Το 2034 θα συμπληρωθούν εξήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Αν εκείνη τη χρονιά κάποιος ιστορικός αποφάσιζε να γράψει ένα βιβλίο για την οικονομική ιστορία της Ελλάδας από το 1974 και μετά, προφανώς δεν θα μπορούσε να αρκεστεί σε απλή παράθεση των στοιχείων. Θα έπρεπε να σκεφτεί κάποιο αφήγημα για αυτά που συνέβησαν στην Ελλάδα, να εντοπίσει και να καταγράψει κάποιο νήμα που να συνδέει όλες αυτές τις δεκαετίες.
Η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, είχε πάρα πολλές ευκαιρίες να αλλάξει ριζικά τόσο μέσω εσωτερικών πόρων όσο και από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε φορά όμως που εμφανιζόταν μια νέα ευκαιρία – ένα κοινοτικό πλαίσιο στήριξης, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ), το Ταμείο Συνοχής, το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας τώρα – η Ελλάδα επέλεγε να μην την εκμεταλλεύεται προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό θα μπορούσε να αποτελεί το κεντρικό αφήγημα στο βιβλίο του ιστορικού του μέλλοντος: η Ελλάδα ως μια αποτυχημένη χώρα, μια χώρα που της δόθηκαν πολλές ευκαιρίες και δεν μπόρεσε να τις εκμεταλλευτεί – ή μάλλον επέλεξε να μην τις εκμεταλλευτεί.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε μια ιστορική συγκυρία, αποφάσισε να κινητοποιήσει πρωτοφανείς πόρους για να στηρίξει τις χώρες μετά την πανδημία. Δηλαδή μια πολύ διαφορετική προσέγγιση από τη λιτότητα που επιβλήθηκε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2009. Στην Ελλάδα όλα ξεκίνησαν στραβά. Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση τόνιζε την ανάγκη να γίνει διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, την τοπική αυτοδιοίκηση, τις τοπικές κοινωνίες κλπ., η κυβέρνηση της ΝΔ το αγνόησε επιδεικτικά. Όχι επειδή δεν μπορούσε ή δεν προλάβαινε. Για παράδειγμα την ίδια περίοδο, στη γειτονική Ιταλία, ο τότε πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι – τον οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει αριστεριστή – έκανε σοβαρή διαβούλευση προκειμένου να τεθούν προτεραιότητες για τις απαραίτητες αλλαγές στη χώρα, να υπάρχει σχεδιασμός πού πρέπει να κατευθυνθούν οι πόροι ανάλογα με τις ανάγκες αλλά και λαμβάνοντας υπόψη και το κόστος ευκαιρίας. Διότι δεν έχει σημασία μόνο ποιο έργο αποφασίζει μια κυβέρνηση να υλοποιήσει αλλά και τι άλλο θα μπορούσε να κάνει στη θέση αυτού του έργου με τους ίδιους πόρους.
Ένας σοβαρός σχεδιασμός για το Ταμείο Ανάκαμψης θα λάμβανε σοβαρά υπόψη τρεις παραμέτρους. Η μία είναι η ισχύς, δηλαδή ποιος είναι στο τραπέζι των αποφάσεων για να μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα. Η δεύτερη είναι η σοφή διαχείριση της γνώσης που είναι διάσπαρτη στην κοινωνία. Και η τρίτη, ως συνέπεια των δύο πρώτων, είναι ποιοι θα κληθούν να συμμετέχουν στην εφαρμογή των όποιων αποφάσεων. Η επιλογή της κυβέρνησης να αποφύγει τη δημόσια διαβούλευση δεν περιορίζεται στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αλλά διατρέχει συστηματικά το σύνολο της λειτουργίας του επιτελικού κράτους. Το βλέπουμε από τα νομοσχέδια για το περιβάλλον και τη δίκαιη μετάβαση στην Κοζάνη, μέχρι και αυτά για την παιδεία και την υγεία. Σε αποφάσεις που αφορούν τη δικαιοσύνη μέχρι αποφάσεις που αφορούν την αγορά εργασίας. Γιατί είναι σημαντική η διαβούλευση; Γιατί καμία κεντρική διοίκηση δεν κατέχει όλη τη γνώση. Η γνώση βρίσκεται σε πολλά επίπεδα, σε φορείς, στις τοπικές κοινωνίες, στα πανεπιστήμια. Για να επιτύχει κανείς τα καλύτερα αποτελέσματα θα πρέπει να κάνει σοφή διαχείριση όλης αυτής της γνώσης, φέρνοντας στο τραπέζι όλους τους εμπλεκόμενους. Ωστόσο αυτό είναι ένα μοντέλο που φαίνεται ότι δεν αφορά την κυβέρνηση.
