Τις επόμενες ώρες αναμένεται να κλειδώσει από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, το μπουκέτο φορολογικών παρεμβάσεων, μειώσεις τεκμηρίων και ελαφρύνσεων σε οικογένειες με παιδιά. Οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες θα έχουν αναμφίβολα πολιτικό βάρος, αλλά και πραγματική σημασία για χιλιάδες φορολογούμενους που ασφυκτιούν στη μέγκενη της ακρίβειας. Παρόλα αυτά, όσο γενναίες και αν είναι οι παρεμβάσεις στη φορολογία, η καθημερινότητα «φωνάζει» ότι χωρίς αύξηση εισοδήματος, οι παρεμβάσεις μένουν μισές.
Η αγορά εργασίας παραμένει καθηλωμένη σε χαμηλούς μισθούς, με τον κατώτατο να έχει αυξηθεί στα 880 ευρώ από την άνοιξη του 2025, αλλά να εξακολουθεί να μην καλύπτει τις ανάγκες μιας μέσης οικογένειας.
Στην καθημερινότητα, αυτό σημαίνει πως οι φοροελαφρύνσεις μεταφράζονται σε πολύ μικρό όφελος για τον εργαζόμενο. Ένα «κούρεμα» των τεκμηρίων ή ένας νέος συντελεστής στην κλίμακα φορολόγησης, στην πράξη, αποδίδουν μερικές δεκάδες ευρώ τον μήνα. Για όσους όμως βρίσκονται κάτω από το όριο των 1.000 ευρώ καθαρά, το κέρδος θα χαθεί από τον αυξημένο λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος ή από το καλάθι του σούπερ μάρκετ.
Οι ευρωπαϊκές συγκρίσεις
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο δύσκολη όταν η μισθοί στην χώρα μας συγκριθούν με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η Ισπανία έχει αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 1.134 ευρώ, με αθροιστική αύξηση πάνω από 50% από το 2018. Η Πορτογαλία είδε τις ονομαστικές αποδοχές να αυξάνονται κατά 7,6% το 2024, στηρίζοντας την εγχώρια κατανάλωση. Η Πολωνία, έχει αυξήσει ήδη τον κατώτατο στα 1.050 ευρώ. Ακόμη και η Μάλτα, με πληθυσμό μικρότερο από την Ελλάδα, κινείται στα 1.008 ευρώ, ενώ η Βουλγαρία με 477 ευρώ παραμένει η εξαίρεση που επιβεβαιώνει όμως τον κανόνα.
Η Ελλάδα, με επίπεδο τιμών στο 86% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δεν είναι η ακριβότερη χώρα. Ωστόσο, η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών υπολείπεται, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Χαμηλά εισοδήματα, υψηλές δαπάνες για στέγαση και ενέργεια, συνεχής φθορά του διαθέσιμου εισοδήματος. Οι φοροελαφρύνσεις, όσο αναγκαίες κι αν είναι, δεν μπορούν από μόνες τους να αντιστρέψουν αυτήν την κατάσταση .
13ος και 14ος μισθός
Το τελευταίο διάστημα επανέρχεται η συζήτηση για τον 13ο και 14ο μισθό στο Δημόσιο και στις συντάξεις. Η εκκρεμότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας μπορεί να κρίνει την υπόθεση, ωστόσο η πολιτική αντιπαράθεση επικεντρώνεται στην οικονομική αποτελεσματικότητα ενός τέτοιου μέτρου. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η επαναφορά επιδομάτων ή «δώρων» λειτουργεί σαν ένεση ρευστότητας για την αγορά. Χιλιάδες νοικοκυριά θα δουν το εισόδημα τους να αυξάνεται και μάλιστα σε περιόδους που αυξάνεται η κατανάλωση, οι επιχειρήσεις περιμένουν να αυξήσουν το τζίρο τους και το κράτος γεμίζει τα δημόσια ταμεία μέσω του ΦΠΑ.
Το δημοσιονομικό κόστος για την επαναφορά του 13ου και 14 μισθού είναι βαρύ, όμως σε μια οικονομία που πασχίζει να στηριχθεί από την εσωτερική ζήτηση, η σημασία ενός τέτοιου «μπόνους» δεν είναι αμελητέα.
Συλλογικές συμβάσεις
Το 2025 είναι χρονιά που επανέρχονται οι τριετίες, ύστερα από πάγωμα σχεδόν μιας δεκαετίας. Οι κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις αρχίζουν να αποτυπώνονται στις αποδοχές, με κάποιους κλάδους όπως οι τράπεζες ή οι τηλεπικοινωνίες, οι αυξήσεις να φτάνουν το 5%–6%, ενώ σε άλλους, ιδιαίτερα στον τουρισμό και στη μεταποίηση, να παραμένουν ισχνές. Εδώ κρίνεται η αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων, καθώς αν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ανακόψουν την καθήλωση των μισθών, οι φορολογικές εξαγγελίες θα αποκτήσουν μεγαλύτερο νόημα και ισχυρότερο αποτύπωμα.
Η εμπειρία άλλων χωρών είναι διδακτική. Στην Ισπανία, η σταθερή άνοδος του κατώτατου μισθού συνδυάστηκε με ενίσχυση συλλογικών συμβάσεων, περιορίζοντας την εισοδηματική ανισότητα. Στην Πορτογαλία, οι αυξήσεις του 2024, οχι απλά δεν έπληξαν την απασχόληση αλλά ενίσχυσαν την κατανάλωση. Οι φορολογικές πολιτικές από μόνες τους δεν θα αρκούσαν, αν δεν υπήρχαν και οι ανάλογες παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, η κυβέρνηση επιλέγει να δώσει έμφαση στις φορολογικές παρεμβάσεις, όχι μόνο συμβολικά αλλά και για τη δικαιότερη κατανομή των βαρών. Όμως, όταν οι μισθοί των 1.000 ευρώ κυριαρχούν στην αγορά, η απόσταση που θα πρέπει να καλυφθεί παραμένει εξαιρετικά μεγάλη.