Δραστικές μειώσεις του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στην εστίαση υιοθέτησε την Τετάρτη η γερμανική κυβέρνηση σε μια προσπάθειά της να αναζωογονήσει την ιδιωτική κατανάλωση και την αγορά εν γένει και να βοηθήσει στην έξοδο της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης από την ύφεση. Αποφάσισε συγκεκριμένα να μειώσει το συντελεστή ΦΠΑ στα εστιατόρια και τις υπηρεσίες γευμάτων (εξαιρούνται τα οινοπνευματώδη ποτά) από το 19% στο 7% το επόμενο έτος.
«Πρόκειται για ένα μέτρο που υπολογίζεται ότι θα έχει ως αποτέλεσμα την ετήσια ελάφρυνση του ευρύτερου κλάδου και βέβαια των Γερμανών καταναλωτών κατά 3,6 δισ. ευρώ ετησίως», σημειώνει το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Ωστόσο υπάρχουν κάποιοι που κάνουν διαφορετική ανάγνωση του μέτρου. Ήταν εξάλλου γνωστές οι αντιδράσεις από την περασμένη άνοιξη, που η κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών είχε κάνει γνωστή την πρόθεσή της να μειώσει τον ΦΠΑ στα εστιατόρια.
«Κερδισμένα μόνο τα McDonald’s»
Η απόφαση επικρίνεται με δριμύτητα από την Foodwatch, μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση που ειδικεύεται σε ζητήματα κατανάλωσης τροφίμων. «Η κυβέρνηση θεσμοθέτησε ένα δώρο πολλών εκατομμυρίων ευρώ στα McDonald’s και τις άλλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού», κατήγγειλε ο επικεφαλής της ΜΚΟ, Κρις Μέτμαν.
«Ενώ η κυβέρνηση εξακολουθεί να επιβαρύνει υπερβολικά με φόρους τα κυλικεία στα σχολεία, τους παιδικούς σταθμούς και τα νοσοκομεία, ενώ οι καταναλωτές υποφέρουν από τις διαρκείς ανατιμήσεις των τροφίμων στα σούπερ μάρκετ, τα φαστ φουντ ευεργετούνται με μια τεράστια φορολογική ελάφρυνση», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Μέτμαν εκτιμώντας ότι «από το 2026 μόνο τα McDonald’s θα εξοικονομούν 140 εκατ. ευρώ ετησίως».
Ενστάσεις και από τους «σοφούς»
Δεν είναι όμως οι ακτιβιστές που διαμαρτύρονται για τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ στην εστίαση σχεδόν κατά το ένα τρίτο. «Αυτές οι αποφάσεις κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση», δήλωσε στην περιφερειακή εφημερίδα «Rheinische Post» η Βερόνικα Γκριμ, μέλος του οικονομικού Συμβουλίου Σοφών που συμβουλεύει την κυβέρνηση του Βερολίνου.
Η γερμανίδα οικονομολόγος πιστεύει ότι η κυβέρνηση αντί να διευκολύνει αποκλειστικά ένα και μόνο κλάδο της αγοράς, θα πρέπει «να συμμαζέψει τις δαπάνες της στο σύνολό τους και να χρησιμοποιήσει τα δημοσιονομικά περιθώρια που διαθέτει για να δρομολογήσει μελλοντικές δαπάνες και μεταρρυθμίσεις».
Επίδομα και στις μετακινήσεις
Η κυβέρνηση του Φρίντριχ Μερτς ανακοίνωσε πάντως την Τετάρτη ένα ακόμα μέτρο, το οποίο επηρεάζει θετικά όλους τους πολίτες, παρατηρεί το AFP. Πρόκειται για την αύξηση της επιδότησης στο κόστος των χιλιομέτρων που διανύουν οι εργαζόμενοι για να πάνε από το σπίτι τους στη δουλειά και να επιστρέψουν από τα 0,21 στα 0,38 λεπτά του ευρώ ανά χιλιόμετρο.
Το κόστος από τη γενναία αυτή αύξηση του μπόνους των μετακινήσεων, που θα ισχύσει επίσης από την επόμενη χρονιά, προϋπολογίζεται στα 1,1 δισ. ευρώ για το 2026 και στα 1,9 δισ. ευρώ από το 2027 και μετά. Συνολικά, το κόστος των νέων μέτρων για την ανακούφιση των Γερμανών πολιτών υπολογίζεται ότι θα κυμαίνεται από 4,7 έως 5,5 δισ. ευρώ από το επόμενο έτος και στο εξής.
