Η ελληνική οικονομία μπαίνει σε μια νέα φάση, όπου η διεθνής αναγνώριση συμβαδίζει με υψηλές προσδοκίες και ακόμη υψηλότερες απαιτήσεις. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκου Πιερρακάκη στο Eurogroup και οι αναλυτικές επισημάνσεις του ίδιου και του Υφυπουργού Θάνου Πετραλιά στην παρουσίαση του προϋπολογισμού διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο η χώρα επιχειρεί να κινηθεί τα επόμενα δύο χρόνια.
Ο κ. Πιερρακάκης, αναφερόμενος στη συζήτηση για την προεδρία του Eurogroup, υπογράμμισε τον συμβολισμό της στιγμής. «Θα μοιραστώ τέσσερις σκέψεις μαζί σας. Η πρώτη είναι ότι είναι εξαιρετικά τιμητικό για τη χώρα μας να υπάρχει αυτή η πρόταση. Δείχνει τη μεγάλη απόσταση που έχει διανύσει η χώρα μας. Μας ικανοποιεί και μας δίνει δύναμη.»
Η δεύτερη σκέψη του αφορούσε στον απερχόμενο πρόεδρο του Eurogroup, «τονίζοντας ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την Ευρώπη σε δύσκολες στιγμές». Η τρίτη ανέδειξε τον ρόλο του θεσμού: «ότι η Ελλάδα στο τραπέζι έχει μεγάλη αξιοπιστία για τον δρόμο που έχει διανύσει». Και, τέλος, «οποιαδήποτε συζήτηση είναι πρόωρη, θα υπάρξουν διεργασίες και ντε φάκτο διαβουλεύσεις μεταξύ των κρατών, αλλά και εντός του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος».
Η λέξη «αξιοπιστία» είναι κομβική. Και οι αριθμοί του προϋπολογισμού 2026 εξηγούν το γιατί.
Η δυναμική ανάπτυξη
Στην κοινή τους δήλωση, ο Υπουργός και ο Υφυπουργός σημειώνουν ότι «η έναρξη του έτους 2026 θα βρει την ελληνική οικονομία σε συνθήκες συνεχιζόμενης δυναμικής ανάπτυξης», παρά το διεθνές περιβάλλον «που εξακολουθεί να διέπεται από γεωπολιτική αβεβαιότητα». Η πρόβλεψη για την ελληνική οικονομία παραμένει θετική: ρυθμός ανάπτυξης 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, υπερδιπλάσιος του μέσου όρου της Ευρωζώνης (1,3% και 1,2% αντίστοιχα). Το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 248,7 δισ. ευρώ το 2025 σε 260 δισ. ευρώ το 2026, ενώ ο πληθωρισμός προβλέπεται να αποκλιμακωθεί από 2,6% σε 2,2%.
Ο προϋπολογισμός στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: τη φορολογική μεταρρύθμιση, τις επενδύσεις και την αύξηση των εισοδημάτων. Η «διαρθρωτική αναμόρφωση της φορολογίας εισοδήματος» –με έμφαση σε νέους, οικογένειες και μεσαία τάξη– ενισχύει άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα, ενώ η μείωση συντελεστών αυξάνει την ωφέλεια σε κάθε μελλοντική μισθολογική μεταβολή.
Στο πλαίσιο της «δημογραφικής φορολογικής μεταρρύθμισης», περιλαμβάνονται στοχευμένες παρεμβάσεις: σταδιακή κατάργηση ΕΝΦΙΑ σε οικισμούς έως 1.500 κατοίκους, μείωση ΦΠΑ στα ακριτικά νησιά έως 20.000 κατοίκους, ελάφρυνση στη φορολογία ενοικίων, επιστροφή ενός ενοικίου ετησίως, καθώς και μείωση τεκμηρίων. Παράλληλα, ενισχύονται οι συντάξεις μέσω κατάργησης του συμψηφισμού με την προσωπική διαφορά, αυξήσεων βάσει ΑΕΠ και πληθωρισμού και ετήσιας ενίσχυσης σε χαμηλοσυνταξιούχους, ανασφάλιστους υπερήλικες και ΑμεΑ.
Το επενδυτικό σκέλος παρουσιάζει ακόμη ταχύτερη δυναμική. Ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων από 4,5% το 2024 αναμένεται να φτάσει 5,7% το 2025 και 10,2% το 2026. Το δημόσιο επενδυτικό πρόγραμμα προβλέπεται να ενισχυθεί από 14,6 δισ. ευρώ το 2025 σε 16,7 δισ. ευρώ το 2026, ενώ ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ θα αυξηθεί από 16,4% σε 17,7%.
Παράλληλα, η ανεργία, ήδη σε μονοψήφιο επίπεδο από το 2025, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 8,6% το 2026 – το χαμηλότερο από το 2008.
Δημοσιονομικό αποτέλεσμα
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, το πρωτογενές αποτέλεσμα προβλέπεται σε 3,7% του ΑΕΠ για το 2025 και 2,8% για το 2026. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 138,2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Ωστόσο, πίσω από τους αριθμούς, διαγράφεται μια πιο σύνθετη εικόνα. Η ανάπτυξη διατηρείται, αλλά σε περιβάλλον έντονης διεθνούς αβεβαιότητας. Οι επενδύσεις ενισχύονται, αλλά η αύξηση του κόστους διαβίωσης πιέζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η φορολογική ελάφρυνση βοηθά, αλλά η δημογραφική πρόκληση παραμένει ισχυρή.
Όπως σημειώνουν Πιερρακάκης και Πετραλιάς, «η Ελλάδα αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για τη σταθερότητα και τη συνέπεια της οικονομικής της πολιτικής». Το ερώτημα, πλέον, δεν είναι αν η χώρα βελτίωσε την εικόνα της στην Ευρώπη – αυτό έχει κριθεί. Το ζητούμενο είναι αν η δυναμική αυτή θα παραμείνει ανθεκτική όταν οι διεθνείς συνθήκες δοκιμάσουν για ακόμη μία φορά την ελληνική οικονομία.






































