Ικανοποίηση επικρατεί στις τραπεζικές διοικήσεις για την πορεία των δανείων προς νοικοκυριά, τα οποία οδεύουν σε ρεκόρ 11 ετών στην εφετινή χρήση.
Πρόκειται για τον τομέα που έτρεχε με αρνητικούς ρυθμούς από το 2010 έως και το 2024. Η εικόνα ωστόσο εφέτος έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι νέες συμβάσεις στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων έφτασαν την περίοδο Ιανουάριος – Ιούλιος 2025 στα 2,16 δισ. ευρώ, ισοφαρίζοντας σχεδόν την επίδοση του 2014.
Τα μεγέθη αυτά είναι σε σύγκριση με το επτάμηνο του 2024 υψηλότερα κατά 353 εκατ. ευρώ, αντιστοιχώντας σε άνοδο της τάξης του 18%.
Τα δάνεια στέγης
Η βασική διαφορά ωστόσο σε σύγκριση με τις προηγούμενες χρονιές αφορά στη συμμετοχή των δανείων στέγης στο συνολικό μίγμα.
Συγκεκριμένα, οι χρηματοδοτήσεις για την απόκτηση ακινήτου έφτασαν το υπό εξέταση διάστημα τα 1,06 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 32% σε ετήσια βάση.
Από την άλλη, μικρότερη ήταν η αντίστοιχη θετική μεταβολή στην καταναλωτική πίστη, με τα νέα τοκοχρεολυτικά δάνεια να φτάνουν τα 1,097 δισ. ευρώ, με άνοδο 9,75% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι.
Ουσιαστικά, οι εκταμιεύσεις στις δύο κατηγορίες χορηγήσεων ήταν ίσες.
Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, εάν η αγορά συνεχίσει με τους ίδιους ρυθμούς έως και το τέλος του έτους, κάτι που θεωρούν εξαιρετικά πιθανό, οι νέες χορηγήσεις στη στεγαστική πίστη θα ξεπεράσουν το 2025 τις αντίστοιχες στην καταναλωτική.
Η εξέλιξη αυτή είναι ενθαρρυντική για τον κλάδο, καθώς αυξάνει τα μεγέθη του με περισσότερο εξασφαλισμένα και πιο μακροπρόθεσμα δάνεια.
Εξάλλου, το σενάριο επιστροφής της πιστωτικής επέκτασης σε θετικός έδαφος στο συγκεκριμένο τομέα είναι πλέον το βασικό.
Τους δύο πρώτους καλοκαιρινούς μήνες ο ρυθμός μεταβολής των υπολοίπων ιδιωτών κινήθηκε στη ζώνη του 0,5% – 0,7%.
Στη στεγαστική πίστη περιορίστηκε στα επίπεδα του -1% έναντι -3% μόλις πέρυσι, ενώ στα καταναλωτικά δάνεια επιταχύνθηκε πάνω από το 6%.
Η οργανική κερδοφορία
Οι επιδόσεις αυτές στηρίζουν το οργανικό εισόδημα των τραπεζών, τόσο από τόκους, όσο και από προμήθειες, μέσω των εξόδων που συνοδεύουν τα συγκεκριμένα προγράμματα.
Οι διοικήσεις τους έχουν ξεκάθαρη στόχευση για επιτάχυνση των νέων χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες την ερχόμενη τριετία.
Πρόκειται για μία άσκηση που διευκολύνεται από τα υψηλά αποθέματα ρευστότητας που τηρεί ο κλάδος, το θετικό μακροοικονομικό περιβάλλον και την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Πιστεύουν δε πως τα στεγαστικά δάνεια μπορούν να αποτελέσουν τον επιταχυντή της λιανικής τραπεζικής, καθώς εκτιμούν ότι η ζήτηση για αγορά πρώτης κατοικίας τα επόμενα χρόνια θα ενισχυθεί περαιτέρω.
Ενδεικτικός του δυνητικού ενδιαφέροντος για δάνεια της κατηγορίας είναι ο πολύ μεγάλος αριθμός αιτήσεων για το πρόγραμμα «Σπίτι Μου ΙΙ», που αφορούσε ηλικίες έως 50 ετών.
Τα επιτόκια
«Με δεδομένες τις ανοδικές τάσεις των τιμών στην κτηματαγορά, η απόκτηση σπιτιού για την πλειονότητα των νοικοκυριών, περνά μέσα από το τραπεζικό σύστημα», σημειώνουν αναλυτές.
Επιπλέον, προσθέτει, πως σύμμαχο στην προσπάθεια των τραπεζών να αυξήσουν τις εκταμιεύσεις, αποτελεί η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη.
Όπως εξηγούν, με τους δείκτες euribor γύρω από τη ζώνη του 2% και την πρόβλεψη για διατήρησή τους σε αυτά τα επίπεδα τουλάχιστον έως και το τέλος της ερχόμενης χρονιάς, τους δίνεται η δυνατότητα να προσφέρουν ελκυστικά πακέτα δανείων.
Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο επιτόκιο στις νέες συμβάσεις που συνάφθηκαν τον Ιούλιο, διαμορφώθηκε σε 3,52%.
Έχει υποχωρήσει κατά 110 μονάδες βάσεις περίπου σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Επιπλέον, οι τράπεζες δεν αποκλείεται να προχωρήσουν σε νέες περικοπές στο κόστος του χρήματος το επόμενο διάστημα, στο πλαίσιο του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στον τομέα.
Ενδεικτική αυτών των τάσεων ήταν η κίνηση συστημικού ομίλου τις προηγούμενες ημέρες, μέσω της οποίας μείωσε τόσο τα σταθερά, όσο και τα κυμαινόμενα επιτόκια στη στεγαστική πίστη.