Δέκα μήνες μετά την δεύτερη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου, το «America First» παραμένει τόσο αντιδημοφιλές όσο ποτέ εκτός των ΗΠΑ. Ωστόσο, κανείς δεν περιμένει μια στροφή 180 μοιρών. Ο κόσμος δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσαρμοστεί στο πρόγραμμα στρατηγικής αυτονομίας, οικονομικού καταναγκασμού και συναλλακτικής διπλωματίας των Ρεπουμπλικάνων.
Πάρτε για παράδειγμα τη Σιγκαπούρη. Τον Απρίλιο, μετά την αποκάλυψη των δασμών του Τραμπ την «ημέρα της απελευθέρωσης», η χώρα επέκρινε ανοιχτά την στροφή των ΗΠΑ προς τον προστατευτισμό και την υποχώρηση από την πολυμερή ηγεσία, σημειώνει ο ανταποκριτής του Bloomberg στην Σιγκαπούρη.
Ο πρωθυπουργός Λόρενς Γουόνγκ, απηχώντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα ηγετών σε όλο τον κόσμο, δήλωσε ότι ήταν «απογοητευμένος από την κίνηση των ΗΠΑ», επικαλέστηκε ένα αίσθημα προδοσίας και προειδοποίησε για ένα νέο κεφάλαιο στις παγκόσμιες υποθέσεις – «ένα (κεφάλαιο) που είναι πιο αυθαίρετο, προστατευτικό και επικίνδυνο». Η Βίβιαν Μπαλακρίσναν, υπουργός Εξωτερικών του, μίλησε για μια «σκιά που σχηματίζεται σε όλο τον κόσμο».
Αυτό ωστόσο δεν απέτρεψε τον Τραμπ από το να επιβάλει δασμό 10% στις εισαγωγές από τη Σιγκαπούρη. Αλλά ο τόνος είναι διαφορετικός τώρα: αντί να συνεχίσει να γκρινιάζει, η Σιγκαπούρη φαίνεται να έχει αποδεχτεί, έστω και απρόθυμα, το νέο status quo. Το νέο σχέδιο δράσης της πόλης-κράτους είναι εμβληματικό για αυτό που έχει γίνει ένα εμφανές ευρύτερο μοτίβο σε όλο τον κόσμο.
Τον Σεπτέμβριο, η κυβέρνηση της Σιγκαπούρης ανακοίνωσε μια νέα εμπορική και επενδυτική συνεργασία με 13 μεσαίου μεγέθους οικονομίες, μεταξύ των οποίων η Νέα Ζηλανδία, το Μαρόκο και η Νορβηγία, δεσμεύοντας να «ενισχύσει το σύστημα εμπορικών συναλλαγών που βασίζεται σε κανόνες». Τον περασμένο μήνα, ο Γουόνγκ τόνισε την ανάγκη να προχωρήσουν οι προσπάθειες για τη δημιουργία μιας μετα-αμερικανικής τάξης και έθεσε το ενδεχόμενο να ενωθούν η Ευρώπη και η Νοτιοανατολική Ασία σε μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών.

Πως βλέπει ο Τραμπ τους δασμούς και πως τους βλέπουν οι άλλοι
Όπως φαίνεται να το βλέπει ο Τραμπ, οι δασμοί εξυπηρετούν πολλαπλούς στόχους: Θα αναζωογονήσουν την αμερικανική βιομηχανία αναγκάζοντας τις εταιρείες να μετεγκαταστήσουν την παραγωγή τους, θα αυξήσουν τα έσοδα για να αποπληρώσουν το χρέος και θα επαναφέρουν τους όρους εμπορίου υπέρ της Αμερικής.
Οι οικονομολόγοι αμφισβητούν όλα αυτά, τονίζοντας ότι ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός απέχει περίπου 2 τρισεκατομμύρια δολάρια από τη μείωση του χρέους ακόμη και με ρεκόρ εσόδων από τελωνειακούς δασμούς, επίσης η προσφορά και το κόστος της αμερικανικής εργασίας θέτουν προκλήσεις σε οποιαδήποτε βιομηχανική αναβίωση. Παρ’ όλα αυτά, ο προστατευτισμός μπορεί τελικά να μετακινήσει την κατάσταση σε διαφορετικό βαθμό – βασιζόμενος στην υπόθεση ότι οι εταιρείες και οι χώρες θα συνεχίσουν να επιθυμούν πρόσβαση στην αγορά των ΗΠΑ.
