Συζητήθηκε πολύ το πολιτικοδιπλωματικό φιάσκο της κυβέρνησης και – ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση – του ίδιου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Υόρκη και στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευση του ΟΗΕ.
Γιατί μπορεί να δοκίμασαν διάφοροι να μας πείσουν ότι κατά βάθος επρόκειτο περί Βατερλό Ερντογάν και… σιωπηλό θρίαμβο Μητσοτάκη, αλλά είναι σαφές ότι στη Νέα Υόρκη ξεσκεπάστηκαν τα όρια μιας πολιτικής που θεωρεί ότι αρκεί να είσαι με τη… σωστή πλευρά της ιστορίας και όλα τα προβλήματα θα λυθούν. Ιδίως όταν οι ΗΠΑ ενίοτε επαναπροσδιορίζουν ακόμη και αυτή τη… σωστή πλευρά.
Ωστόσο, το θέμα δεν είναι απλώς να εντοπίσουμε τις αντιφάσεις της τρέχουσας ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι σε μια Τουρκία που παρόλες τις εκρηκτικές πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις της και παρά τα ρίσκα που παίρνει ο Ερντογάν, κατορθώνει να αναβαθμίζεται διεθνώς, την ώρα που ούτως ή άλλως είναι μια χώρα μεγάλη, με πολύ ισχυρές ένοπλες δυνάμεις και έναν ορισμένο κοινωνικό δυναμισμό.
Το βασικό είναι ότι εάν η χώρα μας δείχνει να υποχωρεί σε πραγματικό διεθνές κύρος, αυτό δεν οφείλεται απλώς και μόνο σε λανθασμένες επιλογές στην εξωτερική πολιτική.
Το κύρος μια χώρας σε ένα βαθμό μόνο συνδέεται με τη διπλωματία.
Αυτό που αναβαθμίζει μια χώρα είναι πρωτίστως η πραγματική αυτοπεποίθηση της κοινωνίας ιστορικά.
Και εδώ είναι που αρχίζουν τα προβλήματα. Η ελληνική κοινωνία σε αρκετές πρόσφατες περιόδους είχε έντονη αυτοπεποίθηση που αποτυπωνόταν στον κοινωνικό δυναμισμό, συμπεριλαμβανομένου του δυναμισμού των κοινωνικών αγώνων, στον τρόπο που ένα εργατικό δυναμικό, με ολοένα και αυξημένες δεξιότητες, βοήθησε να γίνουν μεγάλα έργα και να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη, στην επιστήμη, στις τέχνες και τα γράμματα, στον αθλητισμό, ακόμη και στο πώς φτιάχτηκαν μεγάλα κόμματα που μπορούσαν να παράγουν προγράμματα και να διαμεσολαβούν τις ανάγκες της κοινωνίας.
Ακόμη και όταν ήρθαν τα μνημόνια, μπορούσε κανείς να δεις μια αυτοπεποίθηση στον τρόπο που οι άνθρωποι αγωνίζονταν και ήλπιζαν ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να αλλάξουν.
Προφανώς και ήταν αναμενόμενο αμέσως μετά το καλοκαίρι του 2015 να υπάρχει απογοήτευση, παρότι ακόμη και τότε διατηρήθηκε μια διάθεση ανθρώπων να δουλέψουν για να υπάρξει η έξοδος από τα μνημόνια.
Το μεγάλο στοίχημα ήταν προφανώς η έξοδος και η επιστροφή στην «κανονικότητα» ως αφετηρία για να ξαναβρεί η χώρα τον δυναμισμό και την αυτοπεποίθησή της.
Όμως, δεν τη βρήκε. Και σε αυτό δε έφταιγε μόνο ότι πολύ σύντομα ακολούθησε η πανδημία.
Κυρίως έφταιξε αυτό που προβλήθηκε ως «ανάπτυξη» και ως «αναβάθμιση της χώρας».
