Προσδοκίες για την επίλυση των πολλών και διαφορετικών προβλημάτων, τρέφει ο επιχειρηματικός κόσμος, αναμένοντας την ομιλία του πρωθυπουργού στην 89η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Ειδικά οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, περιμένουν συγκεκριμένες εξαγγελίες που να απαντούν στις προκλήσεις του καιρού, αλλά και στα πολλά προβλήματα που αναδεικνύονται από την αυξανόμενη πίεση του λειτουργικού κόστους και την πτώση των τζίρων.
Ωστόσο, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται το 2025 υποδεικνύει ότι η λύση δεν βρίσκεται μόνο στην ενίσχυση των επιχειρήσεων, αλλά και στην ανακούφιση των καταναλωτών, των οποίων η αγοραστική δύναμη έχει συρρικνωθεί δραματικά.
Οι προκλήσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Διαδοχικές μελέτες των φορέων της αγοράς δείχνουν ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα βρίσκονται αντιμέτωπες με μια σειρά προκλήσεων.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η αύξηση του λειτουργικού κόστους, κυρίως λόγω των τιμών ενέργειας και πρώτων υλών, έχει οδηγήσει σε μείωση του τζίρου κατά 3,3% σε ετήσια βάση. Ειδικά ο τομέα της μεταποίησης καταγράφει τη μεγαλύτερη πτώση κατά 8,6% μεταξύ των υπόλοιπων.
Το 46% των μικρών επιχειρήσεων καταγράφουν μείωση του τζίρου, ενώ μόνο το 20,5% παρουσίασαν αύξηση. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο κρίσιμη για τις μικρότερες επιχειρήσεις, με το 30% να δηλώνει έλλειψη ρευστότητας και το 22,5% να έχει ταμειακά αποθέματα μόνο για έναν μήνα.
Τα προβλήματα που καταγράφονται πλέον οριζόντια στους περισσότερους κλάδους, αποτελούν τεράστιο πρόβλημα για την Ελληνική οικονομία, καθώς οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 99,6% των επιχειρήσεων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, το 84,7% της απασχόλησης και το 62,8% της πραγματικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας.
Η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται
Το πρόβλημα όμως έχει διάφορες αιτίες. Η αύξηση του λειτουργικού κόστους, συνδυάζεται με την πίεση στους τζίρους εξαιτίας της αδυναμίας που παρουσιάζουν οι καταναλωτές να ανταπεξέλθουν στην άνοδο των τιμών. Παρά την αύξηση των μισθών κατά 5,9% το πρώτο τρίμηνο του 2025, η πραγματική αγοραστική δύναμη των καταναλωτών έχει μειωθεί σημαντικά. Ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός, με τον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή να φτάνει το 3,1% τον Ιούλιο του 2025.
Σημαντικό παραμένει το πρόβλημα ειδικά στα τρόφιμα. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2,8% τον Ιούλιο του 2025 σε σχέση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους. Πλέον σωρευτικά οι αυξήσεις στα τρόφιμα από το 2020 έχουν φτάσει στο 30%.
Αυτή η αύξηση των τιμών, σε συνδυασμό με την αργή αύξηση των μισθών, έχει οδηγήσει σε περιορισμό της κατανάλωσης. Οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να περιορίσουν τις δαπάνες τους σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης και την ως συνέπεια την πτώση των τζίρων.
Στοχευμένα μέτρα ή επικοινωνιακά
Δεδομένο είναι ότι η Ελληνική οικονομία μοιάζει να έχει δύο διαφορετικά πρόσωπα. Από τη μια τα δημόσια οικονομικά καταγράφουν θετική πορεία, με υπερπλεονάσματα και υπερκάλυψη των στόχων και από την άλλη η πραγματική οικονομία δείχνει σημάδια προβληματισμού και κόπωσης.
Φορείς της αγοράς καταλογίζουν καθυστέρηση στις παρεμβάσεις της κυβέρνησης για την ενίσχυση των εισοδημάτων, καθώς όπως σημειώνουν για πολύ καιρό η κυβέρνηση αρκέστηκε στην άσκηση επιδοματικής πολιτικής.
Τα μέτρα όμως αυτά δεν έδωσαν λύση στα προβλήματα. Οπως σημειώνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η επίδραση αυτών των επιδομάτων στην πραγματική αγοραστική δύναμη είναι περιορισμένη, καθώς οι αυξήσεις των τιμών υπερβαίνουν τις αυξήσεις των εισοδημάτων.
Ενδεικτικό είναι ότι οι περισσότεροι φορείς σημειώνουν ότι η αύξηση των μισθών δεν έχει καταφέρει να αντισταθμίσει την αύξηση του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κάλυψη των βασικών τους αναγκών, γεγονός που προκαλεί ασφυξία στα νοικοκυριά και μεγάλα προβλήματα στις επιχειρήσεις.