Η κυβέρνηση επενδύει σημαντικά στο οικονομικό αφήγημά της. Σύμφωνα με αυτό, η χώρα έχει μπει, χάρη στις κυβερνητικές επιλογές, σε μια τροχιά σταθερής ανάπτυξης και μάλιστα με υψηλότερους ρυθμούς σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτός είναι και ο λόγος που κατά τους απολογητές της κυβέρνησης δεν υπάρχει άλλη επιλογή από την επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Βεβαίως, το αφήγημα αυτό παραβλέπει ότι την ίδια στιγμή είχαμε και άνοδο του πληθωρισμού και κρίση κόστους ζωής και ένταση μορφών κοινωνικής ανισότητας.
Η απάντηση της κυβέρνησης είναι λίγο πολύ ότι εάν συνεχιστεί η ανάπτυξη θα αντιμετωπιστούν και αυτά τα προβλήματα, αφού μέρος από τα οφέλη της ανάπτυξης θα καταλήξουν στα πιο φτωχά στρώματα ενώ θα συνεχιστεί και η υποχώρηση της ανεργίας.
Τι θα γίνει, ωστόσο, εάν ανακοπεί η όποια αναπτυξιακή δυναμική; Αυτό είναι το ερώτημα το οποίο ούτε θέτει, ούτε, πολύ περισσότερο, απαντάει η κυβερνητική πλευρά.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα…
Καταρχάς γνωρίζουμε ότι το διεθνές περιβάλλον, που ούτως ή άλλως είναι σε μια ρευστή και μεταβατική συνθήκη (αρκεί να σκεφτούμε τα διαρκή μπρος πίσω σε σχέση με τα ζητήματα των δασμών και του εμπορικού πολέμου), δεν υπόσχεται μια διαρκή αναπτυξιακή δυναμική. Είναι πολύ πιθανό ιδίως προς το 2027 να δούμε επιβράδυνση, ιδίως στην Ευρώπη.
Έπειτα, έχουμε το τέλος του Ταμείου Ανάκαμψης. Σε αντίθεση με τα προγράμματα τύπου ΕΣΠΑ που συχνά έχουμε παρατάσεις ώστε να μη χαθούν επιχορηγήσεις, στο Ταμείο Ανάκαμψης υπάρχει ημερομηνία λήξης. Ούτε υπάρχει κάποια συζήτηση για να υπάρξει κάποια επόμενη εκδοχή του και εκτίμησή μου είναι ότι δύσκολα θα υπάρξει τώρα που η συζήτηση στην Ευρώπη έχει στραφεί τόσο στα ζητήματα επανεξοπλισμού.
Προσθέστε σε όλα αυτά ότι ορισμένες από τις «ατμομηχανές» της ελληνικής οικονομίας όπως ο τουρισμός επηρεάζονται έντονα και από τη διεθνή οικονομική συγκυρία και από τυχόν γεωπολιτικές εξελίξεις. Άρα δεν είναι δεδομένο ότι θα συνεχίσουν να έχουν την ίδια δυναμική.
Σίγουρα, κάποιοι άλλοι κλάδοι μπορεί να αποκτήσουν δυναμική. Η ενέργεια είναι ένας από αυτούς, από τις ανανεώσιμες μορφές μέχρι την αναβάθμιση της Ελλάδας ως κόμβου στις διαδρομές του LNG.
Όμως, την ίδια στιγμή εξακολουθούμε να μην βλέπουμε μια συνολική πρόταση για το ποια θα μπορούσε να είναι όντως μια βιώσιμη αναπτυξιακή στρατηγική για τη χώρα. Χαιρετίζεται το γεγονός ότι έχουμε αυξημένες επενδύσεις, αλλά δεν συζητάμε όσο πρέπει τη βαρύτητα που διατηρεί το real estate μέσα σε αυτές. Ορθά υπογραμμίζουμε κάποιους κλάδους που πάνε καλά, αλλά δεν συζητάμε γιατί η χώρα μας δεν αποτελεί κόμβο σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας που θα διαμόρφωναν και διαφορετικής ποιότητας θέσεις (και αμοιβής) εργασίας. Θα φτιαχτούν π.χ. Data Centers και αυτό σίγουρα είναι σημαντικό, αλλά π.χ. η χώρα μας μεγάλος κόμβος στην ευρωπαϊκή βιομηχανία εξαρτημάτων για ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν είναι.