Ας δούμε το παράδειγμα της ανάπλασης στη ΔΕΘ. Ο σχεδιασμός έγινε χωρίς ουσιαστική διαβούλευση και δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της πόλης. Γίνεται μια ανάπλαση με την οποία θα κατασκευαστούν τεράστια καινούρια κτήρια, ενώ παράλληλα ανακόπτει τη φυσική ροή αέρα, υπονομεύοντας την ποιότητα της ατμόσφαιρας και επιδεινώνοντας το μικροκλίμα της πόλης. Και για να αποδείξει η κυβέρνηση ότι δεν ενδιαφέρεται για τη διαβούλευση και την άποψη της τοπικής κοινωνίας ούτε τώρα ούτε στο μέλλον τι έκανε; Με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση που αφορά τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της ΔΕΘ Α.Ε. διατήρησε σε αυτό μόνο την Τοπική Αυτοδιοίκηση και έβγαλε όλους τους άλλους εκπροσώπους των τοπικών φορέων – μια κίνηση που έγινε γιατί προφανώς εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις στη διοίκηση της εταιρείας και αποτελούσαν αγκάθι στο συγκεντρωτισμό της κυβέρνησης στη λειτουργία του κράτους.
Η απροθυμία για διεύρυνση των συμμετεχόντων περιορίζει την πληροφόρηση και λειτουργεί ανασταλτικά στην εφαρμογή των αποφάσεων. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ήταν μια μοναδική ευκαιρία να επιλέξει η κυβέρνηση, μαζί με την κοινωνία, κάποιες αποστολές που να απαντούν στις μεγάλες προκλήσεις της χώρας – το δημογραφικό, την κλιματική κρίση, την ερήμωση, τη διαχείριση της λειψυδρίας, τη στεγαστική κρίση. Αν αρχίσεις με συγκεκριμένες αποστολές τότε ξέρεις πόσους πόρους χρειάζεσαι και ποια εργαλεία είναι απαραίτητα για την κάθε αποστολή. Επιπλέον ξέρεις ποιοι είναι οι παίκτες που θα βοηθήσουν στην εφαρμογή της αποστολής.
Όμως για να γίνει αυτό χρειάζεται η επιθυμία για σχεδιασμό και ένα δημόσιο που να μπορεί να σχεδιάσει και να υλοποιήσει. Και στο δεύτερο η κυβέρνηση έχει δείξει ότι ιδεολογικά είναι αντίθετη. Δημόσιες υπηρεσίες αναδιοργανώνονται συνεχώς, φωτογραφικές αποσπάσεις και απευθείας τοποθετήσεις προϊσταμένων παντού (και σε κομβικές υπηρεσίες όπως η ΜΟΔ), εμπλοκή ιδιωτών στον πυρήνα της λειτουργίας του κράτους οδηγούν σε αυτό που η Μαζουκάτο ονομάζει μωροποίηση του κράτους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν ούτε την ευκαιρία ούτε το κίνητρο να εμπλακούν σοβαρά – πόσο μάλλον αν λάβουμε υπόψη τον διαρκή εμπαιγμό από την άρνηση της κυβέρνησης για επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού και την κυβερνητική προπαγάνδα που βαφτίζει κάποιες μικρές μειώσεις φόρων και αυξήσεις μισθών ως 13ο μισθό. Και έτσι το δημόσιο υποβαθμίζεται και περιθωριοποιείται, αδυνατώντας να επιτελέσει το έργο του.
