Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται χαμηλά στον ευρωπαϊκό χάρτη της ενεργειακής αναβάθμισης των κατοικιών, παρά τα κονδύλια που έχουν διατεθεί την τελευταία δεκαετία. Τα περισσότερα σπίτια παραμένουν με παλιά κουφώματα, ελλιπή μόνωση και συστήματα θέρμανσης που επιβαρύνουν την κατανάλωση. Ο κανόνας στις περισσότερες χώρες της ΕΕ είναι η συστηματική επένδυση σε προγράμματα που μειώνουν τις ενεργειακές ανάγκες και προστατεύουν τα νοικοκυριά.
Αντίθετα, στην Ελλάδα η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, επέλεξε να ρίξει όλο το βάρος της πολιτικής της σε προσωρινές επιδοτήσεις των καταναλωτών. Η εμπειρία ωστόσο της τελευταίας τριετίας δείχνει ότι οι παρεμβάσεις αυτές λειτουργούν ως προσωρινό ανάχωμα και όχι ως μόνιμη λύση, ειδικά από την στιγμή που το ενεργειακό κόστος αυξάνεται διαρκώς.
Η δυσκολία στην πρόσβαση στα προγράμματα, η γραφειοκρατία και η καθυστέρηση απορρόφησης πόρων δημιουργούν ένα χάσμα μεταξύ σχεδιασμού και εφαρμογής
Η Ελλάδα παρουσιάζει ποσοστά ενεργειακής φτώχειας τα οποία συγκαταλέγονται στα υψηλότερα της Ευρώπης. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 43,6% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς την κατοικία του. Στους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας η εικόνα είναι ακόμη πιο ανησυχητική. Σχεδόν 33% του συνολικού πληθυσμού βρίσκεται σε καθυστέρηση πληρωμών, με το ποσοστό να εκτοξεύεται στο 67,3% των φτωχών νοικοκυριών.
Η αναγκαία στροφή στις αναβαθμίσεις
Αντίθετα από τις πρόσκαιρες λύσεις, η μόνη πραγματική απάντηση στην ενεργειακή φτώχεια είναι η ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών. Η Ελλάδα επιχειρεί μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ» να διορθώσει χρόνιες στρεβλώσεις, δίνοντας επιχορηγήσεις έως και 100%. Ο κύκλος «Εξοικονομώ 2025» άνοιξε με προϋπολογισμό περίπου 434 εκατ. ευρώ, με τη ζήτηση να ξεπερνά κατά πολύ τη διαθέσιμη χρηματοδότηση. Ωστόσο, καθυστερήσεις στην έγκριση και στην εκταμίευση προκαλούν πρόβλημα στην εκτέλεση του προγράμματος.
Δεδομένο είναι ότι τα επόμενα προγράμματα θα πρέπει να σχεδιαστούν ξανά, με βάση τις ανάγκες της αγοράς. Κυβερνητικές πηγές επισημαίνουν ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το νέο πρόγραμμα «Ανακαίνιση με ενεργειακή αναβάθμιση». Η διαδικασία, όπως τονίζεται, δεν είναι απλή και θυμίζει σε πολυπλοκότητα την περίπτωση του «Σπίτι μου 2», που χρειάστηκαν πολλοί μήνες διαπραγματεύσεων μέχρι να οριστικοποιηθεί το πλαίσιο. Η προσπάθεια είναι να διευρυνθεί το πλέγμα μέτρων αλλά η αργές διαπραγματεύσεις στην ουσία καθυστερούν την ενεργειακή θωράκιση των νοικοκυριών.
Από το 2026 το τοπίο αναμένεται να αλλάξει και με την ένταξη του προγράμματος στο Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο της ΕΕ, το οποίο στοχεύει να καλύψει πάνω από 1,5 εκατομμύριο ελληνικά νοικοκυριά και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Η ευρωπαϊκή πρακτική
Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας δεν περιορίζεται σε εφάπαξ ενισχύσεις. Σταθερές επιδοτήσεις με εισοδηματικά κριτήρια, συστηματικά προγράμματα αναβάθμισης και φορολογικά μέτρα για την ελάφρυνση των νοικοκυριών, δημιουργούν ένα μόνιμο πλέγμα προστασίας. Στη Γαλλία και τη Γερμανία, η πολιτική για την «πράσινη κατοικία» εφαρμόζεται εδώ και χρόνια ως εργαλείο όχι μόνο περιβαλλοντικής αλλά και κοινωνικής πολιτικής.
Η Ελλάδα, αν και κινείται πλέον προς αυτή την κατεύθυνση, υστερεί στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα. Η δυσκολία στην πρόσβαση στα προγράμματα, η γραφειοκρατία και η καθυστέρηση απορρόφησης πόρων δημιουργούν ένα χάσμα μεταξύ σχεδιασμού και εφαρμογής. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο κίνδυνος ενεργειακής φτώχειας παραμένει υψηλός, ενώ ταυτόχρονα αυξάνονται οι απλήρωτοι λογαριασμοί. Η «αντοχή» των ελληνικών νοικοκυριών εξαντλείται, καθώς χιλιάδες νοικοκυριά συνεχίζουν να ζουν με την αγωνία του επόμενου λογαριασμού