Μία ανάγνωση της τριμηνιαίας έκθεσης της ελληνικής οικονομίας που δημοσίευσε το ΙΟΒΕ και αφορούν στο τρίτο τρίμηνο του έτους αρκεί για να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για την τρέχουσα κατάσταση και τις προοπτικές της χώρας, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών σε οικονομικό επίπεδο.
Και φυσικά πρωτίστως οφείλουν να τη μελετήσουν οι κυβερνώντες, το οικονομικό επιτελείο αλλά και η αντιπολίτευση. Οι μεν για να ξεκινήσουν από τώρα να χαράσσουν την αναγκαία οικονομική πολιτική μακριά από λαϊκίστικες και μικροκομματικές σκοπιμότητες οι δε για να ασκήσουν επιτέλους μίας δημιουργική αντιπολίτευση με ουσιαστικές προτάσεις και όχι με αντιπολιτευτικές «κορώνες».
Η αναθεώρηση προς τα κάτω των δεικτών μεγέθυνσης
Το ΙΟΒΕ αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη. Για το 2025 χαμήλωσε τον πήχη στο 2,1% από 2,2% και για το 2026 στο 2,2% από 2,4%. Και μέσα από την έκθεση του αιτιολογεί την αναθεώρηση των προβλέψεων του αφενός στο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον (εμπορικοί πόλεμοι, οι πραγματικοί πόλεμοι στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η κρίση στη Γαλλία κλπ.) και αφετέρου στην κόπωση που παρουσιάζουν οι δείκτες μεγέθυνσης της οικονομίας αλλά και στα άλυτα προβλήματα της ενίσχυσης των επενδύσεων, της χαμηλής παραγωγικότητας, του δημογραφικού καθώς και στην μη αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Η κόπωση και το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης
Αναφέρει μάλιστα το ΙΟΒΕ στις διαπιστώσεις του: «Οι ρυθμοί μεγέθυνσης, αν και παραμένουν σημαντικά υψηλότεροι από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, εμφανίζουν κάποια χαρακτηριστικά κόπωσης, με κεντρικό ερώτημα πώς θα μπορέσουν να ενισχυθούν οι επενδύσεις, ιδίως μετά τη λήξη της περιόδου του Ταμείου Ανάκαμψης».
Το νέο παραγωγικό μοντέλο
Και εδώ ανοίγει το κεφάλαιο του νέου παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση με παρεμβάσεις δείχνει να μην έχει διάθεση να πάει σε τολμηρές παρεμβάσεις. Αρκείται σε αποσπασματικά μέτρα όπως για παράδειγμα η αύξηση των κινήτρων του αναπτυξιακού νόμου αλλά χωρίς να αγγίζει το θέμα της χαμηλής παραγωγικότητας, το οποίο δεν προϋποθέτει εντατικοποίηση της αγοράς εργασίας αλλά πολιτικές ενίσχυσης της τεχνολογίας και της κατάρτισης των εργαζομένων. Επίσης είναι αργοπορημένες και εν πολλοίς ατελέσφορες οι προσπάθειες για διαφάνεια στο κράτος μέσα από την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας.
Η διαφάνεια στο κράτος και η αύξηση της παραγωγικότητας
«Επανέρχεται το ζήτημα της συστηματικής ενίσχυσης της παραγωγικής δομής», επισημαίνει το ΙΟΒΕ και εξηγεί: «Η οικονομία μας έχει την ανάγκη αλλά και την ευκαιρία να κινηθεί έντονα ανοδικά, εφόσον απλουστευτούν διαδικασίες ώστε να υπάρχει συστηματικά διαφάνεια στο κράτος, ανάλογα με το αν θα υποστηριχθούν νέες επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και τον ανταγωνισμό και στο μέτρο που ενισχυθεί ουσιαστικά η έρευνα και η καινοτομία».
Το 63% των νοικοκυριών μόλις τα βγάζει πέρα
Το ΙΟΒΕ καταγράφει κόπωση στους δείκτες της βιομηχανίας, των επενδύσεων αλλά και σημειώνει το γεγονός ότι πολλά νοικοκυριά παραμένουν με χαμηλά εισοδήματα. Είναι συγκλονιστικό το εύρημα της έρευνας ότι το 63% των νοικοκυριών «μόλις τα βγάζει πέρα τον μήνα».
Και οι τεχνοκράτες του Ιδρύματος ναι μεν επικροτούν τη μείωση των φορολογικών συντελεστών που ανακοίνωσε η κυβέρνηση αλλά ταυτόχρονα υπογραμμίζουν: «Το ζητούμενο για μια απλούστερη και σταθερότερη κλίμακα φορολογίας παραμένει, ιδίως με ενσωμάτωση εισοδημάτων από το κατά το δυνατόν περισσότερες πηγές, και περαιτέρω βήματα προς αυτό θα ήταν ευεργετικά».
Το ΙΟΒΕ στα συμπεράσματα του καταλήγει: «Συνολικά, η οικονομία μας διανύει μια περίοδο σταθερότητας, με ρυθμούς μεγέθυνσης που υπερβαίνουν τους μέσους ευρωπαϊκούς όρους, αξιοπιστία του δημοσιονομικού ισοζυγίου, εξομάλυνση του κόστους χρηματοδότησης και βελτίωση των όρων απασχόλησης, με σταδιακή μείωση της ανεργίας και αύξηση των περισσότερων αμοιβών».
Τομές
Αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει την πραγματική διάσταση της οικονομίας και προτείνει τομές: «Την ίδια ώρα, οι επιδόσεις της οικονομίας μας ακόμη απέχουν σημαντικά από τις επιθυμητές. Τα εισοδήματα πολλών νοικοκυριών δεν είναι ικανοποιητικά, καθώς χρειάζονται περαιτέρω τομές που θα φέρουν κράτος και αγορές πλησιέστερα στα ευρωπαϊκά επίπεδα και θα σπάσουν τον εγκλωβισμό σε χαμηλή παραγωγικότητα».
Και υπογραμμίζει τον κίνδυνο λήψης λανθασμένων πολιτικών αποφάσεων, υπαινισσόμενο τη μικροκομματική σκοπιμότητα ή και την αδράνεια: «Από τη σημερινή αφετηρία είναι, λοιπόν, κρίσιμο οι όποιες παρεμβάσεις πολιτικής να μην διακινδυνεύσουν τη σταθερότητα που έχει επιτευχθεί, αλλά να απελευθερώσουν νέες δυνατότητες ανάπτυξης».





































