Μόνο προβληματισμό προκαλούν τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή σε σχέση με την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ.
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατέβασε ταχύτητα στο 1,7% κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2025 από 2,2% για το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Τρόπον τινά, η συγκεκριμένη εξέλιξη δημιουργεί κάποια ζητήματα σε σχέση με τη σημερινή παρουσία του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην 89η ΔΕΘ, οποίος θα ήθελε να έχει στα…χέρια πολύ ισχυρότερα στοιχεία, κάτι το οποίο δε συμβαίνει και οφείλεται και στις πολιτικές που ακολουθεί ο ίδιος.
Συνεπώς, αφαιρείται αυτομάτως το επιχείρημα της δήθεν πολύ ισχυρής οικονομίας που επικαλείται ο ίδιος και στελέχη της κυβέρνησής του, καθότι οι ρυθμοί που επιτυγχάνονται όχι μόνο δεν είναι καταιγιστικοί, όπως υποσχόταν ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης το 2019, αλλά ανακύπτουν ερωτήματα για το τι μέλλει γενέσθαι, καθώς η κατάσταση δείχνει μέτρια, ενώ στη χώρα εισέρχονται κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα οποία -υποτίθεται ότι- θα μπορούσαν να δώσουν ώθηση, εάν αξιοποιούνταν σωστά.
Υπάρχουν όμως και άλλα θέματα. Ένα από τα βασικά στοιχεία που σχετίζονται με τη χθεσινή ανακοίνωση είναι η συγκράτηση της κατανάλωσης, καθότι η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,1% σε σχέση με το 1o τρίμηνο του 2025 και αυξήθηκε μόλις κατά 1% σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2024.
Αυτό είναι άμεσα συνυφασμένο με την ακρίβεια, η οποία συνεχίζει την ανοδική της πορεία στην Ελλάδα και μάλιστα με υψηλότερο ρυθμό σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Το αποτέλεσμα είναι να προχωρούν οι καταναλωτές σε περικοπές δαπανών, προκειμένου να μπορέσουν να αντέξουν αυτόν τον Μαραθώνιο 4ετίας των συνεχιζόμενων ανατιμήσεων.
Ο ετήσιος στόχος του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών είναι η άνοδος του ΑΕΠ το 2025 κατά 2,3%, αλλά ο μέσος όρος του πρώτου εξαμήνου είναι οριακά κάτω από 2% και συγκεκριμένα στο 1,95%, κάτι που προκαλεί προβληματισμό.
Ως φαίνεται, η επαναφορά του ΑΕΠ στα προ κρίσης επίπεδα δεν έχει ακόμη επιτευχθεί, αντικατοπτρίζοντας τα ευρύτερα διαρθρωτικά προβλήματα που συνεχίζει να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία μετά τη δεκαετή περίοδο ύφεσης και προσαρμογής, όπως παρατήρησε πρόσφατα το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο.
Και ίσως να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο, με την ευθύνη να «βαραίνει» την κυβέρνηση της ΝΔ.
Παράλληλα, ακόμη και οι μειωμένοι δασμοί Τραμπ στην ευρωπαϊκή οικονομία σε συνδυασμό με τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούν δημιουργούν κατάσταση επενδυτικού προβληματισμού.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση έχει θέσει ψηλά τον πήχη και συγκεκριμένα στο 8,4% για φέτος. Με βάση τα χθεσινά στοιχεία, οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (ουσιαστικά οι επενδύσεις) αυξήθηκαν κατά 6,5% σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2024.
Προηγουμένως, ο ακαθάριστος μετασχηματισμός παγίου κεφαλαίου το πρώτο τρίμηνο του 2025 μειώθηκε κατά 6,1% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2024 και υποχώρησαν επίσης κατά 3,2% συγκριτικά με το αντίστοιχο πρώτο τρίμηνο της περσινής χρονιάς.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, δε θα πρέπει να περνά απαρατήρητο και το γεγονός της -επί τα χείρω- αναθεώρησης της εκτίμησης για την ελληνική ανάπτυξη από την UBS.
Και ενδεχομένως να ακολουθήσουν και άλλοι οίκοι…
Για αυτό και πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι στην ελληνική οικονομία δεν έχει αναπτυχθεί η δυναμική που θα επέτρεπε την επίτευξη υψηλών επιδόσεων μεσοπρόθεσμα.
Αντίθετα, οι εκτιμήσεις των αναλυτών δείχνουν επιβράδυνση μετά την εξάντληση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η διάρκεια του οποίου έχει οριστεί μέχρι το τέλος Αυγούστου του 2026.