Βέβαια αυτά δεν έγιναν από λάθος. Γιατί αν υπήρχε σχεδιασμός και συγκεκριμένες αποστολές θα υπήρχε και διαφάνεια. Γιατί όταν έχεις αποστολές, θέτεις ορατούς στόχους, έχεις προγραμματισμό και μπορεί να υπάρχει πραγματική λογοδοσία. Για παράδειγμα, αν το Ταμείο Ανάκαμψης είχε ως μια αποστολή να μειώσει το πρόβλημα της λειψυδρίας, σήμερα θα μπορούσαμε να μετρήσουμε αν πλησιάζουμε ή όχι στο στόχο. Η κυβέρνηση της ΝΔ, όμως, επέλεξε να κάνει αυτό που κάνει πάντα, να μοιράσει χρήματα στους δικούς της, να υλοποιήσει έργα που δεν υπηρετούν κάποιο σχεδιασμό. Και αυτό συμβαίνει γιατί δεν θέλει ορατούς στόχους, δεν θέλει τη λογοδοσία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η κυβέρνηση αποτυγχάνει και σε αυτόν τον σχεδιασμό που έκανε μόνη της για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του οικονομικού μπλοκ που τη στηρίζει. Γιατί αυτό που βλέπουμε τώρα είναι να γίνονται σπασμωδικές αναθεωρήσεις στο ΤΑΑ και το ΕΣΠΑ, καθότι γίνεται εμφανές ότι η απορρόφηση των κονδυλίων είναι πολύ κατώτερη των προσδοκιών (έχουμε περάσει το μέσο και η πραγματική απορρόφηση στο ΤΑΑ είναι περίπου 36%). Στόχοι αλλάζουν, ορόσημα καταργούνται με μοναδικό κριτήριο πλέον όχι ποιο έργο χρειάζεται να γίνει, ούτε καν ποιο έργο θέλει η κυβέρνηση να γίνει, αλλά ποιο έργο μπορεί να γίνει στα χρονικά περιθώρια. Και καταλήγουμε σε έργα που μοναδικά χαρακτηριστικά τους είναι ότι μπορούν να ολοκληρωθούν γρήγορα και εξυπηρετούν περισσότερο τοπικές «πολιτικές» ή επιχειρηματικές σκοπιμότητες παρά κάποια ανάγκη. Ποδηλατόδρομοι που αρχίζουν και τελειώνουν στο πουθενά, μεγάλα σιντριβάνια σε μια χώρα που αντιμετωπίζει λειψυδρία, αναπλάσεις που αλλάζουν τη βιτρίνα αλλά όχι την ουσία της ζωής των πολιτών. Αυτά δεν συνιστούν ανάπτυξη με αποστολή· είναι περισσότερο «δώρα» σε δημάρχους ή εργολάβους.
Το μόνο που μένει στην κυβέρνηση της ΝΔ είναι η αναφορά στους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ. Και να μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια κυβέρνηση που ευνοήθηκε από την απουσία δεσμευτικών δημοσιονομικών κανόνων για αρκετά χρόνια. Βεβαίως, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης έδωσαν ώθηση στους ρυθμούς ανάπτυξης. Αλλά δικαιούμαστε να αναρωτηθούμε εάν το τελικό αποτέλεσμα είναι το αναμενόμενο – φαίνεται ότι ο πολλαπλασιαστής επενδύσεων στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλός. Όμως, σε κάθε περίπτωση, είναι επαρκείς οι επιτευχθέντες ρυθμοί ανάπτυξης; Να έχουμε για πέντε-έξι χρόνια ανάπτυξη λίγο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο; Ή να αλλάξουμε ουσιαστικά τη δομή της οικονομίας και την ποιότητα ζωής των πολιτών;
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή. Μέχρι το 2034 απομένουν εννέα χρόνια, οπότε και επανέρχεται το θέμα του χρέους, το οποίο ρύθμισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2018 για 16 χρόνια. Αν συνεχίσουμε όπως σήμερα, ο ιστορικός του 2034 θα έχει εύκολο έργο: θα γράψει ότι η Ελλάδα υπήρξε μια χώρα που, παρά τις πολλές ευκαιρίες, δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τις ίδιες παθογένειες, ότι δεν σταμάτησε ποτέ να στηρίζει το πελατειακό κράτος και να διανέμει στους φίλους τα χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως υπάρχει και η άλλη εκδοχή. Να γράψει ο ιστορικός ότι την τελευταία δεκαετία η Ελλάδα άλλαξε. Ότι αντιλήφθηκε πως δεν μπορεί να πορεύεται επ’ άπειρον με το μοντέλο των χαμένων ευκαιριών. Ότι οικοδόμησε μια νέα κουλτούρα αποστολών, σχεδιασμού, απολογισμού και λογοδοσίας. Ότι έσπασε επιτέλους τον φαύλο κύκλο.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι με την κυβέρνηση της ΝΔ στο τιμόνι της χώρας, η αλλαγή πορείας είναι αδύνατη.
*Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι πρώην υπουργός Οικονομικών και βουλευτής της Νέας Αριστεράς