Κόντρα στις κινήσεις συγκέντρωσης που καταγράφονται στην Ευρώπη, η εγχώρια τραπεζική αγορά βρίσκεται σε αντίθετη τροχιά, με την ανάδειξη νέων μη συστημικών παικτών που διευρύνουν τις επιλογές νοικοκυριών και επιχειρήσεων για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Πρόκειται για αντιστροφή των τάσεων της περασμένης δεκαετίας, που χαρακτηρίστηκε από τη υπερσυγκέντρωση του κλάδου σε 4 μεγάλους ομίλους με μερίδιο άνω του 95%, μετά το κύμα αποχώρησης ξένων τραπεζών και την εκκαθάριση της πλειονότητας των υπόλοιπων πιστωτικών ιδρυμάτων, που δεν άντεξαν το κούρεμα του ελληνικού χρέους.
Πλέον, για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της κρίσης της περασμένης δεκαετίας έχουμε εισέλθει σε μία νέα φάση.
Μικρότερες τράπεζες, με ισχυρά ωστόσο θεμελιώδη μεγέθη, διεκδικούν τη δική τους θέση σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη και με ισχυρές προοπτικές, λόγω του θετικού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, αγορά.
Η πρώτη κίνηση
Η αρχή προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε το καλοκαίρι του 2019 με την έναρξη λειτουργίας της Optima Bank, σε συνέχεια της εξαγοράς της Επενδυτικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Η νέα τράπεζα στόχευσε εξ αρχής τις υγιείς μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και φυσικά πρόσωπα με υψηλά διαθέσιμα υπόλοιπα.
Έκτοτε η ανάπτυξη των μεγεθών της είναι εντυπωσιακή. Ενδεικτικές είναι οι επιδόσεις της στο α΄ εξάμηνο του 2025 στις χρηματοδοτήσεις.
Η Optima Bank πέτυχε πιστωτική επέκταση 1,2 δισ. ευρώ, που αντιπροσωπεύει το 20% της καθαρής αύξησης των δανειακών υπολοίπων στην Ελλάδα την υπό εξέταση περίοδο.
Ο 5ος πόλος
Ακολούθησε ο πέμπτος πόλος, ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης Attica Bank και Παγκρήτιας Τράπεζας, η οποία προηγουμένως είχε απορροφήσει την HSBC Ελλάδος.
Το σχήμα ενισχύθηκε κεφαλαιακά, με τη συμμετοχή νέων επενδυτών και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), εξυγιάνθηκε πλήρως από τα κόκκινα δάνεια και ενίσχυσε τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Η νομική συγχώνευση των δύο πρώην μη συστημικών τραπεζών έχει ολοκληρωθεί και πλέον βαίνουμε ολοταχώς και για τη λειτουργική τους ενοποίηση, που θα σηματοδοτήσει την έναρξη λειτουργίας της CrediaBank.
Η διοίκησή της έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για τα επόμενα χρόνια και επιδιώκει μέσα από το εν εξελίξει μετασχηματισμό να αποτελέσει μία εναλλακτική ποιοτικής εξυπηρέτησης για φυσικά και νομικά πρόσωπα.
Ήδη η διείσδυσή της στην αγορά είναι αξιοσημείωτη. Για παράδειγμα, κατά το α΄ τρίμηνο του 2025 είχε μερίδιο αγοράς της τάξης του 14% στη νέα παραγωγή δανείων.
Από την άλλη, σε νέα εποχή ανάπτυξης των εργασιών της εισέρχεται η Aegean Baltic Bank, μετά την είσοδο του Τέλη Μυστακίδη στο μετοχικό της κεφάλαιο με πλειοψηφικό ποσοστό.
Διευθύνων σύμβουλος, που θα τρέξει το μετασχηματισμό και τη διεύρυνση των δραστηριοτήτων της τράπεζας, η οποία μέχρι στιγμής επικεντρώνεται σε ναυτιλιακά / επιχειρηματικά δάνεια, θα είναι από την 1η Οκτωβρίου ο Αριστείδης Βουράκης.
Πρόκειται για ένα πιστωτικό ίδρυμα με ισχυρούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και μηδενικές ουσιαστικά επισφάλειες.
Οι συνεταιριστικές τράπεζες
Η ανάδειξη ωστόσο νέων τραπεζών κατά τα φαινόμενα θα συνεχιστεί, με νέες κινήσεις από το χώρο των συνεταιριστικών τραπεζών.
Η Τράπεζα Χανίων μετά τη συμφωνία της με το επενδυτικό fund Wenger Capital Sicav αποκτά έναν ισχυρό βασικό μέτοχο.
Οι διαδικασίες για την μετατροπή της σε ΑΕ, ώστε να δύναται να προσφέρει πλήρη γκάμα χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε πανελλαδικό επίπεδο έχουν ξεκινήσει.
Ανάλογες κινήσεις θα γίνουν και στην Τράπεζα Ηπείρου, η οποία με νέο ισχυρό μέτοχο τον εφοπλιστή Πίτερ Νομικό φιλοδοξεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε όλη τη χώρα.
Απόλυτα υγιή θεμελιώδη μεγέθη έχει και η Τράπεζα Καρδίτσας, η οποία συνεχίζει την ανάπτυξη των εργασιών της στην τοπική οικονομία.
Η ελληνική neobank
Τέλος, είχαμε νέα είσοδο στην αγορά με τη Snappi, στην οποία βασικός μέτοχος είναι η Τράπεζα Πειραιώς.
Πρόκειται για μία neobank, με πανευρωπαϊκή άδεια, που λειτουργεί αποκλειστικά μέσω της mobile εφαρμογής της.
Από αυτό το μήνα άνοιξαν οι εγγραφές. Στόχο της διοίκησής της αποτελεί η προσέλκυση νέων πελατών κυρίως ηλικίας 20 – 45, που στρέφονται τα τελευταία χρόνια σε ξένες ψηφιακές τράπεζες.
Τα πρώτα προϊόντα που λάνσαρε είναι ιδιαίτερα προνομιακά, τόσο στο κομμάτι των καταθετικών λογαριασμών, όσο και στον τομέα των πληρωμών.