Ο προϋπολογισμός για το 2026 που κατατέθηκε από τον υπουργό Οικονομικών στη Βουλή, είναι η πιο πειστική απόδειξη ότι η ελληνική οικονομία έχει περάσει οριστικά σε μια νέα φάση ανάπτυξης. Οι προβλέψεις για ρυθμούς μεγέθυνσης άνω του ευρωπαϊκού μέσου όρου, η αύξηση των επενδύσεων, η αποκλιμάκωση του χρέους και η ενίσχυση των μισθών αποδεικνύουν ότι η Ελληνική οικονομία, έχει αλλάξει σελίδα σε σχέση με τις δύσκολες εποχές των μνημονιακών χρόνων.
Ταυτόχρονα όμως, το σενάριο του προϋπολογισμού επιχειρεί να απαντήσει στην αυστηρή κριτική που δέχεται η κυβέρνηση, ότι ενώ μακροοικονομικά η χώρα δείχνει να αλλάζει σελίδα, η πίεση στην πραγματική οικονομία όλο και αυξάνεται.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι η ανάπτυξη στηρίζεται σε ασταθείς παράγοντες, η σύγκλιση με την Ευρώπη παραμένει εύθραυστη και η καθημερινότητα των νοικοκυριών δεν συμπορεύεται με τους μακροοικονομικούς δείκτες.
Η αντιπαράθεση των στοιχειών αναδεικνύει τις επτά μεγαλύτερες αδυναμίες που προκύπτουν από τα ίδια τα στοιχεία του προϋπολογισμού και από τα συγκριτικά δεδομένα της Eurostat, του ΟΟΣΑ, της ΕΚΤ και διεθνών οργανισμών. Τα στοιχεία δείχνουν οτι η κυβέρνηση θα πρέπει να αναμετρηθεί με «επτά πληγές» προκειμένου να αποδείξει οτι η οικονομία δεν παραμένει πιεσμένη.
1. Ανάπτυξη που στηρίζεται κυρίως στο Ταμείο Ανάκαμψης
Στην παρουσίαση του προϋπολογισμού, το ΥΠΟΙΚ προβλέπει ότι η αύξηση επενδύσεων προς ΑΕΠ θα αυξηθούν σε 17,7% το 2026, το υψηλότερο ποσοστό από το 2009. Το στοιχείο είναι σωστό, αλλά δεν αποτυπώνει την πλήρη εικόνα.
Περισσότερο από το 55% της επενδυτικής ανόδου της περιόδου 2021–2025 προήλθε από το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο ολοκληρώνει τις εκταμιεύσεις το επόμενο διάστημα. Μετά το 2026, η Ελλάδα θα χρειαστεί να διατηρήσει την ίδια ένταση επενδύσεων με εθνικούς πόρους ή με λιγότερο ευέλικτα ευρωπαϊκά προγράμματα.
Ακόμη και με τις πρόσφατες επιδόσεις, η Eurostat δείχνει ότι η Ελλάδα παραμένει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η επενδυτική άνθηση κινδυνεύει να αποδειχθεί αναιμική και κυρίως οχι μόνιμη.
2. ΑΕΠ που αυξάνεται, αλλά η χώρα παραμένει στο 70% της Ευρώπης
Ο προϋπολογισμός τονίζει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε σταθερές τιμές αυξήθηκε 15,7% από το 2019, τριπλάσια επίδοση από την ευρωζώνη. Το νούμερο είναι εντυπωσιακό, αλλά χωρίς η συνολική εικόνα ξεθωριάζει τη λάμψη του.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ σε όρους αγοραστικής δύναμης και παραμένει η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ένωσης.
Στην πραγματικότητα το στοιχείο δείχνει ότι η χώρα έχει πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να επιτύχει την πραγματική σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη, γεγονός που δείχνει οτι υπάρχει ακόμα δρόμος μέχρι να επιτευχθεί η πραγματική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
3. Αύξηση μισθών χωρίς ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης
Ο προϋπολογισμός επισημαίνει ότι οι συνολικές αμοιβές έχουν αυξηθεί 37% από το 2019 και ότι οι καθαρές αμοιβές έχουν ενισχυθεί 32%.
Ωστόσο:
● Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων παραμένει από τις χαμηλότερες στην ΕΕ, στο 73% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
● Οι πραγματικοί μισθοί υπέστησαν βαθιά διάβρωση το 2021–2023 λόγω πληθωρισμού, με τον ΟΟΣΑ να καταγράφει συνολική απώλεια περίπου 10%.
● Η βελτίωση των καθαρών εισοδημάτων προέρχεται κυρίως από μειώσεις φόρων και εισφορών — όχι από αύξηση παραγωγικότητας ή απόδοσης.
Το αποτέλεσμα είναι ότι οι μισθοί εμφανίζονται αυξημένοι λογιστικά, χωρίς όμως να μεταφράζονται σε αντίστοιχη ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος, με την πραγματική ακρίβεια να τρέχει γρηγορότερα από την αύξηση των μισθών.
4. Ανάπτυξη χωρίς παραγωγικότητα
Η οικονομία αναπτύσσεται, αλλά η παραγωγικότητα, που είναι ο πιο κρίσιμος δείκτης για τη βιώσιμη μεγέθυνση, παραμένει ασθενική.
Η Ελλάδα βρίσκεται περίπου 20% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ στην παραγωγικότητα εργασίας, ενώ στη μεταποίηση παραμένει ανάμεσα στις χαμηλότερες επιδόσεις των 27 κρατών-μελών.
Η αύξηση του ΑΕΠ μετά το 2019 οφείλεται σε:
● ανάκαμψη μετά την πανδημία,
● έντονη παρουσία του τουρισμού,
● πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης,
