Kι ενώ συνεχίζουν ακόμη να συντηρούνται σε επικοινωνιακό επίπεδα το μέτρα της κυβέρνησης που ανακοινώθηκαν στη 89η ΔΕΘ διάχυτος εξακολουθεί να είναι τουλάχιστον ο προβληματισμός στο χώρο της επιχειρηματικότητας για όλα αυτά δεν ακούστηκαν.
Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει βεβαίως πόσο μεγάλες μπορεί να ήταν οι προσδοκίες των επιχειρήσεων (ή είχαν καλλιεργηθεί εντέχνως) πάντως δεν έλαβαν ούτε τα βασικά από όσα περίμεναν.
Και εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωπες -ειδικά οι μικρομεσαίες – με τα χρονίζοντα προβλήματά τους χωρίς οδικό χάρτη διεξόδου. Ένα από τα μείζονα ζητήματα που αντιμετωπίζουν είναι φυσικά αυτό της ρευστότητας και προς τούτο αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Όπως αναφέρει στην έκθεσή της, «Πράσινη μετάβαση και μικρές επιχειρήσεις», οι επιχειρήσεις βίωσαν επιδείνωση της ρευστότητας το 2024, σε σχέση με το 2023, καθώς περισσότερες από τις μισές καταγράφουν μείωση της ρευστότητάς τους το πρώτο ή το δεύτερο εξάμηνο, ενώ λιγότερες από μία στις πέντε και στα δύο εξάμηνα, εμφανίζουν βελτίωση της ρευστότητάς τους.
Το 2023, μείωση ρευστότητας διαπίστωσαν περίπου τέσσερις στις δέκα, ενώ βελτίωση είχαν περισσότερες από μία στις πέντε επιχειρήσεις. Δεδομένων και των υπόλοιπων στοιχείων των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, προκύπτει το συμπέρασμα ότι μέρος της μείωσης της ρευστότητας οφείλεται στην αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων των ατομικών επιχειρήσεων μέσω του τεκμαρτού προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος, ενώ εντοπίζονται ενδείξεις μεγαλύτερης συγκέντρωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων, συρρίκνωσης δηλαδή του μεριδίου αγοράς των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Ασφαλώς, σημαντικό ρόλο στη μείωση της ρευστότητας κατέχουν και οι συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις, που απαιτούν όλο και περισσότερους οικονομικούς πόρους τόσο για τις προμήθειες και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, όσο και για τον οικογενειακό βιοπορισμό των επιχειρηματιών.
Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά μία στις δύο επιχειρήσεις (50,5%) διαθέτουν μηδενικά ή το πολύ για ένα μήνα ταμειακά διαθέσιμα ικανά να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους.
Όπως αναφέρει η έκθεση η επίμονη αυτή πραγματικότητα εξάρτησης της πλειονότητας των επιχειρήσεων από την πορεία των εισπράξεων, εξελίσσεται σε διαχρονικό δομικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και καθιστά ακόμα και τις εύρωστες επιχειρήσεις εκτεθειμένες σε σοβαρούς κινδύνους.
Το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης, επισημαίνει, σε οποιοδήποτε επίπεδο είναι σαφές ότι μπορεί να διαταράξει συνολικά την οικονομική αλυσίδα και να προκαλέσει μια σειρά συνεπειών σε όλα τα στάδια της παραγωγής.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η έλλειψη ταμειακών διαθέσιμων δημιουργεί επισφαλείς συνθήκες για τη διατήρηση των σημερινών ενεργών θέσεων εργασίας, καθώς το 23,23% των επιχειρήσεων με 1 έως 10 εργαζομένους δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα όπως και το 17,76% όσων απασχολούν περισσότερους εργαζομένους.
Αντίστοιχα, το 22,5% των επιχειρήσεων με 1 έως 10 εργαζόμενους και το 21,49% των επιχειρήσεων με περισσότερους από 11 εργαζόμενους διαθέτουν ταμειακά αποθέματα που επαρκούν το πολύ για έναν μήνα.
Η έλλειψη ταμειακών διαθέσιμων διαπερνά οριζόντια το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ με μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα εμφανίζεται το 35,4% των εμπορικών επιχειρήσεων, το 24,7% των επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών και το 23,8% των επιχειρήσεων στον τομέα της μεταποίησης.
Στο «κόκκινο» όμως έχει μπει για τα καλά και η εστίαση. Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα ή τα ταμειακά διαθέσιμά τους επαρκούν το πολύ για έναν μήνα διευρύνθηκε στο 64,1% (39,1% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα και 25% έχει ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για έναν μήνα), κατά τρείς ποσοστιαίες μονάδες δηλαδή συγκριτικά με το 2023.