Ισχυρό τείχος προστασίας έναντι των επιτοκιακών μεταβολών έχουν δημιουργήσει την τελευταία τριετία οι τράπεζες, δια της μεγέθυνσης του χαρτοφυλακίου τους σε πάσης φύσεως ομόλογα.
Με δεδομένη την υπερβάλλουσα ρευστότητα που διαθέτουν, οι διοικήσεις τους αναζήτησαν στην εποχή του ακριβού χρήματος, μετά το καλοκαίρι του 2022, εναλλακτικούς τρόπους αξιοποίησής της.
Αναμφίβολα σταθερή προτεραιότητα αποτελεί η επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης και η αύξηση του όγκου των εκταμιεύσεων.
Οι επιδόσεις τους σε αυτόν τον τομέα ήταν θετικές από το 2023 μέχρι και σήμερα, παρά την ενίσχυση του κόστους δανεισμού, που αναπόφευκτα επιδρά αρνητικά στη ζήτηση.
Παρ’ όλα αυτά, τα μαξιλάρια ρευστότητας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, καθώς συνεχίζεται η διεύρυνση της καταθετικής βάσης. Εφέτος αναμένεται να συμπληρώσει εννέα συνεχή χρόνια ανόδου.
Αλλαγή στρατηγικής
Μέχρι και το 2022 το μεγαλύτερο μέρος των ρευστών διαθεσίμων που δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί σε νέες χρηματοδοτήσεις, ήταν τοποθετημένο στο Ευρωσύστημα.
Μετά την ενίσχυση ωστόσο των αποδόσεων στα ομόλογα, ήταν στρατηγική επιλογή των τραπεζικών διοικήσεων να δημιουργήσουν χαρτοφυλάκια με τίτλους σταθερού εισοδήματος, τα οποία θα έχουν αυξημένη συνεισφορά στα έντοκα έσοδά τους.
Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα λοιπόν, οι συστημικοί όμιλοι περιόρισαν τις τοποθετήσεις τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έως και 80% και ένα μεγάλο μέρος της ρευστότητας που απελευθερώθηκε, διοχετεύτηκε σε αγορές ομολόγων, κρατικών και εταιρικών, ελληνικών και ευρωπαϊκών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασαν τις δύο προηγούμενες εβδομάδες, πλέον το 20% του ενεργητικού τους αφορά σε τίτλους που αποφέρουν εισόδημα αυτής της μορφής.
Ειδικότερα, η αξία τους ξεπέρασε στο τέλος του περασμένου Σεπτεμβρίου τα 81 δισ. ευρώ.
Τα έσοδα από τόκους
Πρόκειται για μία επιλογή που συνέβαλε καθοριστικά κατά τη φάση χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, στην άμβλυνση των πιέσεων στα καθαρά έσοδα από τόκους.
Το στοκ των ομολόγων δηλαδή λειτούργησε ως φυσικό hedging έναντι της υποχώρησης των ευρωπαϊκών επιτοκίων.
Πράγματι το 2025, η συνεισφορά των τόκων από το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο παρέμεινε από τρίμηνο σε τρίμηνο σταθερή.
Στους 4 μεγάλους τους κλάδους διαμορφώθηκε αθροιστικά στα 1,8 δισ. ευρώ στο εννεάμηνο, ήτοι περίπου 600 εκατ. ευρώ ανά τρίμηνο, με οριακές μεταβολές.
Πρόκειται για επίπεδα που αντιστοιχούν περίπου στο 30% των καθαρού έντοκου εισοδήματος και στο 33% των εσόδων από εξυπηρετούμενα δάνεια, η συμβολή των οποίων υποχωρεί σταθερά τα τελευταία τρίμηνα.
Για παράδειγμα, στο γ΄ τρίμηνο του 2025, τα τελευταία διαμορφώθηκαν σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 100 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο της εφετινής χρονιάς, ως αποτέλεσμα της υποχώρησης των δεικτών euribor.
Τα καθαρά κέρδη
Όπως επισημαίνουν αναλυτές, «είναι σημαντικό ότι οι τράπεζες διαθέτουν αυτήν τη γραμμή άμυνας στο τρέχον περιβάλλον χαμηλότερο κόστους χρήματος. Εάν δεν υπήρχε, ίσως να μην είχαν καταφέρει να διατηρήσουν τα καθαρά τους κέρδη σταθερά σε ετήσια βάση στο εννεάμηνο του 2025».
Υπενθυμίζεται ότι το καθαρό τους αποτέλεσμα ανήλθε σε αυτήν την περίοδο σε 3,53 δισ. ευρώ, χαμηλότερα κατά μόλις 62 εκατ. ευρώ ή 1,7% σε σχέση με τα 3,59 δισ. ευρώ του εννεαμήνου 2024.
Δύο ήταν οι κρίσιμες παράμετροι που καθόρισαν τα μεγέθη των τραπεζών σε αυτό το διάστημα.
Από τη μία πλευρά τα πιστωτικά ιδρύματα πέτυχαν να περιορίσουν την υποχώρηση του καθαρού εισοδήματος από τόκους και από την άλλη να επιταχύνουν τους ρυθμούς ενίσχυσης των μη τοκοφόρων εργασιών.
Ειδικότερα, τα βασικά τους μεγέθη κατά την περίοδο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2025 κινήθηκαν ως εξής:
– Τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν σε ετήσια βάση κατά 4,6% ή 296 εκατ. ευρώ στα 6,13 δισ. ευρώ.
– Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 12% περίπου ή 185 εκατ. ευρώ.
– Τα έκτακτα κέρδη έφτασαν τα 360 εκατ. ευρώ, υψηλότερα ετησίως κατά 60% ή 136 εκατ. ευρώ.


































