Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας έφθασε πέρυσι στο 4,8% του ΑΕΠ, ενώ φέτος διαμορφώθηκε στο πρώτο επτάμηνο του έτους σε επίπεδα κατά πολύ υψηλότερα από το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Ενας από τους κυριότερους παράγοντες για την αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος είναι ο περιορισμός της παραοικονομίας μέσω της διεύρυνσης των ηλεκτρονικών συναλλαγών, καθώς και η αύξηση των εσόδων, τόσο από άμεσους όσο και από έμμεσους φόρους, χάρη στην ενίσχυση των εισοδημάτων και κατά συνέπεια της φορολογητέας ύλης, της συνεχούς ανόδου του αριθμού των απασχολούμενων, της αύξησης των τουριστικών εισπράξεων και τέλος της ενίσχυσης της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης, ως αποτέλεσμα των ανωτέρω εξελίξεων, που στήριξε τα έσοδα από το ΦΠΑ.
Η θετική πορεία των δημοσίων οικονομικών τα τελευταία έτη αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία στο σύγχρονο διεθνές περιβάλλον που απελευθερώνει την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας. Και τούτο διότι, πρώτον, δημιουργεί δημοσιονομικό χώρο για μόνιμες παρεμβάσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, οι οποίες θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, όπως ενδεικτικά είναι το στεγαστικό, το δημογραφικό, το υψηλό φορολογικό βάρος – κληρονομιά των προγραμμάτων διάσωσης της περασμένης δεκαετίας – και το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας. Δεύτερον, η ενίσχυση του αξιόχρεου της ελληνικής δημοκρατίας έχει αποκαταστήσει και αναβαθμίσει την εικόνα της χώρας σαν ασφαλή επενδυτικό προορισμό.
Δεδομένου ότι τα δημόσια οικονομικά δεν αποτελούν πλέον τροχοπέδη για την οικονομική μεγέθυνση της χώρας, ο σχεδιασμός της πολιτικής θα πρέπει να στραφεί σε παρεμβάσεις δομικού χαρακτήρα, ώστε να αυξηθούν περαιτέρω οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι οποίες εξακολουθούν να βρίσκονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ η παραγωγικότητα παραμένει χαμηλή. Οι παρεμβάσεις αυτές οφείλουν να απλοποιήσουν τη φορολογική διοίκηση, κυρίως τις καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης και τις δυσκαμψίες στην κρατική μηχανή.
Η αντιμετώπιση των ιστορικών παθογενειών της οικονομίας μας από την εφαρμογή των προγραμμάτων διάσωσης της ελληνικής οικονομίας την περασμένη δεκαετία έως σήμερα, δεν συνεπάγεται και την εξάλειψη των κινδύνων. Σήμερα έχουν πυκνώσει σημαντικά οι κίνδυνοι από το διεθνές περιβάλλον, αλλά και από τις τεχνολογικές εξελίξεις και για τούτο επιβάλλεται η θωράκιση της χώρας και έναντι αυτών.
Η ευρωπαϊκή οικονομία αναπτύσσεται τα τελευταία έτη με ασθενικό ρυθμό. Η γερμανική οικονομία, ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος της χώρας μας και χώρα προέλευσης σημαντικού αριθμού τουριστών, αντιμετωπίζει δυσχέρειες στο παραγωγικό της μοντέλο μετά την ενεργειακή κρίση. Η Γαλλία έχει εισέλθει σε μία νέα φάση πολιτικής αστάθειας με συχνές εναλλαγές κυβερνήσεων. Η πολιτική αβεβαιότητα, σε μία περίοδο που είναι αναγκαία η δημοσιονομική προσαρμογή της γαλλικής οικονομίας, ενδέχεται να αυξήσει το κόστος δανεισμού της και να επηρεάσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η πολιτική αστάθεια της Γαλλίας ασκεί πίεση στις ευρωπαϊκές χρηματιστηριακές αγορές, ενώ αποθαρρύνει την επενδυτική πρωτοβουλία. Παράλληλα, η αβεβαιότητα από τη γαλλική πολιτική και τη δημοσιονομική κρίση επηρεάζει τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις επενδυτικές ροές σε όλη την Ευρώπη, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος μετάδοσης και σε άλλες χώρες να είναι ορατός. Είναι ευτύχημα ότι η Ελλάδα σε αυτήν τη συγκυρία διαθέτει ένα σημαντικά βελτιωμένο αξιόχρεο, χάρη στις δημοσιονομικές της επιδόσεις και τη σημαντική αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ των τελευταίων ετών. Ωστόσο, μία αδύναμη ή αναποφάσιστη Γαλλία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την έγκαιρη δράση της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε θέματα άμυνας, προϋπολογισμών, ενεργειακής πολιτικής και επενδύσεων, με αρνητική επίδραση στην ευρωπαϊκή πολιτική συνοχή.
