Φωτιά έχουν πάρει τα σενάρια στους κόλπους των επενδυτών γύρω από τις επιπτώσεις του κλεισίματος της αμερικανικής κυβέρνησης στις αγορές.
Παρόλο που τα lockdown των κυβερνητικών υπηρεσιών έχουν συνήθως αμελητέο αντίκτυπο στις κεφαλαιαγορές, είναι καθοριστικός ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά συμβαίνουν.
Ενα πρώτο απτό παράδειγμα είναι η καθυστέρηση που συνεπάγεται το shutdown στη δημοσιοποίηση κρίσιμων στοιχείων τόσο για τους επενδυτές όσο και για τη Fed, όπως αυτά για την απασχόληση που επρόκειτο να ανακοινωθούν την Παρασκευή. Επίσης, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει απειλήσει να αξιοποιήσει το shutdown για να επιβάλει χιλιάδες περικοπές θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα.
Απουσία σαφούς πορείας προς μια συμφωνία, είναι επίσης ασαφές για πόσο καιρό το αδιέξοδο θα κρατήσει κλειστά τα ομοσπονδιακά γραφεία. Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ, έλαβε χώρα ένα μερικό κλείσιμο της αμερικανικής κυβέρνησης, που ήταν και το μεγαλύτερο στην ιστορία.
Τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία υψηλού κινδύνου σημείωσαν εμφανή αστάθεια την Τετάρτη.
Επίσης, ο χρυσός -που συνήθως θεωρείται ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους οικονομικών ή γεωπολιτικών αναταραχών- έφτασε στο 39ο ιστορικό υψηλό του φέτος.
Τα παγκόσμια κρατικά ομόλογα υποχώρησαν, ωστόσο η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου διαπραγματεύτηκε 4 μονάδες βάσης χαμηλότερα μετά από μια απροσδόκητη μείωση των ιδιωτικών μισθοδοσιών.
Κοιτώντας έξω από τις ΗΠΑ
Το κλείσιμο της οικονομίας προσθέτει ανησυχίες σχετικά με την θεσμική αξιοπιστία, τη δημοσιονομική θέση και τη «δυσλειτουργία» των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Λουκ Μπαρτόλομιου, αναπληρωτή επικεφαλής οικονομολόγο στο Αμπερντίν.
«Σίγουρα με εντυπωσιάζει το πόσο πολιτικό κεφάλαιο φαίνεται να είναι διατεθειμένη να δαπανήσει η κυβέρνηση Τραμπ για τη μεταρρύθμιση, αν μπορώ να το θέσω έτσι, της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, επηρεάζοντας την Ομοσπονδιακή Τράπεζα», δήλωσε στο CNBC την Τετάρτη.
Ο οικονομολόγος εκτιμά πως «η Fed είναι τελικά ο βασικός θεσμός για τις παγκόσμιες κεφαλαιαγορές. Έτσι, το μακροπρόθεσμο ασφάλιστρο βρίσκεται υπό πίεση και θα περίμενα ότι αυτό το θέμα θα συνεχιστεί», πρόσθεσε – αλλά σημείωσε ότι «θα εκπλαγεί αν η αγορά τελικά δεν το αγνοήσει αυτό».
Ο Neil Birrell, επικεφαλής επενδύσεων στην βρετανική επενδυτική εταιρεία Premier Miton, δήλωσε ότι ένα παρατεταμένο κλείσιμο είναι πιθανό να μετριάσει το κλίμα ανάληψης κινδύνου στις παγκόσμιες αγορές: «Με τις αγορές ομολόγων να αντιδρούν στις ακραίες απαιτήσεις δανεισμού της κυβέρνησης, τα πιστωτικά spreads να είναι περιορισμένα και τις αγορές μετοχών κοντά σε υψηλά με αμείλικτες αποτιμήσεις, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι επενδυτές στρέφονται σε περιουσιακά στοιχεία που θεωρούνται ασφαλή καταφύγια όταν έρχεται ένα αρνητικό γεγονός, όπως το κλείσιμο της κυβέρνησης των ΗΠΑ», σχολίασε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οποιαδήποτε μορφή διαφοροποίησης φαίνεται ελκυστική, συμπεριλαμβανομένων άλλων μετάλλων όπως το ασήμι, τα κρυπτονομίσματα και ίσως και άλλα εμπορεύματα»
Δολάριο και επιπτώσεις στην Ευρώπη
Ο Joe Brusuelas, επικεφαλής οικονομολόγος στην RSM U.S., σημείωσε ότι το μεγαλύτερο αποτέλεσμα για τις αγορές θα μπορούσε να είναι η περαιτέρω πίεση στο δολάριο ή ο αντίκτυπος στην απόφαση της Fed για τα επιτόκια τον Οκτώβριο.
«Ως επί το πλείστον, τα shutdown tης κυβέρνησης των ΗΠΑ τείνουν να οδηγούν σε μια μέτρια κερδοσκοπική συμπεριφορά από τους παγκόσμιους επενδυτές γύρω από τα επιτόκια και τις ισοτιμίες», και, όπως εκτιμά, αυτήν τη φορά οι αγορές δεν φαίνεται να διαφοροποιούνται, εκτός εάν το κλείσιμο παραταθεί για όλον τον μήνα που θα πλησιάζει το ρεκξό ρου 2018. «Εάν συμβεί αυτό, αυτό πιθανότατα θα επηρεάσει την απόφαση πολιτικής της Fed στο τέλος του μήνα, επηρεάζοντας πιθανότατα τις παγκόσμιες μαζικές ροές, τα επιτόκια και τις τιμές συναλλάγματος».
Ο Brusuelas σημείωσε ότι οι μαζικές απολύσεις ομοσπονδιακών υπαλλήλων «πιθανότατα θα οδηγήσουν σε περαιτέρω μειώσεις της αξίας του δολαρίου, με αποτέλεσμα ροές κεφαλαίων προς το ευρώ και το γιεν».
Οι εκτεταμένες απολύσεις θα μπορούσαν επίσης να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή βιομηχανία, κατά τον ίδιο: «Η ζήτηση για ευρωπαϊκές εξαγωγές, όπως τα αυτοκίνητα, θα μειωθεί σημαντικά, γεγονός που θα αυξήσει την πίεση που υφίστανται οι γερμανικές βιομηχανίες», είπε.