Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής του «Ψυχρού Πολέμου» ήταν η ισορροπία του τρόμου: Ο κίνδυνος της χρήσης των πυρηνικών όπλων απο τις δύο υπερδυνάμεις του διπολικού κόσμου (τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική ‘Ενωση -ΕΣΣΔ), που διαμόρφωσαν οι συνθήκες μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου.
Μάλιστα, η λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου είχε σημαδευτεί απο την πρώτη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής με τη ρίψη των πυρηνικών βομβών στις ιαπωνικές πόλεις Χιροσίμα και Ναγκασάκι και τα διακόσιες χιλιάδες θύματα, νεκρούς και τραυματίες, που είχε προκαλέσει.
‘Ομως παρα τις τρομακτικές συνέπειες των πυρηνικών όπλων, η κούρσα των εξοπλισμών (και των πυρηνικών οπλων) συνεχίστηκε αδιάλειπτα στις τέσσερις δεκαετίες που μεσολάβησαν έως την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Παράλληλα, οι δυο πλευρές (ΗΠΑ και Σοβιετική Ενωση) στο διάστημα αυτο υπέγραψαν διάφορες συμφωνίες ελέγχου των όπλων σε μια προσπάθεια να περιοριστεί ο κίνδυνος του πυρηνικού πολέμου.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν επανεμφανιστεί βαθιές ρωγμές στις σχέσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας, αναζωπυρώνοντας για άλλη μια φορά το φάντασμα ενός πυρηνικού εξοπλιστικού αγώνα.

Η πρόταση Πούτιν
Η ρωσική πρόταση για την παράταση ισχύος της τελευταίας συνθήκης ελέγχου των πυρηνικών, η οποία έρχεται σε μια στιγμή που η Ουκρανία προσπαθεί να πείσει τον Τραμπ να επιβάλει αυστηρότερες κυρώσεις στη Ρωσία, δημοσιοποιήθηκε από τον Πούτιν σε συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας.
Η Νέα Συνθήκη για τη Μείωση των Στρατηγικών Όπλων του 2010, ή Νέα START, είναι η τελευταία συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας για τον έλεγχο των στρατηγικών πυρηνικών όπλων. Προέβλεπε μόνο μία πενταετή παράταση, την οποία ο Πούτιν και ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν συμφώνησαν να εφαρμόσουν το 2021.
Η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν μακράν τα μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια στον κόσμο και πολλοί ειδικοί φοβούνται ότι η κατάργηση των περιορισμών θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν αγώνα εξοπλισμών, καθώς και οι δύο πλευρές θα ενισχύσουν την ανάπτυξη στρατηγικών όπλων.
Η συνθήκη περιορίζει τον αριθμό των στρατηγικών πυρηνικών κεφαλών που μπορούν να αναπτυχθούν σε 1.550 και τον αριθμό των οχημάτων μεταφοράς – πυραύλους, υποβρύχια και βομβαρδιστικά – σε 700 για κάθε πλευρά, σύμφωνα με το Reuters.