το πρόγραμμα πωλήσεων ομολόγων – τη λεγόμενη ποσοτική σύσφιγξη – σε μια απόφαση που έχει προγραμματιστεί για τον επόμενο μήνα.
«Το δίλημμα που έχουν είναι, εάν οι οικονομικές συνθήκες σφίξουν λόγω των κινήσεων της κυβέρνησης στη δημοσιονομική πολιτική, η τράπεζα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προσαρμόζεται σε αυτήν τη δημοσιονομική πολιτική», δήλωσε ο Mahmood Pradhan, παγκόσμιος επικεφαλής μακροοικονομίας στην Amundi Asset Management, αναφερόμενος στα σχέδια χρέους και δαπανών της βρετανικής κυβέρνησης. «Πιστεύω ότι η τράπεζα θα αντισταθεί πολύ σθεναρά στις πιέσεις της δημοσιονομικής κυριαρχίας».
Αλλά ,ακόμη και στη Γερμανία, γνωστή εδώ και καιρό για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς της, το κόστος δανεισμού 30 ετών έχει αυξηθεί σε πάνω από 3% -το υψηλότερο από το 2011- κυρίως λόγω των σχεδίων της νέας κυβέρνησης να αυξήσει τον δανεισμό για την αναζωογόνηση των υποδομών της χώρας και την ενίσχυση των αμυντικών δαπανών.
Ορισμένοι οικονομολόγοι ανησυχούν ότι τέτοιες τάσεις θα ενθαρρύνουν τις κυβερνήσεις να στραφούν από μακροπρόθεσμο σε βραχυπρόθεσμο χρέος – καθιστώντας τις χώρες πιο εκτεθειμένες στις διακυμάνσεις των επιτοκίων. Οπως είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής σταθερού εισοδήματος στην Jupiter Asset Management, Μάθιου Μόργκαν, «η αστάθεια καθιστά πιο δύσκολο να κατέχει κανείς το μακροπρόθεσμο χρέος και, ως εκ τούτου, πιο δύσκολο να εκδώσει εκεί».
«Δημοσιονομικός λαϊκισμός»
Οι χώρες με το μεγαλύτερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να είναι οι πιο εκτεθειμένες. Ο βετεράνος μακροεπενδυτής Ρέι Ντάλιο προειδοποίησε για μια «σπείρα θανάτου χρέους» σε ένα ακραίο σενάριο όπου οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να δανειστούν περισσότερα για να εξυπηρετήσουν το αυξανόμενο κόστος που επιφέρουν οι τόκοι.
Εάν οι αποδόσεις των ομολόγων «ανέβουν πολύ, οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παρέμβουν ξανά, να τυπώσουν χρήματα και να αγοράσουν [ομόλογα] για να προσπαθήσουν να διατηρήσουν χαμηλά τα επιτόκια, κάτι που θα μειώσει την αξία του χρήματος», δήλωσε σε συνέντευξή του.
Ο Ντάλιο πρόσθεσε ότι τέτοιες ανησυχίες θα μπορούσαν να μειώσουν την αξία των «βασικών αποθεματικών νομισμάτων» -όπως το δολάριο και το ευρώ- έναντι του χρυσού, η οποία έχει φτάσει σε ιστορικό υψηλό φέτος.