Ανάπτυξη δεν σημαίνει πάντα και ευημερία – ακόμη και με «παροχές»

Η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα «γυρίσει» το κλίμα με τις εξαγγελίες στη ΔΕΘ. Όμως, η αναπτυξιακή αγωνία της χώρας δεν αντιμετωπίζεται ούτε με παροχές ούτε με «δείκτες»

Ανάπτυξη δεν σημαίνει πάντα και ευημερία – ακόμη και με «παροχές»

Τις τελευταίες μέρες οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης έχουν επιδοθεί σε μια φιλότιμη προσπάθεια να μας πείσουν ότι η κατάσταση στην οικονομία είναι καλή, ότι έχουν βελτιωθεί και οι κοινωνικοί δείκτες, και ότι σήμερα η χώρα μας να είναι πιο ευημερούσα σε σχέση με το 2019 αλλά και κοινωνικά πιο δίκαιη.

Η επικοινωνιακή προσπάθεια ουσιαστικά προλειαίνει το έδαφος για τις εξαγγελίες που θα κάνει ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, τον παραδοσιακό τόπο ετήσιων εξαγγελιών οικονομικών και κοινωνικών μέτρων.

Το μήνυμα είναι σαφές: τα πράγματα πάνε καλά και με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού, πρωτίστως τη μείωση των άμεσων φόρων, θα πάνε καλύτερα.

Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πραγματικό μήνυμα είναι διαφορετικό: η κυβέρνηση γνωρίζει ότι αντιμετωπίζει μεγάλη δυσαρέσκεια στο κοινωνικό επίπεδο και ελπίζει να «γυρίσει το κλίμα» κάνοντας παροχές και δίνοντας μια εικόνα ανάπτυξης.

Στην πραγματικότητα τα πράγματα είναι και πιο σύνθετα και πρωτίστως διαφορετικά από τις κυβερνητικές εξαγγελίες.

Όντως η χώρα έχει έναν ήπιο ρυθμό ανάπτυξης που είναι υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Βοηθά σε αυτό και η αύξηση της κατανάλωσης και η αύξηση των επενδύσεων. Όμως, με δεδομένο ότι η ήπια αυτή ανάπτυξη των τελευταίων ετών, εξαιρουμένης της περιόδου της πανδημίας, ήρθε μετά από μακρά περίοδο οικονομικής καταστροφής την περασμένη δεκαετία, η χώρα μας με όρους πραγματικού εισοδήματος είναι πολύ χαμηλά. Με βάση τις εκτιμήσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των πραγματικών εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης, το 2024 ήταν το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της ΕΕ.

Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ η ανεργία μειώνεται τα τελευταία δέκα χρόνια (και όχι μόνο μετά το 2019 όπως λέει η κυβέρνηση), εντούτοις δεν έχει οδηγήσει σε αναβάθμιση της θέσης των μισθωτών, παρότι σε αρκετούς κλάδους είχαμε και άνοδο της παραγωγικότητας. ΤΟ ΙΝΕ-ΓΣΕΕ μάλιστα υποστηρίζει ότι παρά τις ονομαστικές αυξήσεις το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7% ανάμεσα στο 2019 και το 2024.

Παρά τη μείωση της ανεργίας η χώρα μας γίνεται πιο άδικη για τους εργαζομένους, κάτι που καταγράφεται και σε έναν άλλο δείκτη, αυτόν που αφορά το μερίδιο των μισθών, των κερδών και των καθαρών έμμεσων φόρων στο ΑΕΠ. Αισθητή η διαφορά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Στη χώρα μας το 2024 οι μισθοί αντιπροσώπευαν το 35% του ΑΕΠ (το 2019 ήταν 36,8%), τα κέρδη αντιπροσώπευαν το 50,2% (το 2019 ήταν 48,3%) και οι καθαροί έμμεσοι φόροι το 14,7%. Συγκριτικά στην ΕΕ οι μισθοί αντιπροσώπευαν το 47,9,% του ΑΕΠ και τα κέρδη το 41%, με τους καθαρούς έμμεσους φόρους στο 11,1%

Το αποτέλεσμα ήταν το 2024 το ποσοστό σοβαρής υλικής και κοινωνικής στέρησης μισθωτών να είναι το δεύτερο υψηλότερο μετά από αυτό της Βουλγαρίας. Το ποσοστό των μισθωτών που το 2024 αδυνατούσαν να δαπανήσουν ένα μικρό ποσό κάθε χρόνο για τον εαυτό τους ήταν στην Ελλάδα το υψηλότερο στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αντίστοιχα, η χώρα μας είχε το 2024 το υψηλότερο ποσοστό μισθωτών που αδυνατούν να συμμετέχουν τακτικά σε δραστηριότητας αναψυχής.

