Ως είθισται, κάθε εργασιακός νόμος συνοδεύεται από ορισμένες ασφαλιστικές ρυθμίσεις, ετερογενείς εκκρεμότητες που προσαρτώνται ευκαιριακά στον κύριο κορμό του νομοθετήματος. Ο πρόσφατος νόμος δεν απέφυγε την πεπατημένη του νομοθετείν. Γενικά, οι προσθήκες του ν. 5239/2025 είναι διορθωτικές υπέρ των ασφαλισμένων με κάποιες αδυναμίες ως προς τις πραγματικές διαθέσεις του νομοθέτη, λόγω της ασάφειας του γράμματος του νόμου.
Πρώτον, αποσαφηνίζοντας τη βάση υπολογισμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) και της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΕΣΕΑ) για τους απασχολούμενους συνταξιούχους, το άρθρο 72 αποτρέπει ένα υπολανθάνον αντικίνητρο. Η προσαύξηση της αρχικής σύνταξης από την αξιοποίηση του πρόσθετου χρόνου ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση του συντελεστή της ΕΑΣ και της ΕΕΣΕΑ, ικανής, λόγω τρόπου υπολογισμού της εισφοράς με περισσότερα κλιμάκια (λ.χ., α) για συντάξεις από 1.400, 01 έως 1.700,00 ευρώ, ποσοστό 3%, β) για συντάξεις από 1.700,01 έως 2.000,00 ευρώ, ποσοστό 4%, …), να εξανεμίσει το όποιο όφελος είχε ο συνταξιούχος από την απασχόλησή του. Το ενδεχόμενο αυτό λειτουργεί ως αντικίνητρο για την παραμονή των συνταξιούχων στην αγορά εργασίας.
Με τη νέα διάταξη του άρθρου 72 του ν. 5239/2025, προβλέπεται ότι «για τον προσδιορισμό του συντελεστή παρακράτησης λαμβάνεται υπόψη το ποσό της σύνταξης που εκάστοτε λαμβάνει ή δικαιούται να λάβει ο συνταξιούχος πριν από τη χορήγηση της προσαύξησης αυτής». Ωστόσο, η διατύπωση του άρθρου 72 αφήνει ανοικτά περισσότερα ενδεχόμενα που δεν αποσαφηνίζονται στην Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου. Το ερώτημα είναι αν η προσαύξηση λόγω πρόσθετου χρόνου δεν υπόκειται καθόλου σε ΕΑΣ ή αν και γι’ αυτήν ισχύει ο αρχικός συντελεστής της σύνταξης ; Λόγω μικρών (συνήθως) προσαυξήσεων και του σκοπού της ενθάρρυνσης της απασχόλησης, νομίζουμε ότι η αμφιβολία πρέπει να λυθεί υπέρ των συνταξιούχων. Βέβαια, υπάρχει ο κίνδυνος από την ερμηνεία αυτή να ευνοηθούν υψηλόμισθα στελέχη που θα δικαιωθούν μεγαλύτερων προσαυξήσεων, αφού θα τους απαλλάξει από την καταβολή ΕΑΣ, για το πρόσθετο μέρος.
Η ισχύς της ρύθμισης ανατρέχει στο χρόνο έναρξης ισχύος του άρθρου 20 ν. 4387/ 2016 (όχι από την τροποποίησή του) (άρθρο 72, παρ. 6), καταλαμβάνοντας αιτήσεις για προσαύξηση σύνταξης λόγω απασχόλησης που έχουν υποβληθεί από τις 13.5.2016 και εφεξής. Η πρόβλεψη αυτή είναι ορθή (νομικά επιβεβλημένη), λόγω εφαρμογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος στις εκκρεμείς αιτήσεις, σε περίπτωση αλλαγής της νομοθεσίας, δεδομένης της έναρξης λειτουργίας λογισμικού υπολογισμού και απόδοσης του επιπλέον ποσού σύνταξης εντός του 2025.
Δεύτερον, προβλέπεται η αξιοποίηση του χρόνου ασφάλισης που έχει διανύσει ένας ασφαλισμένος στον Κλάδο Πρόσθετης Ασφάλισης Αγροτών του πρώην ΟΓΑ ν. 1745/ 1987 την περίοδο 1988-1997 και τον οποίο δεν αξιοποίησε ήδη στον ΟΓΑ , στον κλάδο κύριας ασφάλισής (ν. 2458/1997), λόγω αλλαγής επαγγελματικού προσανατολισμού. Ο χρόνος αυτός συνυπολογίζεται πλέον, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης, με βάση τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης, σε άλλους φορείς κύριας ασφάλισης που έχουν ενταχθεί στον e-ΕΦΚΑ (άρθρο 74). Έτσι, αποκαθίσταται, στο σημείο αυτό, η πληγείσα αρχή της ανταποδοτικότητας, αφού είχαμε καταβολή εισφορών, χωρίς αναγνώριση αντίστοιχου χρόνου ασφάλισης. Η διάταξη αυτή όσο αθώα φαίνεται, τόσο πλούσια στις περαιτέρω συνέπειες μπορεί να αποδειχθεί, αφού συνεπιφέρει, λόγω της γενικής της διατύπωσης, την ένταξη των αιτούντων στην κατηγορία ασφαλισμένων πριν 1-1-1993 με χαμηλότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Η γενική θεσμοθέτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει «à la carte». Η αναγνώριση του οικείου χρόνου ασφάλισης έχει συνέπειες όχι μόνο ως προς τον υπολογισμό της σύνταξης, αλλά και για την ένταξη σε ανάλογη κατηγορία ασφαλισμένων. Η Αιτιολογική Έκθεση δεν θέτει, από την πλευρά της, κανένα ανάλογο ζήτημα διαχωρισμού συνεπειών.
Ο Άγγελος Στεργίου είναι ομοτ. καθηγητή Νομικής Σχολής Α.Π.Θ






































