«Αγκάθια» για την ελληνική οικονομία αποτελούν η παραγωγικότητα της εργασίας και οι δημογραφικές τάσεις, σύμφωνα με την έκθεση «7 ημέρες οικονομία» της Eurobank, καθώς αθροιστικά εξηγούν άνω του 80% της απόκλισης του πραγματικού ΑΕΠ το 2024 σε σύγκριση με την κορυφή του 2008.
Το ΑΕΠ υπολείπεται σε σχέση με την κορυφή του 2008
‘Οπως αναφέρεται στην έκθεση η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια επιδεικνύει ανθεκτικότητα, επιτυγχάνοντας ικανοποιητικούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Ωστόσο, βάσει των στοιχείων του 2024, το πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) στην Ελλάδα υπολείπεται κατά 15,1% σε σύγκριση με την κορυφή του 2008 (16,4% βάσει της διαφοράς των φυσικών λογαρίθμων), ενώ σε κατά κεφαλήν όρους και σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, βρίσκεται στο 70% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών και στο 67,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Η διατήρηση ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης, στηριζόμενων στις επενδύσεις, τις εξαγωγές και στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, καθίσταται επιβεβλημένη
Ο επίμονος πληθωρισμός
Επιπρόσθετα, ο πληθωρισμός, μετά την αποκλιμάκωσή του από τα υψηλά 30ετίας του Σεπτεμβρίου 2022 αποδεικνύεται επίμονος, λόγω της συνιστώσας των υπηρεσιών, και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό, στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας.
Τούτων δοθέντων, η διατήρηση ικανοποιητικών ρυθμών μεγέθυνσης, στηριζόμενων στις επενδύσεις, τις εξαγωγές, τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, καθίσταται επιβεβλημένη. Και τούτο για δύο λόγους: πρώτον, να καλυφθούν με βιώσιμο τρόπο οι απώλειες της πολυετούς κρίσης χρέους μέχρι τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, και δεύτερον, να μειωθεί η απόκλιση της Ελλάδας από την ΕΕ-27 και την Ευρωζώνη σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Το προϊόν που παράγει ο μέσος απασχολούμενος στην Ελλάδα είναι αρκετά μικρότερο σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα
Η συρρίκνωση του πληθυσμού
‘Οπως αναφέρει η ομάδα ανάλυσης και έρευνας της Eurobank, στο ερώτημα γιατί το πραγματικό ΑΕΠ στην Ελλάδα υπολείπεται κατά 15,1% σε σύγκριση με την κορυφή του 2008 (16,4% βάσει της διαφοράς των φυσικών λογαρίθμων) η απάντηση που δίνεται είναι ότι το προϊόν που παράγει ο μέσος απασχολούμενος στην Ελλάδα είναι αρκετά μικρότερο σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα (π.χ. λόγω μείωσης του φυσικού κεφαλαίου ανά απασχολούμενο και της υψηλής μακροχρόνιας ανεργίας των προηγούμενων ετών). Την ίδια ώρα ο πληθυσμός έχει συρρικνωθεί, μειώνοντας τους διαθέσιμους πόρους προς τις δεξαμενές του εργατικού δυναμικού και της απασχόλησης.
‘Ετι περαιτέρω, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα, παρά τη μεγάλη μείωσή του, εξακολουθεί να είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την Ευρωζώνη (10,1% vs. 6,5% το 2024) και το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό εξακολουθεί να είναι μικρότερο (52,7% vs 57,9% το 2024).
Σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, όλα εξαρτώνται από τις δημογραφικές τάσεις και από την παραγωγικότητα της εργασίας
Οι αρνητικές δημογραφικές τάσεις
Η περαιτέρω μείωση του ποσοστού ανεργίας και η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό δύνανται να αντισταθμίσουν, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, τις επιπτώσεις των αρνητικών δημογραφικών τάσεων.
Μακροπρόθεσμα ωστόσο, οι προαναφερθείσες μεταβλητές καταλήγουν σε ένα επίπεδο σταθερής κατάστασης, οπότε η συνεισφορά τους στον ρυθμό μεγέθυνσης μηδενίζεται. Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, όλα εξαρτώνται από τις δημογραφικές τάσεις και από την παραγωγικότητα της εργασίας.
Αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων
Ως εκ τούτου η έκθεση αναφέρει πως η αποτελεσματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων για τη μείωση της γραφειοκρατίας στον δημόσιο τομέα, τη γρηγορότερη απονομή της δικαιοσύνης, τη δημιουργία κινήτρων για την υιοθέτηση νέων καινοτόμων τεχνολογιών, την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος, την καταπολέμηση της φορoδιαφυγής και τη μείωση του ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων, συμβάλλουν στην αύξηση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας της οικονομίας.
«Τα οφέλη δεν εστιάζονται μόνο στην ενίσχυση του δυνητικού ρυθμού μεγέθυνσης και των εισοδημάτων αλλά και στη θωράκιση της οικονομίας έναντι πιθανών μελλοντικών διεθνών κρίσεων», καταλήγει συμπερασματικά η έκθεση.