Μία ακόμη απόδειξη ότι είναι σε θέση να παράγουν υψηλή κερδοφορία, ανεξαρτήτως επιτοκιακού περιβάλλοντος, αναμένεται να είναι για τις ελληνικές τράπεζες τα αποτελέσματα γ΄ τριμήνου 2025, που θα αρχίσουν να ανακοινώνονται από την ερχόμενη εβδομάδα.
Σύμφωνα με αναλυτές που παρακολουθούν τον κλάδο, κατά την υπό εξέταση περίοδο το καθαρό αποτέλεσμα δεν θα καταγράψει σημαντικές διαφορές αθροιστικά στους τέσσερις συστημικούς ομίλους σε σύγκριση με τα αντίστοιχα περυσινά επίπεδα.
Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι δείκτες euribor, από τους οποίους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το οργανικό τους εισόδημα, είναι εφέτος χαμηλότεροι κατά 120 – 130 μονάδες βάσης.
Η αναπλήρωση
Παρά ταύτα, οι τράπεζες διαφαίνεται πως πέτυχαν να αναπληρώσουν τις απώλειες στα έντοκα έσοδα από το υφιστάμενο απόθεμα χορηγήσεων και να διατηρήσουν τα καθαρά τους κέρδη επί της ουσίας σταθερά.
Αυτό κατέστη εφικτό με τους ακόλουθους τρόπους:
– Στα τελευταία τρίμηνα οι ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης έχουν επιταχυνθεί.
Τόσο τον Ιούλιο, όσο και τον Αύγουστο, τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα έτρεχαν με ρυθμό άνω του 10%, με τα υπόλοιπα στην επιχειρηματική πίστη να ενισχύονται σε ετήσια βάση κατά 16,1% και τις χορηγήσεις προς τα νοικοκυριά να επανέρχονται σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά μετά από 16 χρόνια.
– Κέρδη έχουν οι τράπεζες από τις κινήσεις αντιστάθμισης του επιτοκιακού κινδύνου που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 2023.
Έτσι, έχουν έκτακτα κέρδη από το hedging, ενώ αποκομίζουν ενισχυμένα έσοδα από τις τοποθετήσεις τους της τελευταίας διετίας σε τίτλους σταθερού εισοδήματος, έχοντας κλειδώσει υψηλότερες αποδόσεις στη λήξη από τις σημερινές.
– Σε μετριασμό της υποχώρησης των καθαρών έντοκων εσόδων οδηγεί και η στρατηγική αναχρηματοδότησης ομολόγων που είχαν εκδώσει οι τράπεζες κατά την περίοδο του ακριβού χρήματος, μέσω νέων τίτλων με χαμηλότερες αποδόσεις που διαθέτουν σήμερα.
– Μεγάλη ικανοποίηση υπάρχει στις τραπεζικές διοικήσεις για την πορεία των εσόδων από προμήθειες.
Και το γ΄ τρίμηνο οι επιδόσεις σε επιμέρους τομείς των μη τοκοφόρων εργασιών ήταν εξαιρετικές.
Για παράδειγμα, οι καθαρές εισροές σε αμοιβαία κεφάλαια διαμορφώθηκαν σε 1,33 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση της τάξης του 62% σε σχέση με το γ΄ τρίμηνο του 2024.
Παράλληλα, ανοδικές τάσεις καταγράφονται στο bancassurance, καθώς αυξάνεται η ζήτηση για προϊόντα διαφόρων τύπων ασφάλισης.
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες στοχεύουν στην πλήρη αναπλήρωση των απωλειών στα έσοδα που προκάλεσαν οι πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις στις συναλλαγές φυσικών προσώπων.
Η επόμενη ημέρα
Πλέον, με τις εκτιμήσεις των περισσότερων αναλυτών για σταθεροποίηση του κόστους χρήματος στην ευρωζώνη, πριν ξεκινήσει ένας νέος ανοδικός κύκλος ή στη χειρότερη με μία ακόμη απόφαση χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, το εισόδημα από τόκους θα κινείται από εδώ και στο εξής ανοδικά.
Παράλληλα, σύντομα θα αρχίσουν να αποδίδουν οι εξαγορές που ολοκλήρωσαν ή συμφώνησαν τους προηγούμενους μήνες οι τράπεζες.
Πρόκειται για συναλλαγές που θα ενισχύσουν τόσο τα καθαρά έντοκα έσοδα, στις περιπτώσεις απόκτησης τραπεζών, όσο και τα έσοδα από προμήθειες μέσω των νέων θυγατρικών στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα (ασφαλιστικές εταιρείες, factoring, επενδυτική τραπεζική).
Από την άλλη, στοίχημα αποτελεί η συγκράτηση των ρυθμών αύξησης του λειτουργικού κόστους.
Οι δαπάνες αναπόφευκτα σε ενοποιημένη βάση θα αυξηθούν, λόγω των κινήσεων μεγέθυνσης, τόσο με οργανικό, όσο και με μη οργανικό τρόπο.
Το ζητούμενο είναι, σύμφωνα με πηγή από τον κλάδο, οι ρυθμοί ανόδου των εξόδων να είναι χαμηλότεροι της αντίστοιχης ενίσχυσης των εσόδων.
Ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο, σημειώνουν ότι η διατήρηση του κόστους των προβλέψεων, με τα σημερινά δεδομένα, αποτελεί το βασικό σενάριο.