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι τα τελευταία έτη έχουν επίσης πυκνώσει. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή και η πρόσφατη εμπορική διαμάχη στο πλαίσιο του επαναπροσδιορισμού της δασμολογικής πολιτικής των ΗΠΑ, δρουν ως πολλαπλασιαστές αβεβαιότητας στην Ευρώπη. Στην προσπάθειά της να θωρακίσει την ενεργειακή της ασφάλεια μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Ευρώπη κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε ένα παίγνιο με κύριο προμηθευτή τις ΗΠΑ, ειδικά μετά τη συμφωνία ύψους 750 δισ. δολαρίων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, που προβλέπει μαζικές αγορές αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων στην επόμενη τριετία.
Οι γεωπολιτικές εντάσεις και ο εμπορικός προστατευτισμός έχουν προκαλέσει ένα ντόμινο εξελίξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, προκαλώντας σημαντικές καθυστερήσεις, ελλείψεις προϊόντων και αυξημένο κόστος. Οι ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παγκόσμια αγορά, οφείλουν να καταστρώνουν στρατηγικές διαφοροποίησης και μακροπρόθεσμες επενδυτικές στρατηγικές. Σε επίπεδο κλάδων, τα φαρμακευτικά προϊόντα, η αυτοκινητοβιομηχανία, τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός αποτελούν τους κλάδους με την υψηλότερη εξαγωγική δραστηριότητα προς τις ΗΠΑ.
Τούτο, σημαίνει ότι οι χώρες που εξάγουν αυτά τα αγαθά στις ΗΠΑ, όπως η Ιρλανδία, το Βέλγιο και η Γερμανία, αντιμετωπίζουν δυσανάλογους κινδύνους. Η Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένη στον εμπορικό προστατευτισμό, αλλά η γεωπολιτική της θέση επιβάλλει προσεκτικούς χειρισμούς στη διεθνή αναταραχή.
Τέλος, η τεχνητή νοημοσύνη μεταμορφώνει το παγκόσμιο εργασιακό τοπίο, δημιουργώντας νέα πρότυπα επαγγελματικής ταυτότητας, νέες απαιτήσεις δεξιοτήτων, αλλά και εύλογα ερωτήματα ως προς τις επιπτώσεις της. Η τεχνητή νοημοσύνη δύναται να λειτουργήσει ως ένας επιταχυντής της παραγωγικότητας, όμως ο κίνδυνος απώλειας θέσεων εργασίας είναι ορατός.
Στη χώρα μας παρατηρούμε τον περιορισμό της κυκλικής ανεργίας χάρη στην ενίσχυση της επενδυτικής δαπάνης των τελευταίων ετών. Η μείωση της διαρθρωτικής ανεργίας ωστόσο φαίνεται δυσχερής λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ ζήτησης και προσφοράς εργασίας για συγκεκριμένες δεξιότητες. Υπάρχει επομένως ανάγκη για στοχευμένα προγράμματα κατάρτισης από την πλευρά των επιχειρήσεων για την αναβάθμιση και επανακατάρτιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων τους, κατά τη διάρκεια μετάβασης στην οικονομία της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών της αγοράς εργασίας σε τομείς όπως η ψηφιακή τεχνολογία, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η υγειονομική περίθαλψη.
Ο κ. Παναγιώτης Καπόπουλος είναι Chief Economist της Alpha Bank