Ο βρετανικός κολοσσός της μόδας, η Asos, αντιμετωπίζει μια νομική διαμάχη με τις γερμανικές αρχές, που απειλεί να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την ήδη ταλαιπωρημένη εταιρεία.
Η Γερμανία έχει ενημερώσει την Asos για οφειλή δασμών, που σύμφωνα με πληροφορίες των Financial Times ανέρχονται σε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ.
Ωστόσο, η Asos πιστεύει ότι, μετά την υποβολή επιπλέον στοιχείων, το ποσό αυτό θα μειωθεί σημαντικά.
Το αποτύπωμα της Asos στη Γερμανία
Η Asos διαθέτει θυγατρική εταιρεία στη Γερμανία και λειτουργεί κέντρο διανομής κοντά στο Βερολίνο από το 2014.
Με 20 εκατομμύρια ενεργούς πελάτες σε πάνω από 200 αγορές, η εταιρεία παραμένει ισχυρός παίκτης στο online εμπόριο μόδας, παρά τις οικονομικές δυσκολίες των τελευταίων ετών.
Η εκτίμηση και η αντίδραση της εταιρείας
Η Asos επιβεβαίωσε ότι αμφισβητεί τις αρχικές απαιτήσεις.
Σύμφωνα με την εταιρεία, «η μέγιστη έκθεση είναι ασήμαντη», καθώς ολοκλήρωσε αναλυτική εξέταση περισσότερων από το 95% των δεκάδων χιλιάδων δηλώσεων δασμών. Η εταιρεία υπολογίζει ότι η πραγματική επιπλέον οφειλή κυμαίνεται περίπου στα 500.000 ευρώ, υποστηριζόμενη από εξωτερικούς νομικούς συμβούλους.
Προκλήσεις μετά την πανδημία
Η Asos έχει πληγεί από τον πληθωρισμό που πίεσε τα περιθώρια κέρδους και την μειωμένη αγοραστική δύναμη των πελατών της.
Επιπλέον, η ανταγωνιστική πίεση από τη Shein, που προσφέρει φθηνά ρούχα απευθείας από εργοστάσια στην Κίνα, έχει πλήξει περαιτέρω τις πωλήσεις.
Στρατηγική ανασυγκρότησης
Υπό τη διεύθυνση του CEO José Antonio Ramos Calamonte, η εταιρεία προχωρά σε εκκαθάριση πλεονάζοντος αποθέματος και αναδιάρθρωση των λειτουργιών της για ταχύτερη ανταπόκριση στις τάσεις της μόδας.
Παράλληλα, η Asos διατηρεί τη ρευστότητά της και στοχεύει σε θετικά αποτελέσματα για το σύνολο της χρήσης.
Προηγούμενα παραδείγματα
Αντίστοιχες υποθέσεις δεν είναι σπάνιες για τις βρετανικές εταιρείες.
Το 2019, η Frasers Group κλήθηκε να πληρώσει €674 εκατ. στη Βέλγιο για φόρους, αλλά η διαφορά διευθετήθηκε τελικά σε «ασήμαντο ποσό».
Η Asos συνεχίζει τις συνομιλίες με τις γερμανικές αρχές, με στόχο να κλείσει τη διαμάχη χωρίς σοβαρές οικονομικές συνέπειες, δείχνοντας ότι η εταιρεία παραμένει προσηλωμένη στη στρατηγική της ανάκαμψης.