«Χορτάσαμε από συμπάθεια». Σε αυτήν τη φράση συνόψισε ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, Γιώργος Καββαθάς, την κατάσταση που βιώνουν οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, παρουσιάζοντα τα συμπεράσμα της ετήσιας έκθεσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, το κόστος λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων έχει αυξηθεί μεσοσταθμικά κατά 39,6% την τελευταία τριετία, γεγονός που δυσχεραίνει περαιτέρω τη λειτουργία και την ανταγωνιστικότητά τους.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την έκθεση, το περιβάλλον στο οποίο καλούνται να δραστηριοποιηθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα γίνεται ολοένα δυσχερέστερο.
Οσον αφορά τον δείκτη οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, το β’ εξάμηνο του 2024 σημείωσε μεν αύξηση της τάξεως του 10% πό 49,6% σε 59,3% σε σχέση με το α’ εξάμηνο, ωστόσο έχουν προηγηθεί τρία διαδοχικά εξάμηνα πτωτικής πορείας.
Συγκεκριμένα, το χαμηλότερο ποσοστό του πρώτου εξαμήνου, που οφείλεται μεταξύ άλλων και στον τεκμαρτό τρόπο φορολόγησης των ΜμΕ, ακολουθήθηκε από ένα σημαντικά αυξημένο ποσοστό στο δεύτερο εξάμηνο, το οποίο με την σειρά του προκύπτει κυρίως από την άνοδο του τουρισμού, που σημείωσε ρεκόρ αφίξεων και εισπράξεων.
Επιπλέον, ο δείκτης οικονομικού κλίματος των ΜμΕ κινείται σε χαμηλά ακόμη επίπεδα, σε σύγκριση με το ιστορικό υψηλό των 66,7 μονάδων του πρώτου εξαμήνου του 2023. Την ίδια στιγμή, σημειώνεται τεράστια απόκλιση ανάμεσα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (48 και 81,1 μονάδες αντίστοιχα), με τις πρώτες να φαίνεται ότι δυσκολεύονται περισσότερο.
Ας σημειωθεί ότι τις προηγούμενες ημέρες, τα νεότερα στοιχεία για το α’ εξάμηνο του 2025 έδειξαν σημαντική επιδείνωση του οικονομικού κλίματος στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, με τον σχετικό δείκτη να υποχωρεί κατά δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες, από τις 59,3 στις 47,2 μονάδες, σύμφωνα με την εξαμηνιαία έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ.
Η πτώση αντανακλά τις αυξημένες πιέσεις που δέχονται οι επιχειρήσεις από τη μείωση του κύκλου εργασιών, το υψηλό λειτουργικό κόστος, τη χαμηλή ρευστότητα και την περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, θέτοντας σε κίνδυνο επενδύσεις, απασχόληση και βιωσιμότητα.
Κύκλος εργασιών
Επιδείνωση παρουσιάζει, επίσης, η εικόνα του κύκλου εργασιών και στα δύο εξάμηνα του 2024. Ειδικότερα, τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο εξάμηνο του 2024 παρατηρείται μείωση των επιχειρήσεων που διαπίστωσαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους συγκριτικά με το προηγούμενο έτος.
Επιπλέον, συνεχίζεται το φαινόμενο της συγκέντρωσης μεγαλύτερων μεριδίων αγοράς από μεγαλύτερες εταιρίες. Ως εκ τούτου, οι πόροι της οικονομίας εξακολουθούν να συγκεντρώνονται με αυξανόμενη ένταση στα χέρια όλο και λιγότερων φυσικών ή νομικών προσώπων.
Ρευστότητα – επενδύσεις
Επιδείνωση της ρευστότητας βίωσαν οι επιχειρήσεις το 2024 σε σχέση με το 2023. Συγκεκριμένα, περισσότερες από τις μισές καταγράφουν μείωση της ρευστότητάς τους το πρώτο ή το δεύτερο εξάμηνο, ενώ λιγότερες από μία στις πέντε και στα δύο εξάμηνα εμφανίζουν βελτίωση της ρευστότητάς τους. Μέρος της επιδείνωσης και της μείωσης της ρευστότητας οφείλεται στην εφαρμογή του τεκμαρτού τρόπου φορολόγησης αλλά και στις συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις.
Όπως και το 2023, το 2024, περισσότερες από μια στις τρεις επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κάποιου είδους επένδυση. Ωστόσο, το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας, δεδομένου ότι η συντριπτική τους πλειονότητα χρηματοδοτείται από ίδιους πόρους.