Γιατί μπορεί να είχαμε από ένα σημείο και μετά κάπως μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ή να είχαμε αυξήσεις στους ονομαστικούς μισθούς και μείωση της ανεργίας, όμως είχαμε – και έχουμε… – και έκρηξη του κόστους ζωής, και θέσεις εργασίας που δεν ήταν υψηλής ειδίκευσης, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η διαρροή εξειδικευμένου και υψηλά καταρτισμένου προσωπικού στο εξωτερικό. Είχαμε ακόμη πολλές εξαγγελίες επενδύσεων στην υψηλή τεχνολογία, που όμως στην πράξη μετατρέπονταν σε επενδύσεις στον τουρισμό ή το real estate που δεν έχουν υψηλή προστιθέμενη αξία. Είχαμε μια συστηματική υπονόμευση της δημόσιας παιδείας και ειδικά της ανώτατης, παρότι εκεί είναι που παράγεται πρωτίστως έρευνα και χτίζεται το επιστημονικό μέλλον της χώρας. Και βέβαια είχαμε αυτή την αίσθηση ότι από ένα σημείο και μετά «από τύχη ζούμε», όταν κρίσιμες υποδομές απλώς δεν υπάρχουν ή καταρρέουν, όπως διαπιστώσαμε οδυνηρά με τα Τέμπη, ή όταν ξέρουμε ότι είναι ο υπεράνθρωπος αγώνας των γιατρών και των νοσηλευτών και όχι οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης που κρατούν όρθιο το ΕΣΥ.
Σε αυτό προστέθηκε και η επίγνωση, πολύ γρήγορα, ότι η «κανονικότητα», στην πράξη μετατράπηκε σε μια συστηματική προσπάθεια χειραγώγησης των θεσμών και διασπάθισης ουσιαστικά μιας δημόσιας και ευρωπαϊκής δαπάνης που μπορούσε να έχει πραγματικά αναπτυξιακά αποτελέσματα, μαζί με μια πρωτοφανή επίθεση στο κράτους δικαίου.
Ποια αυτοπεποίθηση μπορούν να γεννήσουν στην κοινωνία οι υποκλοπές, το «μπάζωμα» στα Τέμπη, το σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ, το «σκόιλ ελικικού», η «Λίστα Πέτσα»;
Όλα αυτά έχουν ήδη δημιουργήσει μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών, με μια βαθιά απαισιοδοξία για το μέλλον και με μια διαμαρτυρία που γίνεται ολοένα και λιγότερο βουβή. Μια αγωνία για το μέλλον που δεν βρίσκει διέξοδο στη σημερινή εικόνα, γεωμετρία και κατάσταση πνευμάτων στο πολιτικό σκηνικό.
Όλα αυτά, όμως, σημαίνουν και μια χώρα, στην πραγματικότητα λιγότερο ισχυρή, όσα F-35 και φρεγάτες τελευταίας τεχνολογίας και εάν αγοράσει.
Γιατί μια χώρα όπου κυριαρχεί η ανησυχία και η ανασφάλεια για το μέλλον και όχι η δημιουργία, μια χώρα στην οποία μεγάλο μέρος της κοινωνίας αισθάνεται ότι δεν έχε μέλλον, μια χώρα που συχνά διώχνει – κυριολεκτικά… – τα παιδιά της, την ώρα που βολεύει τα «δικά μας παιδιά», είναι μια αδύναμη χώρα, ακόμη και εάν προσκολλάται – όχι πάντα με επιτυχία, όπως φάνηκε στη Νέα Υόρκη…- στις ΗΠΑ.
Και τα πράγματα δεν κάνει καλύτερα το γεγονός ότι η χώρα μας εκπροσωπείται από κυβέρνηση κοινοβουλευτικά παντοδύναμη – στον βαθμό που να εξασφαλίζει προκαταβολικά ασυλία για τον εαυτό της – αλλά πολιτικά αδύναμη, χωρίς νομιμοποίηση στα μάτια της κοινωνίας και δημοσκοπικές επιδόσεις που καθιστούν σαφές ότι δεν μπορεί να ξανασχηματίσει το κυβερνών κόμμα αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Όλα αυτά συγκεφαλαιώνουν την πραγματική υποχώρηση της χώρας μας στη διεθνή σφαίρα. Και ταυτόχρονα δείχνουν γιατί μόνο μια βαθιά κοινωνική και πολιτική αλλαγή θα ξαναδώσει στη χώρα μας την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται και τη θέση που της αναλογεί στο διεθνές πεδίο.
Πηγή: in.gr