Υπό το βάρος των θεσμικών εκκρεμοτήτων, και δη την ολοκλήρωση του ειδικού πλαισίου χωροταξικού σχεδιασμού, αλλά και το «θολό» τοπίο ακόμη ως προς το τι μέλλει γενέσθαι με τη βασικότερη εταιρεία του κλάδου, ο τομέας των ιχθυοκαλλιεργειών παραμένει σε στασιμότητα, καθώς εκτιμάται ότι και φέτος η παραγωγή δεν θα σημειώσει αξιοσημείωτες μεταβολές.
Την ίδια ώρα, έχοντας ένα ιδιαίτερα εξωστρεφές προφιλ, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται ότι οι εξαγωγές καταγράφουν άνοδο, με τις τιμές να κινούνται σε επίπεδα ρεκόρ δεκαετίας.
Ο ανταγωνισμός από την Τουρκία
Παράλληλα παρότι η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού στην ΕΕ δεν επηρέασε σημαντικά τις ελληνικές πωλήσεις, ο ανταγωνισμός προήλθε κυρίως από την αύξηση της παραγωγής τρίτων χωρών και ιδίως της Τουρκίας.
Όπως σημειώνεται στην 11η Ετήσια Έκθεση 2025 της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ) η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού της Τουρκίας υπερβαίνει πλέον την παραγωγή ολόκληρης της ΕΕ και συνεχώς αυξάνει τη διείσδυσή της σε αγορές όπους δραστηριοποιούνται παραδοσιακά ελληνικές εταιρείες.
Χαρακτηριστική είναι και η δραστηριοποίηση τουρκικών εταιρειών στην Ελλάδα, με στόχο την ευκολότερη πρόσβαση σε εμπορικά δίκτυα στη χώρα μας και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι εκτιμήσεις για το 2025 αναφέρουν ότι η παραγωγή των τσιπούρας και λαβρακιού θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2024, περί τους 115.000 τόνους
Μείωση όγκου παραγωγής το 2024
Το 2024 η συνολική παραγωγή υδατοκαλλιέργειας εκτιμάται σε σχεδόν 141.000 τόνους εκτιμώμενης αξίας 789,73 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση -8,3% ως προς τον όγκο παραγωγής και οριακή αύξηση 0,3% ως προς την αξία πωλήσεων.
Η παραγωγή μεσογειακών ειδών ιχθυοκαλλιέργειας ανήλθε σε 123.000 τόνους αξίας 768,4 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας πτώση -7% ως προς τον όγκο παραγωγής και αύξηση 1% ως προς την αξία πωλήσεων σε σχέση με το 2023.
Τσιπούρα και λαβράκι αποτελούν το 93% της παραγωγής και το υπόλοιπο 7% αποτελείται από άλλα μεσογειακά είδη όπως ο κρανιός και το βραχύπτερο φαγκρί.
Η παραγωγή των δύο ειδών ανήλθε σε 114.500 τόνους (58.000 τόνοι τσιπούρας και 56.500 τόνοι λαβρακιού) συνολικής αξίας σχεδόν 721,7 εκατ. ευρώ. Σε σχέση με το 2023, παρατηρείται πτώση -5,5% ως προς τον όγκο παραγωγής αλλά αύξηση 3,5% ως προς την αξία πωλήσεων.
Ειδικότερα, η παραγωγή τσιπούρας σημείωσε πτώση -12% ως προς τον όγκο και αύξηση 3% ως προς την αξία πωλήσεων, ενώ το λαβράκι σημείωσε αύξηση 2,2% ως προς τον όγκο και σχεδόν 4% ως προς την αξία πωλήσεων.
Οι εκτιμήσεις για το 2025 αναφέρουν ότι η παραγωγή των τσιπούρας και λαβρακιού θα κυμανθεί στα επίπεδα του 2024, περί τους 115.000 τόνους.
Σημειώνεται ότι η πτώση της παραγωγής πέρυσι αποδίδεται στις εν εξελίξει διαδικασίες αναδιάρθρωσης των μεγαλυτέρων επιχειρήσεων του κλάδου, όπως σημειώνει η Έκθεση.
Οι κυριότερες αγορές είναι στην ΕΕ όπου παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από την μισή ελληνική παραγωγή
Αύξηση μέσων τιμών εξαγωγής
Το 82% της παραγωγής διατέθηκε σε 38 αγορές εκτός Ελλάδας και το υπόλοιπο 18% στην εγχώρια αγορά. Μηνιαίως οι εξαγωγές κυμάνθηκαν από 6.300 έως 9.100 τόνους.
Πιο συγκεκριμένα, το 2024 εξήχθησαν 94.132 τόνοι τσιπούρας και λαβρακιού αξίας 585,1 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας πτώση -6,2% ως προς τον όγκο και αύξηση 2,3% ως προς την αξία σε σχέση με το 2032 (δεν περιλαμβάνονται οι εξαγωγές φιλέτων).
Η πτώση των εξαγωγών οφείλεται κυρίως στην μείωση διαθεσιμότητας λαβρακιού, όπως σημειώνεται.
Οι κυριότερες αγορές είναι στην ΕΕ όπου παραδοσιακά η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία απορροφούν πάνω από την μισή ελληνική παραγωγή. Σε αυτές τις 3 χώρες πραγματοποιήθηκε το 2024 το 73% των εξαγωγών τσιπούρας και λαβρακιού από την Ελλάδα.
Αν εξαιρέσουμε τις Βουλγαρία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Ισραήλ, Πορτογαλία, Ρουμανία όπου εξαγωγές κυμάνθηκαν από 2.500 – 3.500 τόνους, σε όλες τις υπόλοιπες χώρες οι εξαγωγές κυμάνθηκαν σε επίπεδα κάτω των 800 τόνων.
Τέλος, οι μέσες τιμές εξαγωγής το 2024 παρουσίασαν σημαντική βελτίωση, κυρίως για την τσιπούρα. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας κυμάνθηκε στα 6,14 €/ κιλό παρουσιάζοντας βελτίωση 17% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ για το λαβράκι η μέση τιμή πώλησης αυξήθηκε σχεδόν 2% στα 6,47 €/κιλό.




