● κατανάλωση που στηρίχθηκε σε ενισχύσεις
Το πραγματικό πρόβλημα της οικονομίας είναι οτι η ανάπτυξη οφείλεται λιγότερο σε δομική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και πραγματική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου.
Με απλά λόγια, η ανάπτυξη δεν είναι στο μεγαλύτερο της μέρος αποτέλεσμα της παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά προέρχεται κυρίως από την κατανάλωση και τα χρηματοδοτικά πακέτα του Ταμείου Ανάκαμψης.
5. Το χρέος μειώνεται ως ποσοστό
Οι στρατηγική μείωσης του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ που ακολουθεί η κυβέρνηση πετυχαίνει τον στόχο της. Το χρέος από 154% του ΑΕΠ το 2025 αναμένεται να μειωθεί στο 138% το 2026, γεγονός που προσδίδει στην οικονομία εικόνα δημοσιονομικής υγείας και ανάκαμψης.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι το χρέος ως πραγματικό μέγεθος το οποίο στην πραγματικότητα παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη, αγγίζοντας το 2026 τα 360 δισ ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται στην άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ και στον “καθαρό” δρόμο που θα έχει με χαμηλά επιτόκια έως το 2032.
Η ουσία είναι ότι μετά το 2032 ξεκινούν οι μεγάλες λήξεις δανείων και οι μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες αυξάνονται. Αυτό σημαίνει οτι τωρινή αποκλιμάκωση δεν απαντά απόλυτα στις δομικές προκλήσεις βιωσιμότητας του χρέους μετά το 2032.
6. Πτώση ανεργίας με υψηλή επισφάλεια
Η μείωση της ανεργίας από 17,3% σε 8,6% αποτελεί έναν πραγματικό άθλο για την οικονομία και την αγορά εργασίας. Και σε αυτή την περίπτωση όμως τα ποσοστά δεν λένε την απόλυτη αλήθεια καθώς η εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη. Ένα σημαντικό μέρος των νέων θέσεων αφορά μερική ή ευέλικτη απασχόληση, με οτι μπορεί να σημαίνει αυτό για το ύψος του μισθού και την εργασιακή επισφάλεια των εργαζομένων. Ο μέσος καθαρός μισθός πλήρους απασχόλησης παραμένει κοντά στα 1.050 ευρώ, πολύ μακριά ακόμα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Ελλάδα παραμένει στην προτελευταία θεση της ΕΕ σε μέσους μισθούς, ενώ το υψηλό κόστος ζωής (ενέργεια, τρόφιμα, στέγαση) απορροφά το μεγαλύτερο μέρος των μισθολογικών αυξήσεων.
7. Υψηλό κόστος ζωής
Τρεις ακόμη παράγοντες διαμορφώνουν την συνολική εικόνα της χώρας που αναπτύσεται και ξεφεύγει από τις δύσκολες εποχές, αλλά έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να φτάσει τους Ευρωπαϊκούς μέσους όρους:
● Η Ελλάδα βρίσκεται στις πιο ακριβές χώρες της ΕΕ σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες.
● Τα επιχειρηματικά επιτόκια παραμένουν υψηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, περιορίζοντας τη δυνατότητα των ΜμΕ να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις.
● Η εξάρτηση από τον τουρισμό καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε εξωτερικά σοκ και γεωπολιτικές μεταβολές.
Παρά τη δημοσιονομική σταθερότητα, η πραγματική οικονομία λειτουργεί με περιορισμένα περιθώρια. Η συνολική εικόνα που προκύπτει από τα στοιχεία του προϋπολογισμού και τα συγκριτικά μεγέθη της ευρωπαϊκής οικονομίας, από τη μία δείχνει μια οικονομία που σταθερά αναπτύσσεται, αλλά παραμένει εξαρτημένη από κοινοτικούς πόρους, καταγράφει χαμηλή παραγωγικότητα, απέχει ακόμα αρκετά από την οριστική σύγκλιση με την ΕΕ, ενώ τα νοικοκυριά έχουν καθημερινά να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος ζωής.







![Δημόσιο Χρέος: Η ακτινογραφία του δημοσίου χρέους για τα επόμενα χρόνια [πίνακες]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/11/ot_greek_debt5555-1024x600-1-1-300x300.jpg)


![Προϋπολογισμός 2026: Ποια μέτρα φέρνει για την επόμενη χρονιά [πίνακας]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/11/ot_nomoney2-2-768x450-1-300x300.png)








![Δημόσιο Χρέος: Η ακτινογραφία του δημοσίου χρέους για τα επόμενα χρόνια [πίνακες]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/11/ot_greek_debt5555-1024x600-1-1.jpg)


![Προϋπολογισμός 2026: Ποια μέτρα φέρνει για την επόμενη χρονιά [πίνακας]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2025/11/ot_nomoney2-2-768x450-1.png)



![Έκπτωση φόρου για δαπάνες που αφορούν λήψη υπηρεσιών για ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων [Μέρος Β]](https://www.ot.gr/wp-content/uploads/2023/09/exoikonomo.jpg)