α
Επιπλέον, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις που βοηθούν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, αν και σε κάποιες περιπτώσεις αυτό ήταν περισσότερο απορρύθμιση παρά μεταρρύθμιση, όμως αυτό δεν σημαίνει από μόνο του ότι θα έρθουν και οι επενδύσεις. Γιατί οι επενδύσεις δεν έρχονται απλώς και μόνο επειδή δεν υπάρχουν γραφειοκρατικά εμπόδια (ή έχει γίνει πιο ευέλικτη η εργασία). Ούτε επειδή η εκάστοτε κυβέρνηση απλώνει «κόκκινο χαλί» σε όποιον δηλώνει επενδυτής. Κυρίως έρχονται γιατί υπάρχουν υποδομές και ένα εργατικό δυναμικό υψηλών δεξιοτήτων και ένα περιβάλλον που επενδύει στις συνέργειες ανάμεσα στην επιχειρηματικότητα, την έρευνα και την εκπαίδευση. Έρχονται, επίσης, επειδή μια κυβέρνηση και ένας κρατικός μηχανισμός έχει κάνει την προεργασία: έχει εντοπίσει κλάδους, έχει σκεφτεί πώς μπορεί να τους βοηθήσει, έχει συζητήσει με τον πανεπιστημιακό και ερευνητικό χώρο, έχει αναπροσαρμόσει τις πολιτικές εκπαίδευσης και κατάρτισης, έχει διαμορφώσει κατάλληλες υποδομές.
Σε αυτές τις πλευρές μιας ενεργητικής οικονομικής πολιτικής, μιας σύγχρονης εκδοχής βιομηχανικής πολιτικής είναι που στην πραγματικότητα έχουμε και το μεγαλύτερο πρόβλημα στη χώρα μας. Το πρόβλημα προφανώς δεν είναι τωρινό και έχουν βάθος χρόνου οι αιτίες. Τα Μνημόνια σήμαιναν – αντικειμενικά – μεγαλύτερη έμφαση στις «μεταρρυθμίσεις» και την εξοικονόμηση δαπανών παρά στην επεξεργασία κλαδικών αναπτυξιακών σχεδίων. Η αναγκαστική εξάρτηση από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις οδήγησε περισσότερο σε μια κουλτούρα «απορροφησιμότητας» παρά οικονομικού σχεδιασμού. Η αναγόρευση της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» σε υπέρτατη αξία, οδήγησε σε υποτίμηση του ρόλου του κράτους στη διαμόρφωση όρων για την επένδυση.
Σε όλα αυτά δεν βοηθάει και η Ευρώπη. Όχι γιατί δεν εξαγγέλλει κατά καιρούς μεγαλόσχημα σχέδια για την τεχνολογία και την ανάπτυξη. Ούτε γιατί δεν προσφέρει χρηματοδοτήσεις. Κυρίως γιατί στην πραγματικότητα ούτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο γίνεται σοβαρός σχεδιασμός για το πώς θα μπορούσε να προωθηθεί ένα αναπτυξιακό μοντέλο με μεγαλύτερη δυναμική. Ούτε για το πώς θα μπορούσε να αναβαθμιστεί συνολικά ο ρόλος της Ευρώπης την ώρα που αναβαθμίζεται διαρκώς ο οικονομικός ρόλος άλλων πόλων της παγκόσμιας οικονομίας.
Ακόμη χειρότερα αυτή τη συζήτηση δεν την κάνουμε ουσιαστικά στην Ελλάδα. Με ευθύνη της κυβέρνησης κυριάρχησε μια λογική ότι όσο σημειώνεται αύξηση του ΑΕΠ και όσο καταγράφονται επενδύσεις, όλα πάνε καλά. Η δε αντιπολίτευση ούτως ή άλλως σε μεγάλο βαθμό απλώς λειτούργησε ως αντηχείο κοινωνικών αιτημάτων και όχι ως πεδίο στρατηγικών επεξεργασιών. Με αποτέλεσμα αυτά που έπρεπε να συζητάμε, από το πώς θα αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνατότητες του πρωτογενή τομέα (αντί να στήνονται «μηχανές» γύρω από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις), μέχρι το πώς θα στηριχθούν πρωτίστως κλάδοι τεχνολογικοί, και από το πώς θα αναβαθμιστεί (και όχι απλώς θα επεκταθεί) ο τουρισμός μέχρι την ενεργειακή πολιτική, να μην απασχολούν το δημόσιο διάλογο στο βάθος που τους αναλογεί. Επαναστάσεις είναι σε εξέλιξη, όπως αυτή της Τεχνητής Νοημοσύνη και δεν τις συζητάμε στρατηγικά πέραν του να λέμε ότι θα τις αξιοποιήσουμε. Όπως δεν συζητάμε πώς όλα αυτά συνδυάζονται με την κοινωνική δικαιοσύνη, την αναδιανομή, την εξασφάλιση του δημόσιου χαρακτήρα βασικών αγαθών (που είναι και κρίσιμα για την ανάπτυξη όπως είναι η παιδεία).
Όμως, αυτή είναι μια συζήτηση πολύ πιο επείγουσα από όσο πιστεύουμε. Και είναι πολύ προτιμότερο να την κάνουμε πριν τα σύννεφα στον οικονομικό (και τελικά κοινωνικό) ορίζοντα μετατραπούν σε καταιγίδα. Αρκεί να την κάνουμε όπως πρέπει: δηλαδή σε διάλογο με τον κόσμο της εργασίας, της γνώσης και της επιχειρηματικότητας, όλους αυτούς που μπορούν όντως να βάλουν πλάτη για μια διαφορετική πορεία της χώρας.






