Την περίοδο 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγ­ματικός μισθός στη χώρα μας μειώθηκε κατά 32,8%. Προφανώς η μεγάλη καταστροφή έγινε στα μνημόνια, όμως ακόμη και την περίοδο 2019-2024 η μείωση διαμορφώθηκε στο 1,1%, παρά την αύξηση του μέσου ετήσιου πραγ­ματικού μισθού κατά 2,9% τη διετία 2023-2024.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας νιώθουν φτωχοί. Η χώρα μας έχει το υψηλότερο ποσοστό υποκειμενικής φτώχειας μισθωτών στα κράτη-μέλη της ΕΕ στο εντυπωσιακό 57,1%. Μπορεί να έχει βελτιωθεί από το 2019, αλλά παραμένει εντυπωσιακό υψηλό.

Την ίδια στιγμή, όντως η χώρα μας έχει σημαντική αύξηση των επενδύσεων. Και ένα μέρος τους είναι παραγωγικές. Μόνο που εξαρτώνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με την Ευρώπη από τις επενδυτικές χορηγήσεις, δηλαδή από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πράγμα που γεννά το ερώτημα τι θα γίνει όταν τελειώσει αυτό το πρόγραμμα. Ενδεικτικά στην Ελλάδα το ποσοστό των επενδυτικών χορηγήσεων ως ποσοστό των επενδύσεων είναι 26% και είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Σε ό,τι αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις αυτές στη μεγάλη πλειονότητά τους κατευθύνθηκαν είτε στον χρηματοικονομικό τομέα είτε στην αγορά ακινήτων. Μάλιστα, ειδικά οι ξένες επενδύσεις στην αγορά κατοικίας ξέρουμε ότι στην πραγματικότητα επιδεινώνει τη συνθήκη διαβίωσης στις πόλεις, αφού αυξάνει το κόστος αγοράς κατοικίας ή ενοικίασης.

Την ίδια στιγμή τα στοιχεία από το εμπορικό ισοζύγιο και τις εξαγωγές, ανεξαρτήτως των διακυμάνσεων που αποτυπώνουν και ένα ασταθές διεθνές περιβάλλον, στην πραγματικότητα δείχνουν τα όρια του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, καθώς εξακολουθούμε να έχουμε τις χαμηλότερες εξαγωγικές επιδόσεις εκεί που θα θέλαμε να έχουμε τις υψηλότερες: στα προϊόντα μέσης και υψηλής τεχνολογίας

Εκεί που τα πράγματα πάνε καλύτερα είναι σίγουρα στα δημοσιονομικά. Το 2024 η χώρα μας είχε πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από το 1995. Αυξήθηκαν τα φορολογικά έσοδα (βοήθησε και η μη αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμάκων), συγκρατήθηκαν οι δαπάνες και για τους μισθωτούς κάποιες στιγμές ήταν ως ό,τι έμπαινε στη μία τσέπη ως αύξηση μισθού να φεύγει από την άλλη ως αυξημένη φορολογία.

Τι δείχνει αυτή η εικόνα;

Μια χώρα όπου η ήπια ανάπτυξη συνδυάζεται με τη διαρκή φτωχοποίηση της εργασίας που βλέπει το μερίδιο της στο συνολικό προϊόν να υποχωρεί, όπου οι «ατμομηχανές της ανάπτυξης» όπως ο τουρισμός κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε παγίδες, καθώς παρά τα όποια θετικά σημάδια, δεν γίνεται το αναγκαίο αναπτυξιακό άλμα προς τους τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και ισχυρής εξαγωγικής επίδοσης.

Μια χώρα όπου οι επενδύσεις δεν εξαρτώνται από μια ενδογενή δυναμική, αλλά από πολιτικές επιλογές σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως ήταν το Ταμείο Ανάκαμψης, που δεν είναι δεδομένο ότι θα επαναληφθεί.

