Η Ελλάδα του 2025 ζει σε δύο ταχύτητες. Τον Αύγουστο, οι τραπεζικές καταθέσεις αυξήθηκαν πάνω από δύο δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή, το 14% του πληθυσμού βρίσκεται σε καθεστώς υλικής και κοινωνικής στέρησης, ενώ η πλειονότητα των πολιτών δηλώνει ότι αισθάνονται «φτωχοί». Η αντίφαση αυτή δείχνει την πραγματικότητα. Πολύ λίγοι έχουν τη δυνατότητα να αποταμιεύσουν, ενώ περισσότεροι παλεύουν να καλύψουν τις ανάγκες της καθημερινότητας.
Οι μηνιαίες δαπάνες ενός μέσου νοικοκυριού ανέρχονται σε 1.725 ευρώ, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΛΣΤΑΤΤ για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Μέσα σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι λογαριασμοί ενέργειας, το καλάθι του σούπερ μάρκετ, οι δαπάνες για στέγαση, οι υποχρεώσεις για μεταφορές και τα έξοδα εκπαίδευσης. Τα στοιχεία δείχνουν οτι για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το διαθέσιμο εισόδημα εξαντλείται σε ανελαστικές δαπάνες, αφήνοντας ελάχιστο ή καθόλου περιθώριο αποταμίευσης.
Οι πηγές που προκαλούν πίεση στον οικογενειακό προϋπολογισμό είναι πολλές και εναλλάσσονται ανάλογα με την συγκυρία. Όμως από τους μεγαλύτερους πονοκέφαλους παραμένουν το βάρος που σηκώνουν τα νοικοκυριά για το ενοίκιο. Το 2025, σε πανελλαδικό επίπεδο τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 4,3%. Ακόμα μεγαλύτερες ήταν οι αυξήσεις σε περιοχές όπως η Αττική και η Θεσσαλονίκη. Το αποτέλεσμα είναι ότι για πολλούς νέους εργαζόμενους, αλλά και οικογένειες με χαμηλό ή μεσαίο εισόδημα, η στέγη απορροφά δυσανάλογο μερίδιο του μισθού, που πολλές φορές ξεπερνά το 40%. Η ακριβή στέγη έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, να αλλάζει τις καταναλωτικές συνήθειες και βέβαια να ακυρώνει κάθε σκέψη αποταμίευσης.
Σχεδόν οι μισοί Έλληνες θεωρούν ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμη κι αν τυπικά δεν εντάσσονται σε αυτό
Η αίσθηση της φτώχειας
Η υποκειμενική αίσθηση φτώχειας που καταγράφουν οι έρευνες δεν είναι ψυχολογικό φαινόμενο. Είναι αντανάκλαση της δύσκολης καθημερινότητας που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, σχεδόν οι μισοί Έλληνες θεωρούν ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ακόμη κι αν τυπικά δεν εντάσσονται σε αυτό. Το γεγονός δείχνει πόσο στενά είναι τα περιθώρια για τον οικογενειακό προϋπολογισμό και πόσο εύκολα μπορεί να ανατραπεί από μια έκτακτη ανάγκη.
Το 14% του πληθυσμού βρίσκεται σε κατάσταση υλικής και κοινωνικής στέρησης, ποσοστό που μεταφράζεται σε περίπου 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους. Για αυτούς, η αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, όπως είναι η θέρμανση τον χειμώνα και η αγορά βασικών τροφίμων, μοιάζει να είναι μια καθημερινή μάχη. Σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα παραμένει σε υψηλότερα επίπεδα υστέρησης, καταδεικνύοντας τη δυσκολία να συγκλίνει με τις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες.
Η Ελλάδα καταγράφει σταθερά μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στο πλουσιότερο και στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Τραπεζικές καταθέσεις
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η άνοδος των τραπεζικών καταθέσεων φαντάζει παράδοξη. Τον Αύγουστο, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων αυξήθηκαν πάνω από 2δισ. ευρώ, ενισχύοντας τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Η εικόνα αυτή, όμως, δεν αντικατοπτρίζει τη συλλογική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Τα στοιχεία δείχνουν οτι δυνατότητα αποταμίευσης έχει μια μειοψηφία που είτε έχει σταθερά υψηλά εισοδήματα είτε ευνοείται από επενδυτικά κέρδη και υπεραξίες.
Η ανισότητα μεταξύ των νοικοκυριών δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο για την Ελλάδα, καθώς η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας άφησε βαθύ αποτύπωμα. Παρά την ανάκαμψη του ΑΕΠ και τη μείωση της ανεργίας, οι δείκτες κατανομής εισοδήματος παραμένουν από τους υψηλότερους στην Ε.Ε. Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα καταγράφει σταθερά μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στο πλουσιότερο και στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Εισοδηματικό χάσμα
Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης, η εικόνα είναι ακόμη πιο έντονη. Στην Πορτογαλία το ποσοστό υλικής και κοινωνικής στέρησης διαμορφώνεται στο 10%, ενώ στην Ισπανία υποχωρεί στο 8%. Οι τραπεζικές καταθέσεις σε αυτές τις χώρες αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με την Ελλάδα, αντανακλώντας μια πιο ισόρροπη σχέση μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας. Στην Ελλάδα, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει εισόδημα σχεδόν εξαπλάσιο από το φτωχότερο 20%, όταν στην Πορτογαλία ο λόγος περιορίζεται περίπου στο πενταπλάσιο και στην Ισπανία κάτω από το τετραπλάσιο. Η διαφορά αυτή φανερώνει ότι το χάσμα στην Ελλάδα είναι πιο βαθύ και πιο ανθεκτικό στον χρόνο, επιβεβαιώνοντας ότι η ανάπτυξη των τελευταίων ετών δεν μετατράπηκε σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για το σύνολο της κοινωνίας.
Για τους περισσότερους, η αποταμίευση είναι ανέφικτη. Σύμφωνα με έρευνες για την εισοδηματική κατάσταση των νοικοκυριών, μόλις ένα 15% μπορεί να δημιουργήσει έστω και ένα μικρό αποθεματικό στο τέλος του μήνα.