Ο αποκλεισμός των επιχειρήσεων από χρηματοδοτικά εργαλεία και από το χρηματοπιστωτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια εγείρει εμπόδια για τις επιχειρήσεις, οδηγώντας παράλληλα στη διαχρονική πια πραγματικότητα της αυτοχρηματοδότησης των επενδύσεων.
Απασχόληση
Αντίθετη πορεία ακολούθησαν τα ποσοστά απασχόλησης κατά την διάρκεια του 2024. Ειδικότερα, στο πρώτο εξάμηνο, το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό τους παρέμεινε θετικό, αν και υποδεέστερο των εκτιμήσεων που είχαν γίνει για το συγκεκριμένο εξάμηνο (10,3% των επιχειρήσεων αύξησαν το προσωπικό τους και 6,6% το μείωσε). Στο δεύτερο εξάμηνο, το ισοζύγιο αυτό ήταν αρνητικό (οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους αντιστοιχούν στο 7,9%, έναντι 8,9%, που δήλωσαν ότι το μείωσε). Η διαφορά ανάμεσα στα δύο εξάμηνα μπορεί να ερμηνευθεί και μέσω της εποχικής απασχόλησης, που αυξάνεται κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, η έναρξη της οποίας συντελείται το πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου.
Κόστος λειτουργίας – τιμές
Η αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων συνεχίστηκε και το 2024. Σύμφωνα, μάλιστα, με την τελευταία έρευνα οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Φεβρουάριος 2025), εννιά στις δέκα επιχειρήσεις (91,6%) δήλωσαν ότι το κόστος λειτουργίας τους αυξήθηκε την τελευταία τριετία.
Επιπρόσθετα, όσον αφορά τις τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, παρά την αποκλιμάκωση της συχνότητας και της διασποράς των ανατιμήσεων από το δεύτερο εξάμηνο του 2023 και έπειτα, ο ρυθμός και ο αριθμός των επιχειρήσεων που ανατίμησαν τα παρεχόμενα αγαθά και υπηρεσίες παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, δεδομένου και του ιδιαίτερα αυξημένου κόστους λειτουργίας τους.
Ληξιπρόθεσμες οφειλές
Το ποσοστό, τέλος, των επιχειρήσεων με ληξιπρόθεσμες οφειλές παρουσιάζει μικρές διαφοροποιήσεις συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά, παραμένοντας σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
ΜμΕ και κλιματική κρίση
Η οδυνηρή διαπίστωση ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον ένα γεγονός που αφορά το απώτερο μέλλον, αλλά τουναντίον αποτελεί μια κρίση του παρόντος, δημιουργεί νέα δεδομένα που επηρεάζουν ποικιλοτρόπως όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, και δεδομένου ότι οι ΜμΕ αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής δραστηριότητας, η ομαλή μετάβαση τους στη νέα πραγματικότητα αποτελεί ένα μεγάλο πολιτικό, οικονομικό αλλά και κοινωνικό στοίχημα.
Η αυξητική τάση της εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, επιτάσσει την άμεση θωράκιση των ΜμΕ, η οποία περνάει αναπόφευκτα μέσα από την εύκολη πρόσβαση σε κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία και ασφαλιστικά προϊόντα, πέρα από το σχεδιασμό εξειδικευμένων πολιτικών προσαρμογής και μετριασμού. Η αλλαγή κουλτούρας στις ελληνικές ΜμΕ σε σχέση με τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης διαφαίνεται ήδη μέσα από τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε η ΕτΕ. Αναμφίβολα, η προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στην κλιματική κρίση περνάει κυρίως μέσα από την προστασία και τη θωράκιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Πράσινη μετάβαση
Η πράσινη μετάβαση είναι μια σύνθετη και μακρόχρονη διαδικασία που απαιτεί ταυτόχρονα αλλαγή νοοτροπίας και ενεργή πολιτική δράση. Η καλλιέργεια περιβαλλοντικής κουλτούρας μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια κοινωνία πιο πρόθυμη να υιοθετήσει βιώσιμες συμπεριφορές. Ωστόσο, χωρίς στοχευμένες και συνεκτικές πολιτικές, ο δρόμος προς τη βιωσιμότητα παραμένει αβέβαιος. Οι δημόσιες παρεμβάσεις καλούνται να μετατρέψουν την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση σε πράξη, ευθυγραμμίζοντας τα ατομικά κίνητρα με τους συλλογικούς στόχους. Μόνο μέσα από αυτή τη διπλή προσέγγιση —με αλλαγή αξιών και κατάλληλη πολιτική καθοδήγηση— μπορούμε να πετύχουμε μια πραγματικά δίκαιη και βιώσιμη μετάβαση.