Μια χώρα που έχει ιδιαίτερα καταρτισμένο δυναμικό τεχνικό αλλά και επιστημονικό (τα βήματα που γίνονται σε κλάδους όπως η ενέργεια ή η πληροφορική είναι ενδεικτικά), αλλά εξακολουθεί να μην του δίνει προοπτική και ελπίδα.

Μια χώρα που προσελκύει επενδύσεις αλλά σε κλάδους χωρίς μεγάλο αναπτυξιακό αποτύπωμα όπως τα ακίνητα, και όχι στην υψηλή τεχνολογία και στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.

Μια χώρα που βλέπει κρίσιμες δαπάνες, όπως οι αγροτικές επιδοτήσεις, να διασπαθίζονται ως περίπου πολιτικό χρήμα αντί να αντιμετωπίζονται ως μοχλός παραγωγικής αναβάθμισης.

Μια χώρα τελικά μειωμένων προσδοκιών και πραγματικής αγωνίας για το μέλλον.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη ήρθε στην εξουσία γιατί υποσχέθηκε την κανονικότητα αλλά και τη δυνατότητα να συζητήσουμε ξανά για ένα αναπτυξιακό μέλλον.

Στην πραγματικότητα δεν τα κατάφερε και έξι χρόνια μετά η χώρα δεν είναι πιο αισιόδοξη για το οικονομικό και κοινωνικό της μέλλον, την ώρα που το διεθνές περιβάλλον γίνεται πιο ασταθές και η Ευρώπη πιθανώς να μην είναι πλέον στον ίδιο βαθμό το υποκατάστατο μιας ενδογενούς χρηματοδοτικής δυναμικής.

Εάν προσθέσουμε σε αυτό την εξαιρετικά δυσμενή θέση στην οποία έχει περιέλθει το δημόσιο σύστημα υγείας που κρατιέται όρθιο από τον ηρωικό αγώνα των γιατρών και των νοσηλευτών, τις πιέσεις από τις δημογραφικές τάσεις, την κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς και την αποτελεσματικότητά τους, την κουλτούρα διακυβέρνησης τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί μια βαθιά δυσαρέσκεια και απαισιοδοξία δεν θα αντιστραφούν με κάποιες φοροαπαλλαγές.

Η χώρα χρειάζεται αλλαγή αναπτυξιακού παραδείγματος. Και η σημερινή κατάσταση δείχνει και τον δρόμο: Αναδιανομή εισοδήματος, δηλαδή πραγματική αναβάθμιση οικονομική της εργασίας. Έμφαση στην τεχνολογία και τους τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού και των δημόσιων πανεπιστημίων. «Απεξάρτηση» από τον τουρισμό και το real estate ως «εύκολες λύσεις». Ανασυγκρότηση των θεσμών, πάταξη της ενδημικής διαφθοράς, διαφάνεια και αξιοκρατία.

Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε όντως η χώρα να αποκτήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που να ανοίγει δρόμο για το μέλλον και να μπορεί να κινητοποιήσει την κοινωνία να βάλει πλάτη γι’ αυτό το μέλλον.

Γιατί δεν μας αξίζει να είμαστε χώρα μειωμένων προσδοκιών…

Πηγής: in.gr

OT Originals
Περισσότερα από Opinion

ot.gr | Ταυτότητα

Διαχειριστής - Διευθυντής: Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

Διευθυντής Σύνταξης: Χρήστος Κολώνας

Ιδιοκτησία - Δικαιούχος domain name: ΟΝΕ DIGITAL SERVICES MONOΠΡΟΣΩΠΗ ΑΕ

Νόμιμος Εκπρόσωπος: Ιωάννης Βρέντζος

Έδρα - Γραφεία: Λεωφόρος Συγγρού αρ 340, Καλλιθέα, ΤΚ 17673

ΑΦΜ: 801010853, ΔΟΥ: ΦΑΕ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ηλεκτρονική διεύθυνση Επικοινωνίας: ot@alteregomedia.org, Τηλ. Επικοινωνίας: 2107547007

Μέλος

ened
ΜΗΤ

Aριθμός Πιστοποίησης
Μ.Η.Τ.232433

Απόρρητο