«Η υιοθέτηση των μέτρων αμφισβητείται επειδή θα περιορίσει τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης σε μια συγκυρία κατά την οποία εντείνεται η κριτική για τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της χώρας», εκτιμά το AFP. Το Γαλλικό Πρακτορείο θυμίζει ότι εφέτος την άνοιξη το Βερολίνο έσπασε ένα ταμπού χαλαρώνοντας το περιβόητο «συνταγματικό φρένο χρέους», που είχε θεσπίσει τα χρόνια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους ο τότε υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
«Λαρς δώστα όλα»
Η κατάργηση του «φρένου χρέους» ήταν απαραίτητη για να ψηφιστούν από το γερμανικό Κοινοβούλιο επενδυτικά προγράμματα ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ για την ενίσχυση της άμυνας και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας.
«Στη Γερμανία ο υπουργός Οικονομικών δεν είναι πλέον ένας πατέρας-κέρβερος που σφίγγει το ζωνάρι του προϋπολογισμού και επαίρεται ότι είναι ο σχολαστικός διαχειριστής των εθνικών αποταμιεύσεων», γράφει ο Πιερ Αβρίλ στη «Le Figaro» αναφερόμενος σε περιγραφές του γερμανικού τύπου για τις διαφορές που χωρίζουν τις πολιτικές που άσκησε ο Σόιμπλε με εκείνες που ασκεί ο σημερινός Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος Λαρς Κλίνγκμπαϊλ.
«Ο Κλίνγκμπαϊλ εμφανίστηκε στον τύπο ως ο ‘υπουργός επενδύσεων’ που υπερηφανεύεται για την κατάρριψη ενός ρεκόρ σε αυτόν τον τομέα», σημειώνει ο ρεπόρτερ του «Figaro». Στις αρχές της εβδομάδας ο Κλίνγκμπαϊλ αποκάλυψε το γενικό περίγραμμα του επόμενου προϋπολογισμού, ο οποίος «σηματοδοτεί μια ευθεία ρήξη με τις δεκαετίες λιτότητας που χαρακτήριζαν τις κυβερνητικές θητείες της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ», γράφει η γαλλική εφημερίδα.
«Θα έχουμε και περισσότερα τανξ και καλύτερα σχολεία», ήταν το μήνυμα που έστειλε στους Γερμανούς ο Κλίνγκμπαϊλ. Μόνο για τον εφετινό προϋπολογισμό (εξαιρουμένων μάλιστα διαφόρων ειδικών ταμείων), ο νέος δανεισμός που θα διατεθεί για τον επανεξοπλισμό της χώρας και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της θα ανέλθει σε 82 δισ. ευρώ. Ο δανεισμός θα αυξάνεται σταθερά μέχρι το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου το 2029, για να φθάσει στα 126 δισ. ευρώ, εξηγεί ο ρεπόρτερ του «Figaro».
Έχει τα περιθώρια
Μέσα σε διάστημα πέντε ετών υπολογίζεται ότι ο εξωτερικός δανεισμός της Γερμανίας θα αυξηθεί κατά 50%. Συγκριτικά, βέβαια, με τις άλλες μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία), η Γερμανία βρίσκεται σε πολύ ευνοϊκότερη δημοσιονομική κατάσταση. Στα τέλη του 2024 το δημόσιο χρέος της χώρας ήταν 2,69 τρισ. ευρώ και αντιστοιχούσε μόνο στο 62,5% του γερμανικού ΑΕΠ (στο τέλος της χρονιάς που διανύουμε αναμένεται να φθάσει στο 63,8%).
Το δημοσιονομικό έλλειμμα έκλεισε πέρυσι στα 118,8 δισ. ευρώ ενισχυόμενο στο 2,8% του ΑΕΠ από 2,5% που ήταν το 2023. Την εφετινή χρονιά εκτιμάται ότι το έλλειμμα θα ξεπεράσει το ανώτατο ανεκτό όριο 3% του ΑΕΠ, που ορίζει το Σύμφωνο Σταθερότητας, και θα κυμανθεί από 3,3% έως 3,8% του ΑΕΠ. Υπενθυμίζεται ότι για το χρέος το Σύμφωνο ορίζει ως όριο το 60%.
Επειδή όμως σχεδόν όλες οι χώρες-μέλη της ΕΕ το ξεπερνούν (μόνο κάποιες νεοενταχθείσες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν χαμηλότερο ποσοστό), έχει οριστεί ότι το χρέος είναι αποδεκτό και πάνω από το 60%, «αρκεί να βαίνει μειούμενο». Κάτι που στην περίπτωση της Γερμανίας βέβαια δεν ισχύει.