Όπως φαίνεται από το οχυρό του Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο, οι χώρες που έχουν φτάσει σε κάτι που πλησιάζει σε πλήρεις εμπορικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ από τον Απρίλιο υποκύπτουν στην ακαταμάχητη πίεση του Τραμπ.
Η πραγματικότητα, όπως δείχνουν οι προσπάθειες της Σιγκαπούρης, είναι ότι οι εμπορικοί εταίροι της Αμερικής αναζητούν ενεργά εναλλακτικές λύσεις εκτός ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ολοκληρώνει μια συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με το μπλοκ Mercosur της Νότιας Αμερικής, επιδιώκοντας επίσης διμερείς συμφωνίες με την Ινδία, τις Φιλιππίνες, την Ταϊλάνδη και τη Μαλαισία, και έχει συμφωνήσει να ξεκινήσει συζητήσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η Ινδία υπέγραψε εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο τον Ιούλιο και εργάζεται πάνω σε άλλες με την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και το Περού. Η Βρετανία έχει ξεκινήσει συνομιλίες με το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, την Τουρκία και την Ελβετία. Ο Καναδάς διαπραγματεύεται με τη Mercosur και την ASEAN. Και ούτω καθεξής.

Η Κίνα αντεπιτίθεται
Εάν η υποχώρηση των ΗΠΑ δημιουργήσει πράγματι ένα παγκόσμιο κενό, η Κίνα θα το γεμίσει πρόθυμα. Τον περασμένο μήνα, στη Σύνοδο Κορυφής Διευθυνόντων Συμβούλων της APEC στο Γκιόνγκτζου της Νότιας Κορέας, ο Πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ αυτοαποκαλούνταν για άλλη μια φορά υπέρμαχος του «πολυμερούς εμπορικού συστήματος που βασίζεται σε κανόνες» και κάλεσε τους ηγέτες να «ενισχύσουν την αλληλεγγύη και τη συνεργασία, να αντιταχθούν στον προστατευτισμό, να απορρίψουν τη μονομερή πολιτική και τον εκφοβισμό και να αποτρέψουν την επιστροφή του κόσμου στον νόμο της ζούγκλας».
Η επιδίωξη της διαφοροποίησης του εμπορίου και της ασφάλειας μακριά από τις ΗΠΑ δεν θα οδηγήσει απαραίτητα τις κυβερνήσεις στην αγκαλιά του Σι, αλλά μπορεί να έχει άλλες συνέπειες που θα ματαιώσουν την ατζέντα Τραμπ.
Ο Σκοτ Μπέσεντ δήλωσε ότι ένας από τους κύριους στόχους του ως υπουργός Οικονομικών του Τραμπ είναι «η εδραίωση της υπεροχής του δολαρίου». Μέρος αυτού αφορά τη διασφάλιση ότι οι ΗΠΑ θα διατηρήσουν την εξουσία τους να τιμωρούν τους εχθρούς επιβάλλοντας εξουθενωτικές οικονομικές κυρώσεις. Αλλά η επιτυχία δεν είναι καθόλου εγγυημένη.
Ο Σι, και οι άλλοι ηγέτες των BRICS, θέλει περισσότερο από το παγκόσμιο εμπόριο να εκφράζεται σε αντίπαλα νομίσματα όπως το γουάν. Ταυτόχρονα, οι επενδυτές έχουν αρχίσει να αμφισβητούν τη βιωσιμότητα του δολαρίου ως μέσου αποθήκευσης αξίας, ενώ το ομοσπονδιακό χρέος των ΗΠΑ συνεχίζει να αυξάνεται σε πρωτοφανή επίπεδα.




































